Είναι εφικτή μια διαφορετική Τεχνητή Νοημοσύνη;

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025 ·

 



Η αντίληψή μας για την Τεχνητή Νοημοσύνη έχει πλέον διαμορφωθεί: είναι ένα εργαλείο υποβοήθησης της ανθρώπινης νοημοσύνης, με τεράστιες δυνατότητες, ακόμα ανεξερεύνητες –έως και τρομακτικές. Δεν ήταν πάντα όμως έτσι. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ορισμένοι πρωτοπόροι της τεχνολογίας οραματίζονταν μηχανές που θα υποβοηθούσαν την ανάπτυξη της δικής μας «φυσικής» νοημοσύνης και τη βελτίωση της σχέσης μας με τον κόσμο.
Evgeny Morozov

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Αμερική –το φάντασμα του κομμουνισμού. Αλλά αυτή τη φορά είναι ψηφιακό. «Θα μπορούσε να λειτουργήσει ο κομμουνισμός με καθοδήγηση από Τεχνητή Νοημοσύνη;» είναι το ερώτημα του οικονομολόγου του MIT Ντάρον Ατσέμογλου, ενώ ο επενδυτής κεφαλαίων υψηλού ρίσκου Μαρκ Αντρίσεν αναρωτιέται αν η Κίνα ετοιμάζεται να δημιουργήσει μια κομμουνιστική Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ, στα αγγλικά AI) (1). Ακόμα και ο επιχειρηματίας, και Ρεπουμπλικανός «ταραξίας», Βιβέκ Ραμασουάμι μπήκε στη συζήτηση μέσω X (πρώην Twitter), συγκρίνοντας τη «φιλοκομμουνιστική Τεχνητή Νοημοσύνη» με την Covid-19.

Ωστόσο, μες στον πανικό, κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει τι σημαίνει πραγματικά «κομμουνιστική ΤΝ». Θα ακολουθούσε το τεχνολογικό μοντέλο της Κίνας, με εγχώριες πλατφόρμες που αντιγράφουν αμερικανικές εταιρείες αλλά υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο; Ή θα υιοθετούσε μια προσέγγιση στη λογική του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας, με την Τεχνητή Νοημοσύνη να αναπτύσσεται κεντρικά από δημόσιους θεσμούς;

Η δεύτερη επιλογή διαθέτει κάποια ελκυστικότητα, ειδικά καθώς η σημερινή κούρσα για την ΤΝ συχνά δίνει προτεραιότητα στην ταχύτητα έναντι της ποιότητας. Το ολέθριο πείραμα της Google για την παραγωγή αποτελεσμάτων αναζήτησης μέσω ΤΝ, που κατέληξε να προτείνει τη χρήση κόλλας σε πίτσα και την κατανάλωση πέτρας για τη βελτίωση της υγείας (2), είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια κρατικά χρηματοδοτούμενη προσέγγιση στην παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη, με επιμελημένα σύνολα δεδομένων και αυστηρή εποπτεία, θα μπορούσε να ανεβάσει την ποιότητα της Τεχνητής Νοημοσύνης και να χρεώνει υψηλότερες τιμές στους εταιρικούς χρήστες, διοχετεύοντας τα επιπλέον έσοδα στους δημιουργούς περιεχομένου.

Ωστόσο, μια κοινωνικοποιημένη οικονομία της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να επιδιώξουμε ή αποτελεί ακόμη μια υποχώρηση απέναντι στη Σίλικον Βάλεϊ; Μπορεί άραγε μια «σοσιαλιστική» ή «κομμουνιστική» ΤΝ να προσφέρει κάτι περισσότερο από μια απλή αλλαγή στην ιδιοκτησία και στον έλεγχο των δεδομένων, των μοντέλων και των υπολογιστικών υποδομών; Ή μήπως αυτή η παράξενη ιδέα έχει πιο βαθιές δυνατότητες μετασχηματισμού;

Τα τελευταία χρόνια είχα δύο ευκαιρίες να αναλογιστώ αυτή την ερώτηση από ιστορική σκοπιά. Στο podcast μου του 2023 «The Santiago Boys» διερεύνησα το οραματικό Project Cybersyn του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή της δεκαετίας του 1970 (3). Υπό την καθοδήγηση του χαρισματικού Βρετανού συμβούλου Στάφορντ Μπιρ, αυτό το βραχύβιο (1970-1973) αλλά και φιλόδοξο έργο επιδίωκε την αξιοποίηση των περιορισμένων υπολογιστικών πόρων της χώρας για την πιο αποτελεσματική διαχείριση της οικονομίας της.

Το Cybersyn, που συχνά αποκαλείται το «σοσιαλιστικό Διαδίκτυο», αξιοποίησε το δίκτυο τέλεξ της Χιλής για τη μετάδοση των δεδομένων παραγωγής από κρατικοποιημένα εργοστάσια σε έναν κεντρικό κόμβο στο Σαντιάγο. Ωστόσο, η πραγματική καινοτομία του βρίσκεται σε μια πρώιμη μορφή μηχανικής μάθησης που σχεδιάστηκε για να ενισχύσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τους εργαζόμενους. Το εγχείρημα στόχο είχε να υπερβεί τις παγίδες του σοβιετικού μοντέλου, αξιοποιώντας τη σιωπηρά αποκτημένη γνώση των εργατών στα εργοστάσια, η οποία συνήθως αποκρυπτόταν από τους καπιταλιστές μάνατζερ.

Οι τεχνικοί του Αλιέντε επισκέπτονταν εργοστάσια, εμπλέκοντας τους εργαζόμενους στη χαρτογράφηση διαδικασιών παραγωγής και διαχείρισης. Αυτή η ανεκτίμητη γνώση στη συνέχεια μετατρεπόταν σε επιχειρησιακά μοντέλα με έως και δέκα παραμέτρους ανά εργοστάσιο. Ένα στατιστικό λογισμικό, ειδικά δημιουργημένο για την περίσταση, παρακολουθούσε αυτά τα δεδομένα, προειδοποιώντας τους εργάτες-μάνατζερ για διαφαινόμενα προβλήματα σε (σχεδόν) πραγματικό χρόνο.

Στον πυρήνα του, το Cybersyn οραματιζόταν ένα υβριδικό σύστημα όπου η ανθρώπινη νοημοσύνη ενισχυόταν από την υπολογιστική δύναμη. Σε ιδανικές συνθήκες, οι εργάτες-μάνατζερ, μαζί με τους γραφειοκράτες του Αλιέντε, θα συνεδρίαζαν σε μια ειδικά διαμορφωμένη Αίθουσα Επιχειρήσεων. Εκεί, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν προηγμένα εργαλεία οπτικοποίησης ώστε να κατανοήσουν και να διαχειριστούν την οικονομία, ανεξάρτητα από το αν είχαν προηγούμενη εμπειρία στη διοίκηση ή στα οικονομικά.

Η «σοσιαλιστική ΤΝ» του Αλιέντε είχε σκοπό να καταστήσει αποτελεσματικότερη την εργατική διακυβέρνηση, καθιστώντας ρητή και υλοποιήσιμη τη σιωπηρά αποκτημένη γνώση επί της παραγωγής, επιτρέποντας παράλληλα στους εργάτες –τους νέους ηγέτες της χώρας– να ενεργούν με επάρκεια και αυτοπεποίθηση. Μήπως είναι αυτή η «σοσιαλιστική ΤΝ» που αναζητούμε;
Οικολογική ορθολογικότητα

Δουλεύοντας το νέο μου podcast «A Sense of Rebellion», μια συνέχεια του «The Santiago Boys», συνέχισα να αναλογίζομαι το νόημα αυτής της παράξενης έννοιας. Στο επίκεντρο των επεισοδίων της σειράς βρίσκεται ο Γουώρεν Μπρόντεϊ, ένας 100χρονος ψυχίατρος που έγινε επιστήμονας της Κυβερνητικής και που κατέληξε χίπης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Μπρόντεϊ, με την υποστήριξη ενός πλούσιου συνεργάτη του, ίδρυσε στη Βοστώνη ένα πειραματικό εγχείρημα με την ονομασία Environmental Ecology Lab (Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Οικολογίας).

Καταπιάστηκαν με μια μοναδική μορφή οικολογικής νοημοσύνης, ριζικά διαφορετική από τα «ορθόδοξα» εγχειρήματα τεχνητής νοημοσύνης του MIT, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση μόλις μερικών στάσεων του μετρό. Ο Μπρόντεϊ, που κάποτε ήταν συνεργάτης του MIT και φίλος με τους πρωτοπόρους της Τεχνητής Νοημοσύνης Μάρβιν Μίνσκι και Σίμουρ Πάπερτ, πίστευε ότι ακολουθούσαν λάθος δρόμο. Για τους Μίνσκι και Πάπερτ, η νοημοσύνη αφορούσε αφηρημένους αλγοριθμικούς κανόνες και διαδικασίες που καθοδηγούν την ανθρώπινη συλλογιστική. Αν τους αποκρυπτογραφήσεις και τους απαριθμήσεις, μπορείς να εφαρμόσεις «τεχνητή νοημοσύνη» σε υπολογιστή.

Απεναντίας, ο Μπρόντεϊ και οι πέντε συνεργάτες του υποστήριξαν ότι η νοημοσύνη δεν περιορίζεται στο κεφάλι μας. Αντίθετα, προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους. Το όνομα του εργαστηρίου τους, Περιβαλλοντική Οικολογία, αντανακλούσε την πεποίθηση ότι το πλαίσιο είναι το παν: από μόνοι τους, οι αφηρημένοι κανόνες και οι διαδικασίες δεν έχουν νόημα. Στο εργαστήριο, συχνά αποσαφήνιζαν αυτό το ζήτημα με ένα απλό παράδειγμα: η εντολή «Γδύσου!» σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα ανάλογα με το αν την λέει ένας γιατρός, ένας εραστής ή ένας άγνωστος σε ένα σκοτεινό σοκάκι.

Η επίτευξη μιας αυθεντικής τεχνητής νοημοσύνης, ικανής να αντιλαμβάνεται αυτόνομα τέτοιες λεπτές διαφορές στα συμφραζόμενα, αποτελούσε, σύμφωνα με τη θεώρηση του εργαστηρίου, μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Το εγχείρημα απαιτούσε από τους υπολογιστές να αφομοιώσουν ένα φάσμα άπειρων εννοιών, συμπεριφορών και πλαισίων, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Με άλλα λόγια, η δημιουργία τεχνητής νοημοσύνης δεν αφορούσε μόνο τη μοντελοποίηση των ανθρώπινων νοητικών διεργασιών αλλά, κατά κύριο λόγο, τη συνολική κατανόηση του πολιτισμικού πλέγματος του ανθρώπινου πολιτισμού –του ίδιου του υλικού που εμποτίζει με νόημα το πλαίσιο.

Αντί να σπαταλούν την ενέργειά τους στον μάλλον ακατόρθωτο στόχο της κατασκευής τέτοιων συστημάτων ΤΝ, η ομάδα Environmental Ecology ονειρεύτηκε να βρει έναν τρόπο να χρησιμοποιήσει τους υπολογιστές και τις τεχνολογίες της Κυβερνητικής για να βοηθήσει τους ανθρώπους να εξερευνήσουν και να εμπλουτίσουν το περιβάλλον τους, αλλά και τους εαυτούς τους. Ο Μπρόντεϊ και η ομάδα του έβλεπαν τις τεχνολογίες της πληροφορικής όχι απλώς ως εργαλεία προσανατολισμένα στην εκτέλεση καθηκόντων, αλλά ως όργανα για να συλλογιζόμαστε τον κόσμο και να αλληλεπιδρούμε με αυτόν.

Φανταστείτε ένα διαδραστικό ντους που ξεκινά μαζί σας έναν διάλογο σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τη λειψυδρία ή ένα αυτοκίνητο που σας προτρέπει να σκεφτείτε την κατάσταση των δημόσιων συγκοινωνιών καθώς οδηγείτε. Δημιούργησαν μέχρι και μια στολή χορού που επιτρέπει στους ανθρώπους να επηρεάζουν τη μουσική με την οποία χορεύουν, αναδεικνύοντας την περίπλοκη οργανική σχέση μεταξύ κίνησης και ήχου.
Βοηθώντας τη «γνωστική χαρτογράφηση»

Η προσέγγισή τους αμφισβήτησε ευθέως την κριτική της Σχολής της Φρανκφούρτης σχετικά με τον εργαλειακό λόγο που επισκιάζει τη σύγχρονη ζωή. Δεν ήταν η τεχνολογία, αλλά ο βιομηχανικός καπιταλισμός που απογύμνωσε τον κόσμο μας από την οικολογική-οργανική διάστασή του, οδηγώντας στην ορθολογικότητα των μέσων και των σκοπών, την οποία καταδίκασαν οι Αντόρνο, Χορκχάιμερ και Μαρκούζε. Η καινοτομική τεχνολογία του εργαστηρίου αποσκοπούσε στην αποκατάσταση αυτής της χαμένης οικολογικής-οργανικής διάστασης, χρησιμοποιώντας αισθητήρες και υπολογιστές για να επαυξήσει τη επικέντρωση της προσοχής των ανθρώπων στην κρυμμένη πολυπλοκότητα πίσω από το φαινομενικά πεζό. Κατά μία έννοια, το εργαστήριο οραματίστηκε τις τεχνολογίες απόκρισης και διάδρασης ως παράγοντες διευκόλυνσης εκείνου που ο μαρξιστής κριτικός λογοτεχνίας Φρέντρικ Τζέιμσον χαρακτήρισε «γνωστική χαρτογράφηση», βοηθώντας μας να αντιληφθούμε πολύπλοκες διαδικασίες που συχνά αδυνατούμε να κατανοήσουμε.

Εκείνο που αρχικά με προσέλκυσε στην ιστορία του Μπρόντεϊ είναι ο τρόπος με τον οποίο οι εκκεντρικές ιδέες του άφησαν ένα σημαντικό, αν και σχεδόν αόρατο, σημάδι στην ψηφιακή κουλτούρα μας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του στο ΜΙΤ, ήταν από τους επιδραστικότερους δασκάλους του νεαρού Νίκολας Νεγκροπόντε, του πρωτοπόρου τεχνο-ουτοπιστή, το έργο του οποίου στο MIT Media Lab διαμόρφωσε βαθιά τις πιο διαδεδομένες αντιλήψεις για την ψηφιακή επανάσταση (4).

Ο Μπρόντεϊ προώθησε την «ικανότητα απόκρισης» ως βασική ιδιότητα της νέας γενιάς συσκευών Κυβερνητικής που κατασκεύαζαν στο εργαστήριο. Την οραματίστηκε ως έναν τρόπο προαγωγής του διαλόγου μεταξύ ανθρώπων και μηχανών και εμβάθυνσης της οικολογικής-οργανικής συνειδητότητάς μας. Ωστόσο, ο Νεγκροπόντε επαναπροσδιόρισε αυτή την ιδέα, καθιστώντας την πιο βολική –αλλά με τεράστιο πολιτικό και φιλοσοφικό κόστος. Με αυτόν τον τρόπο, κατέληξε να την ευθυγραμμίσει με το παραδοσιακό πρότυπο της Τεχνητής Νοημοσύνης, που δίνει έμφαση στην κατανόηση και την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών από τις μηχανές.

Η αντίθεση μεταξύ του Μπρόντεϊ, του ψυχιάτρου, και του Νεγκροπόντε, του αρχιτέκτονα, είναι εντυπωσιακή: ο Μπρόντεϊ υπέθετε ότι οι άνθρωποι πραγματικά επιθυμούσαν την αλλαγή και το αέναο γίγνεσθαι, ενώ ο Νεγκροπόντε στόχευε στην κατανόηση και την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών μας. Ο Μπρόντεϊ έβλεπε τους υπολογιστές ως καταλύτες του μετασχηματισμού. Ο Νεγκροπόντε, και αργότερα η Silicon Valley, τους έβλεπε ως εργαλεία πρόβλεψης και ικανοποίησης των υπαρχουσών, αν και άδηλων, επιθυμιών μας.

Οι φιλοσοφίες τους διέφεραν ριζικά. Ο Νεγκροπόντε επικεντρώθηκε στην κατασκευή ιδιόρρυθμων, εκκεντρικών μηχανών, ενώ ο Μπρόντεϊ έδινε προτεραιότητα στη δημιουργία ιδιόρρυθμων, εκκεντρικών ανθρώπων. Παρά τη συγγραφή ενός σημαντικού άρθρου για τα «νοήμονα περιβάλλοντα» το 1967, ο Μπρόντεϊ επέμενε ότι τέτοια περιβάλλοντα δεν μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς ανθρώπους. Για εκείνον, η «νοημοσύνη» δεν ήταν ποτέ μια ιδιότητα που θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο στις μηχανές.

Είναι ενδιαφέρον ότι η αίθουσα επιχειρήσεων του Cybersyn ήταν ένα κατ’ εξοχήν νοήμον περιβάλλον τύπου Μπρόντεϊ, αξιοποιώντας τη μηχανική μάθηση, τις τεχνικές οπτικοποίησης και τη διαδραστικότητα για να μετατρέψει τους ανεκπαίδευτους εργάτες σε ικανούς μάνατζερ. Ωστόσο, το όραμα του Μπρόντεϊ επεκτεινόταν πολύ πέρα από τον κόσμο της επιχειρηματικής διοίκησης, καθώς υπονοούσε ότι, με την κατάλληλη τεχνολογία, όλα τα περιβάλλοντα –από τις αίθουσες διδασκαλίας μέχρι τις κουζίνες και τα μπάνια– θα μπορούσαν να γίνουν πιο νοήμονα, εμπλουτίζοντας παράλληλα την οικολογική-οργανική κατανόηση των ανθρώπων. Αν αυτό ήταν η «σοσιαλιστική ΤΝ», ήταν σοσιαλισμός με την πιο καθημερινή, πρακτική έννοια.
Υπεράσπιση της ανθρώπινης βελτίωσης

Ο Μπρόντεϊ ξεχώριζε από το υπόλοιπο κατεστημένο των υπολογιστών της δεκαετίας του 1960 και για έναν ακόμη λόγο. Ενώ οι ομότεχνοί του θεωρούσαν την Τεχνητή Νοημοσύνη ως εργαλείο για την ανθρώπινη επαύξηση (augmentation) (5) –μηχανές που αναλαμβάνουν καθημερινές εργασίες για να αυξήσουν την παραγωγικότητα– ο Μπρόντεϊ οραματιζόταν κάτι βαθύτερο. Ήταν υπέρμαχος της ανθρώπινης βελτίωσης (enhancement), μιας αντίληψης που επιδιώκει διαφορετικούς στόχους από την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα (6).

Η διάκριση μεταξύ των δύο υποδειγμάτων είναι λεπτή, αλλά ουσιαστική. Η επαύξηση είναι σαν τη χρήση GPS για τον προσανατολισμό σε άγνωστη περιοχή: μας βοηθά να κάνουμε περισσότερα και πιο γρήγορα. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας καθοδηγείται από τη τεχνολογία, όχι απνό εμάς. Τέτοια κέρδη είναι πρόσκαιρα: χωρίς τεχνολογικά δεκανίκια, όπως τα κινητά τηλέφωνα με GPS, είμαστε εξίσου ανήμποροι όπως και πριν. Η βελτίωση, από την άλλη, αξιοποιεί την τεχνολογία για την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων. Φανταστείτε να οξύνετε την έμφυτη αίσθηση κατεύθυνσης μέσω προηγμένων μνημοτεχνικών μεθόδων ή μαθαίνοντας να διαβάζετε φυσικά σημάδια και αστρονομικά μοτίβα.

Στην ουσία, η επαύξηση υποβαθμίζει τις δεξιότητές μας στο όνομα της αποτελεσματικότητας, ενώ η βελτίωση τις αναβαθμίζει, προωθώντας μια πλουσιότερη αλληλεπίδραση με τον κόσμο. Αυτή η θεμελιώδης διαφορά διαμορφώνει τον τρόπο που ενσωματώνουμε την τεχνολογία, καθορίζοντας αν θα γίνουμε παθητικοί χειριστές ή δημιουργικοί τεχνίτες.

Ο Μπρόντεϊ ανέπτυξε τη θεωρία του συμμετέχοντας σε ένα ημι-μυστικό κυβερνητικό πρόγραμμα των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η CIA είχε τη φαεινή ιδέα να συγκεντρώσει ταλαντούχους τυφλούς από όλη τη χώρα, να τους διδάξει ρωσικά και να τους βάλει να ακούν υποκλαπείσες σοβιετικές επικοινωνίες. Η υπόθεση ήταν ότι η τύφλωση είχε οξύνει τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, ξεπερνώντας εκείνες των αναλυτών με πλήρη όραση.

Ως ψυχίατρος, ο Μπρόντεϊ πέρασε χρόνια με αυτά τα τυφλά άτομα, προσπαθώντας να κατανοήσει τις εσωτερικές και εξωτερικές ενδείξεις που χρησιμοποιούσαν για να αναπτύξουν τις αυξημένες αισθητηριακές ικανότητές τους. Αυτό τον οδήγησε σε μια πρωτοποριακή διαπίστωση: όλοι μας –όχι μόνο οι τυφλοί– θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε οξύτερες αντιληπτικές ικανότητες, ενισχύοντας σε βάθος τις αισθήσεις της όσφρησης, της αφής και της ακοής.

Υποθέτοντας ότι όλοι μας μπορούμε να αναπτύξουμε καλλιτεχνικές ευαισθησίες, το πρόγραμμά του για την ανθρώπινη βελτίωση είχε μια ποιητική διάσταση. Ωστόσο, ο Μπρόντεϊ, πάντα πραγματιστής, πίστευε ότι οι υπολογιστές ήταν το κλειδί για την υλοποίησή του. Διασαφηνίζοντας τις εσωτερικές και εξωτερικές παραμέτρους –από τη θερμοκρασία του σώματος μέχρι την ατμοσφαιρική υγρασία και την ποιότητα του φωτός– θα μπορούσαμε να μάθουμε να χειριζόμαστε αυτήν τη λανθάνουσα γλώσσα (ο Μπρόντεϊ πρότεινε αργότερα στη NASA, όπου εργάστηκε ως σύμβουλος, να εκπαιδεύσει τους αστροναύτες της χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές).

Τελικά, ο Μπρόντεϊ μετέφερε το όραμά του για την ανθρώπινη βελτίωση στο MIT, με στόχο να το καθιερώσει ως ένα σοβαρό ερευνητικό πρόγραμμα. Ωστόσο, αντιμετώπισε σημαντική αντίσταση –όχι μόνο από το συντηρητικό κατεστημένο της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και από εκείνους που φοβούνταν ότι η ιδέα είχε σκοτεινές, σχεδόν ναζιστικές αποχρώσεις. Δεν πρότεινε άλλωστε να πειραματιστεί πάνω σε ανθρώπους; Τέτοιες σφοδρές αντιδράσεις τον ανάγκασαν να στραφεί σε ιδιώτες δωρητές. Ευτυχώς, είχε δύο πλούσιους φίλους που συμμετείχαν στις προσπάθειές του.

Η κρίσιμη διάκριση μεταξύ «ανθρώπινης βελτίωσης» και «ανθρώπινης επαύξησης» –πόσο επιρρεπείς είναι στην αυτοματοποίηση– έγινε εξόφθαλμα εμφανής δεκαετίες αργότερα. Σήμερα, τα εργαλεία που βασίζονται στην παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη όχι μόνο επαυξάνουν το έργο των καλλιτεχνών και των συγγραφέων αλλά απειλούν να τους αντικαταστήσουν πλήρως. Η επαύξηση στοχεύει στη δημιουργία μηχανών που σκέφτονται και αντιλαμβάνονται όπως οι άνθρωποι, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα οι ανθρώπινες δεξιότητες να καταστούν παρωχημένες. Σε πλήρη αντίθεση, η βελτίωση χρησιμοποιεί μηχανές για να βοηθήσει τους ανθρώπους να σκέφτονται και να αντιλαμβάνονται με εντελώς νέους τρόπους.

Το όραμα του Μπρόντεϊ ήταν τολμηρό –ειδικά αν αναλογιστούμε ότι, για το μεγαλύτερο κομμάτι της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, η τεχνολογία ήταν είτε κάτι άψυχο και ανώνυμο που έπρεπε να αποφεύγεται, είτε ένα μέσο προσωπικής απελευθέρωσης σε κάποιο κοινόβιο που διακήρυσσε την επιστροφή στη φύση και τη γη. Οι νοήμονες τεχνολογίες του Μπρόντεϊ υπόσχονταν κάτι άλλο: έναν εμπλουτισμό των προτιμήσεών μας και μια διεύρυνση των δεξιοτήτων μας. Δεν θα αυτοματοποιούσαν την ανθρωπότητα μέχρι την απαξίωση ή δεν θα οδηγούσαν στην ομοιογενή, τυποποιημένη ύπαρξη που πολλοί φοβούνταν με αφορμή την ανάδυση του πολιτισμού των μηχανών. Αντίθετα, θα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν νέα πεδία ανθρώπινων δυνατοτήτων, διασφαλίζοντας ότι η τεχνολογία θα εξυπηρετούσε την ανύψωση και όχι τη σμίκρυνση της ανθρώπινης εμπειρίας.

Ο Μπρόντεϊ διατύπωσε πολλές από τις ιδέες του στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια ταραχώδη περίοδο κατά την οποία η επαγγελματική και η οικογενειακή ζωή του ήταν υπό διάλυση. Κάποτε σεβαστό μέλος του αμερικανικού κατεστημένου, τον προσέλκυαν όλο και περισσότερο οι πλέον πρωτοποριακές εκδοχές του περιθωρίου του. Όπως πολλοί Αμερικανοί χίπις εκείνης της εποχής, απέρριπτε την τρέχουσα πολιτική ως ξεπερασμένη. Κατά συνέπεια, πάσχιζε να μεταφράσει τις ιδέες του για την ανθρώπινη βελτίωση σε πολιτικά αιτήματα.
Η εναλλακτική πολιτική ματιά

Εδώ μπαίνει στη αφήγηση ο Έβαλντ Ιλιένκοφ, σοβιετικός μαρξιστής φιλόσοφος και σχεδόν σύγχρονος του Μπρόντεϊ –και οι δύο γεννήθηκαν το 1924, με διαφορά μόλις ενός μήνα. Δουλεύοντας ανεξάρτητα από τον Μπρόντεϊ, ο Ιλιένκοφ ασχολήθηκε με παρόμοια ζητήματα, αλλά μέσα από το πλαίσιο του σοβιετικού «δημιουργικού μαρξισμού». Το έργο του παρέχει μια σαφέστερη κατανόηση του τι σημαίνει η ανθρώπινη ενίσχυση για τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά εγχειρήματα.

Όπως και ο Μπρόντεϊ, ο Ιλιένκοφ εργάστηκε εκτενώς με τυφλούς, αναγνωρίζοντας ότι τόσο οι γνωστικές όσο και οι αισθητηριακές ικανότητες είναι προϊόντα της κοινωνικοποίησης και της τεχνολογικής αλληλεπίδρασης. Υποστήριξε ότι τα κατάλληλα παιδαγωγικά και τεχνολογικά περιβάλλοντα θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν νέες δεξιότητες που βρίσκονται εν υπνώσει μέσα μας. Για τον Ιλιένκοφ, ο κομμουνισμός ήταν μια κρατικά κατευθυνόμενη προσπάθεια για να ξεκλειδωθούν οι λανθάνουσες ανθρώπινες ικανότητες, επιτρέποντας στα άτομα να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητές τους, ανεξάρτητα από κοινωνικά ή φυσικά εμπόδια.

Εξοργισμένος από τον θαυμασμό των σοβιετικών γραφειοκρατών για την τεχνητή νοημοσύνη αμερικανικού τύπου, ο Ιλιένκοφ έγραψε μία από τις πιο πειστικές κριτικές της Τεχνητής Νοημοσύνης στο δοκίμιό του Περί ειδώλων και ιδανικών (1968) (7). Χρησιμοποίησε μια εντυπωσιακή μεταφορά: η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι σαν την κατασκευή ενός τεράστιου, δαπανηρού εργοστασίου για την παραγωγή τεχνητής άμμου στη μέση μιας ερήμου. Ακόμη και αν το εργοστάσιο λειτουργήσει τέλεια, γιατί να μην χρησιμοποιηθεί απλώς η άφθονη φυσική άμμος –η ανθρώπινη νοημοσύνη;

Η κριτική του Ιλιένκοφ, γραμμένη το 1968, παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα. Είμαστε ακόμα παγιδευμένοι στην ίδια έρημο, δικαιολογώντας την ύπαρξη του εργοστασίου τεχνητής άμμου, ενώ παραβλέπουμε μια θεμελιώδη πραγματικότητα: ίσως κανείς –εκτός από τον στρατό και τους καπιταλιστές χορηγούς του– δεν χρειάζεται πραγματικά αυτή την εγκατάσταση.

Ο Μπρόντεϊ, αξιοποιώντας μια μεταφορά του Μάρσαλ ΜακΛούαν, παρομοίασε τον αντίκτυπο των οικολογικών τεχνολογιών του με ένα ψάρι που αντιλαμβάνεται ξαφνικά την ύπαρξη του νερού. Όμοια, είναι καιρός κάποιος να διαφωτίσει τους εμμονικούς με την Τεχνητή Νοημοσύνη κατοίκους του εργοστασίου άμμου σχετικά με την απέραντη έρημο πίσω από τους τοίχους του –μια έρημο που βρίθει από δημιουργική, απρόβλεπτη και ποιητική νοημοσύνη.

Το μεγάλο άλυτο ερώτημα είναι το εξής: θα επιτύχουμε ποτέ πραγματική ανθρώπινη βελτίωση αν συνεχίσουμε να λειτουργούμε με έννοιες όπως η «τεχνητή νοημοσύνη», που μοιάζουν αντιθετικές προς την ίδια την αποστολή της ανθρώπινης ανάπτυξης;
Το όραμα της Κυβερνητικής

Στην πραγματικότητα, το κόστος της δημιουργίας Τεχνητής Νοημοσύνης εκτείνεται πολύ πέρα από τα δισεκατομμύρια που σπαταλήθηκαν για την ανάπτυξή της από τη δεκαετία του 1950. Είναι επίσης βαθιά προσωπικό, αντανακλώντας τη βαναυσότητα των αριβιστών που προώθησαν την άνοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η επιθετική συγκέντρωση κεφαλαίων και η άκαμπτη αστυνόμευση των ορίων της περιθωριοποίησαν τις συνεισφορές οραματιστών όπως ο Στάφορντ Μπιρ και ο Γουόρεν Μπρόντεϊ, οι οποίοι ποτέ δεν αισθάνθηκαν άνετα με την ετικέτα της τεχνητής νοημοσύνης.

Ο Μπρόντεϊ και ο Μπιρ, οι οποίοι τελικά συναντήθηκαν λίγο πριν από τον θάνατο του δεύτερου το 2002, προέρχονταν από εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα. Ο Μπιρ ήταν πρώην στέλεχος επιχειρήσεων και περήφανο μέλος του ελιτίστικου Athenaeum Club της Βρετανίας, ενώ ο Μπρόντεϊ μεγάλωσε σε μια μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια του Τορόντο. Παρά τις διαφορές τους, μοιράζονταν την περιφρόνηση για τον επιστημονικό κλάδο της Τεχνητής Νοημοσύνης και τους δογματικούς επαγγελματίες της.

Και οι δύο τους βρήκαν έναν μέντορα στο πρόσωπο του Γουόρεν ΜακΚάλοχ, μιας εξέχουσας μορφής της Κυβερνητικής –ένα σύνολο ιδεών που ο Μπρόντεϊ και ο Μπιρ θεωρούσαν πιο ελκυστικό από εκείνο της Τεχνητής Νοημοσύνης, ακόμη και αν οι πρώτοι ειδικοί της ΤΝ συνήθιζαν να ορίζουν τον κλάδο τους απλώς ως μια φυσική εξέλιξη της Κυβερνητικής. Αλλά δεν επρόκειτο για εξέλιξη: από πολλές απόψεις, η Τεχνητή Νοημοσύνη ήταν μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με την αρχική ατζέντα της Κυβερνητικής.

Η Κυβερνητική αναδύθηκε αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πρωτοπόροι από διάφορα πεδία –μαθηματικά, νευροφυσιολογία, μηχανική, βιολογία, ανθρωπολογία και πολλά άλλα– αναγνώρισαν εντυπωσιακές ομοιότητες στα ερευνητικά προγράμματά τους (8). Όλοι τους αντιμετώπιζαν πολύπλοκες, μη γραμμικές διαδικασίες όπου ο διαχωρισμός των αιτίων από τα αποτελέσματα γινόταν αδύνατος. Εκείνο που φαινόταν να είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής ή κοινωνικής διαδικασίας μπορούσε ταυτόχρονα να είναι το αίτιο μιας άλλης.

Χρειαζόταν ένα νέο λεξιλόγιο για τη συζήτηση αυτών των φαινομένων, το οποίο οδήγησε σε έννοιες όπως οι βρόχοι ανάδρασης (αλληλεπίδραση) και η κυκλική αιτιότητα. Αυτή η διεπιστημονική προσέγγιση επέτρεψε στους μελετητές που ήταν εξοικειωμένοι με την ορολογία της Κυβερνητικής να αναλύσουν διαδικασίες σε μηχανές, σε ανθρώπινους εγκεφάλους και σε κοινωνίες χρησιμοποιώντας το ίδιο εννοιολογικό πλαίσιο.

Έτσι, η Κυβερνητική δεν ήταν ένας επιστημονικός κλάδος, αλλά μια φιλοσοφία που έδινε έμφαση στην αμοιβαία αιτιότητα και στη σύμπλεξη φαινομενικά ασύνδετων φαινομένων. Στάθηκε δίπλα σε άλλες φιλοσοφίες, από τον αναγωγισμό μέχρι τον ολισμό και από τον υλισμό μέχρι τον λειτουργισμό. Οι κορυφαίοι στοχαστές της Κυβερνητικής δεν εγκατέλειψαν τα βασικά πεδία τους: παρέμειναν αφοσιωμένοι μαθηματικοί, νευροφυσιολόγοι, ανθρωπολόγοι και βιολόγοι. Ωστόσο, έθεταν πλέον ερωτήματα Κυβερνητικής, εμπλουτίζοντας την αντίληψή τους με αυτόν τον νέο φιλοσοφικό φακό.

Αρχικά, η Κυβερνητική προσέφερε έναν τρόπο να χρησιμοποιηθούν οι μηχανές ως μοντέλα για την καλύτερη κατανόηση της ανθρώπινης νοημοσύνης, όχι για την αναπαραγωγή της. Η προσέγγιση αυτή δεν διέφερε και πολύ από τους οικονομολόγους που χρησιμοποιούσαν μοντέλα της υδραυλικής για να μελετήσουν τον πληθωρισμό ή την ανεργία. Κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι αυτά τα μοντέλα ήταν η πραγματική οικονομία, αλλά παρείχαν κρίσιμες γνώσεις για σχέσεις αποφασιστικής σημασίας.
Ικανοποίηση των απαιτήσεων του στρατού

Ωστόσο, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Τεχνητή Νοημοσύνη, το έκανε με μια αποστολή τολμηρή και απροκάλυπτη: να ξεχωρίσει από την Κυβερνητική και να πρωτοπορήσει στο άνοιγμα ενός νέου ορίζοντα, όπου οι μηχανές θα μπορούσαν να «σκέφτονται» όπως οι άνθρωποι. Αλλά αυτή η αναζήτηση δεν αφορούσε την αποκάλυψη των μυστηρίων της ανθρώπινης νόησης. Είχε να κάνει με την ικανοποίηση των απαιτήσεων του κύριου χορηγού της: του στρατού. Ο στόχος ήταν σαφής και πραγματιστικός: να κατασκευαστούν μηχανές ικανές να καταπιάνονται με καθήκοντα και να επιλύουν προβλήματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του στρατηγικού σχεδιασμού και των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Από την αρχή, η έρευνα για την τεχνητή νοημοσύνη κατευθύνθηκε από τις επιταγές της άμυνας, χαράζοντας μια πορεία που θα καθόριζε την εξέλιξή της.

Για παράδειγμα, ορισμένα πρώιμα έργα εμπνευσμένα από τη φιλοσοφία της Κυβερνητικής –όπως η προσπάθεια για τη δημιουργία τεχνητών νευρωνικών δικτύων– σύντομα τροποποιήθηκαν για να εξυπηρετήσουν στρατιωτικούς σκοπούς. Ξαφνικά, αυτά τα νευρωνικά δίκτυα έπαψαν να θεωρούνται ένα μέσο για την αποκρυπτογράφηση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης νόησης. Αντίθετα, έγιναν –συμβαδίζοντας σε μεγάλο βαθμό με το υπόδειγμα της ανθρώπινης επαύξησης– ισχυρά εργαλεία υποβοήθησης των ανθρώπων χειριστών για την ανάλυση εναέριου οπτικού υλικού σχετικά με εχθρικά πλοία ή πετρελαιοφόρα. Η φιλόδοξη προσπάθεια για τη δημιουργία «τεχνητής» νοημοσύνης κατέληξε να καλύπτει συνηθισμένες στρατιωτικές συμβάσεις με ένα επίχρισμα επιστημονικού κύρους.

Σε σύγκριση με την Κυβερνητική, υπήρχε ελάχιστη διεπιστημονικότητα σε αυτό το νεοσύστατο πεδίο. Στην Τεχνητή Νοημοσύνη κυριαρχούσαν λαμπροί, φιλόδοξοι νέοι μαθηματικοί και επιστήμονες υπολογιστών που θεωρούσαν την Κυβερνητική πολύ αφηρημένη, φιλοσοφική και ενδεχομένως ανατρεπτική. Μέχρι τότε, ο Νόρμπερτ Βίνερ, ο πατέρας της Κυβερνητικής, είχε ευθυγραμμιστεί με τα εργατικά συνδικάτα και επέκρινε τον στρατό –μια στάση που δύσκολα ευνοούσε τη χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο (9). Αντίθετα, η Τεχνητή Νοημοσύνη, με τη δελεαστική υπόσχεσή της για αυτόνομα όπλα, δεν αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα.

Ήδη από το ξεκίνημά της, η ΤΝ ήταν ένας πολύ ιδιόμορφος επιστημονικός κλάδος. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές επιστήμες που επιδιώκουν να κατανοήσουν τον κόσμο –ενίοτε μέσω μοντέλων– οι ερευνητές της ΤΝ έθεσαν στον εαυτό τους το καθήκον να κατασκευάσουν απλουστευμένα μοντέλα ενός φαινομένου του πραγματικού κόσμου –της νοημοσύνης– και στη συνέχεια να κάνουν ό,τι μπορούν για να πείσουν τους εξωτερικούς παρατηρητές ότι τα μοντέλα αυτά δεν διαφέρουν από το πραγματικό φαινόμενο στο οποίο βασίστηκαν (ένα πολύ μπερδεμένο εγχείρημα, που νομιμοποιήθηκε από το τεστ του Τούρινγκ). Είναι σαν μια ομάδα αναθεωρητών γεωγράφων να ίδρυσε έναν νέο επιστημονικό κλάδο, το «τεχνητό έδαφος», ελπίζοντας να πείσει τους υπόλοιπους ότι σύντομα δεν θα υπάρχει πρακτική διαφορά μεταξύ του χάρτη και του εδάφους: με την πρόοδο της τεχνολογίας, ο χάρτης θα γίνει τελικά τόσο καλός όσο και εκείνο που αναπαριστά.

Από πολλές απόψεις, η πορεία –και η τραγωδία– της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ένας καθρέφτης της πορείας των οικονομικών. Η αμερικανική οικονομική επιστήμη πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν ένας ζωντανός, ποικιλόμορφος κλάδος, βαθιά εμπλεκόμενος με τη δυναμική του πραγματικού κόσμου. Έδινε έμφαση στον ρόλο της εξουσίας και των θεσμών –από τα εργατικά συνδικάτα έως την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ– για τη διαμόρφωση της παραγωγής και της οικονομικής ανάπτυξης.

Ωστόσο, οι επιταγές του Ψυχρού Πολέμου έστρεψαν τα οικονομικά μακριά από τον αισθητό κόσμο. Ο κλάδος επικεντρώθηκε σε αφηρημένα μοντέλα, ενώ η συνάφεια με τον πραγματικό κόσμο έγινε δευτερεύουσα. Αυτή η παράξενη εμμονή με τη βελτιστοποίηση, την οικονομική ισορροπία, τη θεωρία παιγνίων και άλλες θεωρητικές κατασκευές οδήγησε στην ανάπτυξη ενός κλάδου ολοένα και πιο αποκομμένου από τους πραγματικούς θεσμούς και συμπεριφορές.

Αν και δεν είναι εντελώς άχρηστη –ένα μέρος αυτής της μαθηματικής δουλειάς αποτελεί το θεμέλιο για τις σημερινές ψηφιακές αγορές, από τις διαδικτυακές διαφημίσεις έως τις υπηρεσίες κοινής χρήσης οχημάτων– η περιστασιακή χρησιμότητα μιας ελαττωματικής ερευνητικής προσέγγισης δεν την εξιλεώνει. Η ψυχροπολεμική επιρροή είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η σύγχρονη ορθόδοξη οικονομική επιστήμη προσφέρει ελάχιστη κατανόηση θεμάτων όπως η ανισότητα ή η κλιματική αλλαγή, συχνά προεπιλέγοντας λύσεις βασισμένες στην αγορά.
Ευφημισμός για τον καπιταλισμό

Η Τεχνητή Νοημοσύνη ακολούθησε παρόμοια πορεία. Εξυμνείται ως τεχνολογικός θρίαμβος, αλλά συχνά αποτελεί απλώς έναν ευφημισμό για τον μιλιταρισμό και τον καπιταλισμό. Ακριβώς όπως ακόμη και οι πιο ορθόδοξοι οικονομολόγοι μπορεί να συμφωνήσουν σε κάποια ρύθμιση της αγοράς, έτσι και οι πιο καίριοι υποστηρικτές της ΤΝ αναγνωρίζουν την ανάγκη ρύθμισης και συγκράτησής της. Ωστόσο, δυσκολεύονται να οραματιστούν ένα μέλλον όπου η ΤΝ δεν θα κυριαρχεί στην κατανόησή μας σχετικά με τη νοημοσύνη.

Ήδη από το ξεκίνημά της, η Τεχνητή Νοημοσύνη ήταν λιγότερο επιστήμη –όπου οι τελικοί στόχοι είναι ανοιχτοί και άγνωστοι– και περισσότερο ένα υβρίδιο θρησκείας και μηχανικής. Η επιδίωξη ήταν σαφής: να δημιουργηθεί ένα σύστημα γενικής χρήσης, βασισμένο σε υπολογιστή, ικανό να εκτελεί οποιαδήποτε εργασία χωρίς συγκεκριμένη, λεπτομερή εκπαίδευση. Αυτό το όραμα, γνωστό σήμερα ως Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη (AGI), ήταν ο απώτερος στόχος.

Κάνοντας έναν ακόμη παραλληλισμό, η τεχνολογική φαντασία του Ψυχρού Πολέμου οραματιζόταν τη Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη όπως η αντίστοιχη οικονομική φαντασία την ελεύθερη αγορά: και οι δύο θεωρούνταν αυτοοργανωμένες, αυτόνομες δυνάμεις στις οποίες η ανθρωπότητα έπρεπε να προσαρμοστεί. Και οι δύο κλάδοι παρέβλεπαν επίσης τα θεμελιώδη στοιχεία που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση της Γενικής Τεχνητής Νοημοσύνης και του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Η οικονομική επιστήμη αγνοεί βολικά τον ρόλο της αποικιοκρατικής βίας, της πατριαρχίας και του ρατσισμού, παρουσιάζοντας αντίθετα τον καπιταλισμό ως φυσική προέκταση εκείνου που ο Άνταμ Σμιθ περιέγραψε ως την ανθρώπινη τάση για «φόρτωμα, παζάρι και ανταλλαγή».

Ομοίως, η συνήθης αφήγηση για την ΤΝ πιστώνει την προέλευσή της στη φυσική πρόοδο της Κυβερνητικής, των μαθηματικών και της λογικής, ενώ σιωπά για το γεωπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο. Είναι σαν να συζητάμε ότι η ευγονική και η κρανιομετρία αναδύθηκαν ως απλοί κλάδοι της βιολογίας και της γενετικής, ενώ ξεχνάμε να πούμε δυο λέξεις για τον ρατσισμό. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Γιάρντεν Κατζ στο εξαιρετικό βιβλίο του Artificial Whiteness (10) του 2020, ο κλάδος της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν θα υπήρχε χωρίς τον μιλιταρισμό, τον κορπορατισμό και τον σωβινισμό του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί μια τόσο διεφθαρμένη έννοια να διεκδικηθεί ποτέ για προοδευτικούς σκοπούς; Ή μήπως το όνειρο μιας «κομμουνιστικής Τεχνητής Νοημοσύνης» είναι τόσο μάταιο όσο το όνειρο για ανθρώπινα εργοστάσια-κάτεργα, ευχάριστες συσκευές βασανιστηρίων ή παιχνιδιάρικες γραμμές συναρμολόγησης;
Τεχνητή Νοημοσύνη με κοινωνικό προσανατολισμό

Αναλογιζόμενος τις εμπειρίες του Στάφορντ Μπιρ και του Γουόρεν Μπρόντεϊ, κατέληξα να πιστεύω ότι, αντί να φαντασιωνόμαστε τη «σοσιαλιστική Τεχνητή Νοημοσύνη», θα ήταν καλύτερο να εγκαταλείψουμε εντελώς αυτή την έννοια. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να διαμορφώσουμε μια σοσιαλιστική τεχνολογική πολιτική μετά την ΤΝ, όχι να βρούμε κάποιες αριστερές εφαρμογές –ή μοντέλα ιδιοκτησίας– προκειμένου να εξανθρωπίσουμε την υπάρχουσα ΤΝ.

Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της μετα-ΤΝ σοσιαλιστικής τεχνολογικής πολιτικής θα είναι να προσφέρουμε στους ανθρώπους –ανεξαρτήτως τάξης, φυλής ή φύλου– πρόσβαση σε θεσμούς, υποδομές και τεχνολογίες που θα ενισχύουν τη δημιουργική αυτονομία τους και θα τους επιτρέπουν να αναπτύξουν στο έπακρο τις ικανότητές τους. Με άλλα λόγια, πρέπει να θεσπίσουμε μια μετάβαση από την ανθρώπινη επαύξηση στην ανθρώπινη βελτίωση.

Αυτή η πολιτική θα πρέπει να στηριχθεί στις πτυχές του κράτους πρόνοιας –την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, τους τομείς των δημόσιων βιβλιοθηκών, των πανεπιστημίων και των ραδιοτηλεοπτικών φορέων– που είναι οι πιο αποστασιοποιημένες από την εξυπηρέτηση των μάλλον συντηρητικών δεσμεύσεων (όπως το κοινωνικό «δίχτυ ασφαλείας» των προνοιακών παροχών για τους φτωχότερους) του καπιταλιστικού συστήματος. Σε αυτή τη θεώρηση, μια μετα-ΤΝ τεχνολογική πολιτική γίνεται καταλύτης μιας σοσιαλιστικής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής αντί για επιταχυντής της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, όπως συμβαίνει σήμερα με την προσανατολισμένη στην Τεχνητή Νοημοσύνη πολιτική.

Περιέργως, ο ίδιος ο Μπρόντεϊ τελικά κατάλαβε ότι δεν υπάρχει σοσιαλιστική τεχνητή νοημοσύνη χωρίς, για δες, σοσιαλισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αναγνώρισε τη ματαιότητα της προσπάθειας να πραγματοποιήσει τα όνειρά του για «ανθρώπινη βελτίωση» και «οικολογική τεχνολογία» στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου. Δεν βοήθησε το γεγονός ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του πήραν θέση αρχής ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, αρνούμενοι τη χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο, ακόμη και από φορείς όπως το ΜΙΤ.

Όταν πήρα συνέντευξη από τον Νίκολας Νεγκροπόντε σχετικά με τη σχέση του με τον Μπρόντεϊ, ανέφερε ότι ο μέντοράς του απέρριπτε περιφρονητικά κάθε ιδέα για μόνιμη θέση στο ΜΙΤ. Η άνεση δεν ήταν το φόρτε του. Αντ’ αυτού, επέλεξε να χτίσει ένα ιδιόμορφο σπίτι από αφρό και μπαλόνια στη μέση ενός πυκνού δάσους του Νιου Χάμσαϊρ. Αυτό ήταν το δικό του νοήμον, αποκρινόμενο περιβάλλον. Εκείνη την εποχή, αυτό ήταν υπερβολικό ακόμη και για θαυμαστές του Μπρόντεϊ όπως ο Νεγκροπόντε («Δεν θέλουν όλοι να ζουν μέσα σε ένα μπαλόνι», αστειεύτηκε τότε).

Το όραμα του Μπρόντεϊ διαπνεόταν από ουτοπισμό. Μαζί με τον κύριο συνεργάτη του, τον Έιβερι Τζόνσον, ήλπιζε ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα υιοθετούσαν το όραμά τους για διαδραστικά προϊόντα με ικανότητα απόκρισης, τα οποία θα καλλιεργούσαν νέες προτιμήσεις και ενδιαφέροντα αντί να εκμεταλλεύονται καταναλωτικές επιθυμίες. Εντούτοις, οι εταιρείες προτίμησαν την πιο συντηρητική, προσανατολισμένη στην κατανάλωση εκδοχή του Νεγκροπόντε, μετατρέποντας τη διαδραστικότητα σε ένα μέσο για να μαθαίνουν οι μηχανές τις έγνοιες μας και να μας πουλάνε περισσότερα πράγματα.

Απογοητευμένος, ο Μπρόντεϊ μετακόμισε στη Νορβηγία το 1973, όπου επανεμφανίστηκε ως μαοϊκός, επανεξετάζοντας τις ιδέες του μέσα από ένα νέο πολιτικό πρίσμα. Έγινε ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των Εργατών, ενός από τα κυριότερα μαοϊκά προπύργια της Ευρώπης, και έφτασε να ταξιδέψει στην Κίνα προκειμένου να μοιραστεί το όραμά του για τις «τεχνολογίες με ικανότητα απόκρισης» με Κινέζους μηχανικούς. Για κάποιον που είχε εμπλακεί βαθιά, κατά τη δεκαετία του 1960, σε προγράμματα σχετιζόμενα με τον στρατό, τη NASA και τη CIA της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ήταν μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση.

Έχοντας περάσει αμέτρητες ώρες μιλώντας μαζί του την τελευταία δεκαετία (εξακολουθεί να ζει στη Νορβηγία), μπορώ να βεβαιώσω ότι η ζωή του Μπρόντεϊ ενσαρκώνει απόλυτα το ανοιχτό γίγνεσθαι που προάσπισε τη δεκαετία του 1960. Η ανθρώπινη βελτίωση σίγουρα λειτούργησε γι’ αυτόν, κάτι που υποδηλώνει ότι ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει και για όλους μας. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι οι σωστές τεχνολογίες –και αρκετό σκεπτικισμό απέναντι στην Τεχνητή Νοημοσύνη, κομμουνιστική ή όχι.



Η Επανάσταση του 1943

Η Επανάσταση του 1943

revolution in the world

ελευθερη εκφραση

Η λίστα ιστολογίων μου

προσωπικές ιστοσελίδες

τύπος

διαφορα

È