Λένε πως έτρωγαν άλογα, σκυλιά, γάτες και ποντίκια για να επιβιώσουν.
Λένε πως οι μάνες έσφαζαν τα μωρά τους για να μη πέσουν στα χέρια του οχτρού και μετά αυτοκτονούσαν με το ίδιο ματωμένο μαχαίρι.
Λένε πως ένας Τούρκος πήγε να σκυλέψει το άψυχο κορμί ενός παιδιού και η μάνα, αφού έβγαλε το μαχαίρι που είχε χώσει πριν λίγο στο στήθος της, τον έσφαξε.
Λένε πως ο ήχος της έκρηξης από την ανατίναξη τράνταξε τον Άδη και τάραξε τον Χάρο.
Γιατί ο Χάρος άκουσε την έκρηξη και περίμενε τους Μεσολογγίτες, μα πιότεροι Τούρκοι κατρακύλησαν κάτω εκεί θαρρώ.
Λένε πως η Φρουρά του Μεσολογγίου αριθμούσε 3.500 άντρες Ρουμελιώτες και Σουλιώτες χωρισμένους σε τρεις ομάδες με ομαδάρχες τους Κίτσο Τζαβέλα, Νότη Μπότσαρη και Δημήτρη Μακρή.
Λένε πως δυο ξένοι αιχμάλωτοι που είχαν αποδράσει πρόδωσαν την ΕΞΟΔΟ.
Λένε πως στην ΕΞΟΔΟ οι γυναίκες θα ντύνονταν με αντρικά ρούχα και θα έπαιρναν στην πλάτη τα μωρά τους. Οι άντρες θα άνοιγαν τον δρόμο με το σπαθί στο χέρι.
Λένε πως τελείωναν οι οβίδες κι ένας Μεσολογγίτης έφραξε με το κορμί του τη μπούκα του κανονιού και το πυροδότησε.
Λένε πως τη νύχτα του Λάζαρου το Μεσολόγγι ανέστησε την Ελλάδα.
Λένε πως τα βόλια και οι οβίδες που χάλασαν οι οχτροί μπορούσαν να καλύψουν τη γη ολάκερη τρεις φορές, μα πάλι το Μεσολόγγι δεν έπεφτε.
Λένε πως τις νύχτες οι Μεσολογγίτισσες τραγουδούσαν τραγούδια θάρρους για τους άντρες τους.
Λένε πως οι γενναίοι έβγαιναν από τα τείχη και κορόιδευαν τους απέκει για να τους εκνευρίσουν.
Λένε πως οι Τουρκαλβανοί έπιαναν κουβέντα με τη Μεσολογγίτικη φρουρά…
– Ε ωρέ καταραμένοι, δεν γροικάμε πια τα γαϊδούρια σας. Τα φάγατε κι αυτά; Κοντά σιμά είναι ο χαμός σας.
– Κοπιάστε να σας σφάξουμε κι εσάς. Εμείς πεινάμε και Τούρκους τρώμε με χαρά.
Λένε πως ο Βύρωνας αγάπησε τόσο πολύ το Μεσολόγγι που εδώ άφησε την τελευταία του ανάσα. Γιατί εδώ θεώρησε πως είναι η πατρίδα του πλέον.
Λένε πως μετά την ΕΞΟΔΟ θέριεψε το φιλελληνικό κίνημα.
Λένε πως από τους 11.000 περίπου Μεσολογγίτες που ήταν μέσα από τα τείχη, οι 3.500 μπορούσαν να πολεμήσουν. Κι όμως φάνταζαν μυριάδες.
Λένε πως κάθε μέρα πέθαιναν 150 από τους δικούς μας.
Ό,τι και να λένε, ό,τι και να ισχύει, τούτο μόνο κρατήστε.
Η ΕΞΟΔΟΣ του Μεσολογγίου αποτελεί, ίσως, την κορυφαία και την πλέον συγκινητική στιγμή του Αγώνα του Έθνους μας για λευτεριά. Συγκαταλέγεται δε, στις σημαντικότερες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας.
Όλα αυτά έγιναν τη νύχτα του Λαζάρου στις 10 του Απρίλη του 1826, ξημερώματα Κυριακή των Βαΐων.
Ο πατέρας αντίκριζε για τελευταία φορά τη θυγατέρα. Ο αδελφός αγκάλιαζε για τελευταία φορά την αδελφή. Η μανά θήλαζε για τελευταία φορά το μωρό. Ο γιος φιλούσε για τελευταία φορά το χέρι του πατέρα.
– Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο!
Στη μπαρουταποθήκη κάτω από τον προμαχώνα του Μάρκου Μπότσαρη, ο Χρήστος Καψάλης (Έλληνας προύχοντας και πολεμιστής) συγκέντρωσε 400 ψυχές (γυναίκες, παιδιά, ασθενείς και γηραιούς). Αποφάσισαν να μην παραδοθούν, αλλά να θυσιαστούν. Όλη τη νύχτα έψελναν νεκρικές ακολουθίες. Ο Καψάλης κρατούσε σφιχτά στο χέρι ένα αναμμένο δαδί όλη νύχτα. Τα χαράματα, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Ιερή Πόλη, ο Καψάλης αναφώνησε ”Μνήσθητι μου Κύριε” και άφησε το δαδί πάνω στα βαρέλια με το μπαρούτι……
Και η φωτιά έσμιξε τη γη με τον ουρανό. Κι έφτιαξε μονοπάτι να περάσουν οι ήρωες στην αιωνιότητα.
Και μπήκαν στην Ιερή Πόλη οι Τουρκοαιγύπτιοι και οι Τουρκαλβανοί. Και έσφαζαν. Έσφαζαν. Έσφαζαν. Η φρίκη ήταν ανείπωτη. Το αίμα έτρεχε γοργά σε όλα τα σοκάκια και συνάντησε τη θάλασσα. Εκοκκίνησε κι αυτή. Όχι από ντροπή μα από φρίκη. Κι όμως, οι Μεσολογγίτες παλεμένε με λύσσα.
Ο Κιουταχής θωρεί αποσβολωμένος κι ο Ιμπραήμ δαγκώνει τα χείλια του από οργή.
Η κόλαση είναι εδώ στη γη. Η κόλαση είναι στο Μεσολόγγι του Απρίλη του 1826. Η κόλαση.
”Σε πήρα μπρε Μεσολόγγι, μα με νίκησες”, αναφώνησε ο Κιουταχής μόλις μπήκε στην Ιερή Πόλη.
Η απελευθέρωση του Μεσολογγίου υπογράφηκε στις 2 Μαΐου του 1829.
Το 1937 ανακηρύχτηκε ως Ιερή Πόλη.
Μια τιμητική και ένδοξη διάκριση που καμιά άλλη πόλη στον κόσμο δεν φέρει.
Κι ο Διονύσιος Σολωμός αγναντεύοντας από τη Ζάκυνθο την αντάρα και το δέος του Μεσολογγίου έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερία.
Οι Μεσολογγίτες πεθαίνουν μα δεν προσκυνάνε.
Και η πομπή του Σαββάτου, η αναπαράσταση της ανατίναξης και η πομπή της Κυριακής, δεν είναι γιορτές.
Είναι μνημόσυνα.
Ο αγώνας ήταν άνισος.
Ήταν άνισος για τους οχτρούς.
Γιατί εκείνοι ήταν πολύ ”λίγοι” σε σχέση με εμάς.
Πολύ ”λίγοι”.
Και η ιστορία το έγραψε.
Και ολάκερος ο ντουνιάς το έμαθε.
Και η γης ήπιε το αίμα των νεκρών.
Και οι νεκροί δοξάστηκαν ως Έλληνες.
Γιατί αν είσαι τέτοιος Έλληνας είσαι και ήρωας.
Μα καλύτερα απ’ όλους το είπε ο Εθνικός μας ποιητής.
«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι».
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο τα αλίευσα από το διαδίκτυο. Ωστόσο αξίζει για τη σημερινή μέρα και γι’ αυτό και το χρησιμοποιώ.