Επανάσταση 1821 – «Φιλική Εταιρεία»: Πλευρές της λειτουργίας και της μύησης σ’ αυτήν

Κυριακή 12 Απριλίου 2020 ·



Η Φι­λι­κή Εται­ρεία (1814) υπήρ­ξε μια από τις πολ­λές μυ­στι­κές επα­να­στα­τι­κές εται­ρεί­ες που πα­ρου­σιά­στη­καν το πρώτο τέ­ταρ­το του 19ου αιώνα στην Ευ­ρώ­πη, όπως οι Καρ­μπο­νά­ροι, οι Δε­κεμ­βρι­στές, οι «Καλοί Εξά­δελ­φοι», τα μέλη του «Δε­σμού της Αρε­τής». Πριν από τη Φι­λι­κή Εται­ρία υπήρ­ξαν άλλες ελ­λη­νι­κές μυ­στι­κές εται­ρεί­ες, όπως το «Ελ­λη­νό­γλωσ­σον Ξε­νο­δο­χεί­ον», που ιδρύ­θη­κε στο Πα­ρί­σι το 1809 . Άλλες εται­ρεί­ες ήταν η υπό βρε­τα­νι­κό έλεγ­χο «Φι­λό­μου­σος Εται­ρεία των Αθη­νών» (1813), που σκοπό είχε την προ­στα­σία των αρ­χαιο­τή­των και την ορ­γά­νω­ση σχο­λεί­ου στην Αθήνα και το ρω­σι­κό αντί­βα­ρό της η «Εται­ρεία των Φίλων των Μου­σών» που ίδρυ­σε ο Κα­πο­δί­στριας στη Βιέν­νη (1814), με σκοπό τη συλ­λο­γή χρη­μά­των για την ενί­σχυ­ση Ελ­λή­νων που θα φοι­τού­σαν σε ευ­ρω­παϊ­κά εκ­παι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα. Επί­σης, το επι­στη­μο­νι­κό σω­μα­τείο επι­μόρ­φω­σης «Ιο­νι­κή Ακα­δη­μία» που ίδρυ­σαν οι Αυ­το­κρα­το­ρι­κοί Γάλ­λοι (1808) στην Κέρ­κυ­ρα και το βρε­τα­νι­κό αντί­στοι­χό του στη Ζά­κυν­θο (1811)

Οι ιδρυ­τές της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας επε­ξερ­γά­στη­καν τη σύν­θε­ση της και τον τρόπο της λει­τουρ­γί­ας της έχο­ντας την επί­δρα­ση του τρό­που λει­τουρ­γί­ας τόσο των «καρ­μπο­νά­ρων» όσο και των μα­σό­νων.

Χρή­σι­μα στοι­χεία δίνει το βι­βλίο του σο­βιε­τι­κού συγ­γρα­φέα Γ. Λ. ΑΡΣ με τίτλο: «Η μυ­στι­κή ορ­γά­νω­ση «ΦΙ­ΛΙ­ΚΗ ΕΤΑΙ­ΡΕΙΑ» (έκ­δο­ση στα ελ­λη­νι­κά το 1966 από το «Λαϊκό Βι­βλιο­πω­λείο») ,στη­ριγ­μέ­νο στα αρ­χεία της Οδησ­σού και το οποίο ήταν αρ­χι­κά έκ­δο­ση της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ. Με βάση κυ­ρί­ως το βι­βλίο αυτό, αλλά και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία πα­ρου­σιά­ζου­με πλευ­ρές της λει­τουρ­γί­ας και της μύ­η­σης στη Φι­λι­κή Εται­ρεία.

Για την ενη­με­ρό­τη­τα και τη συμ­με­το­χή στη δρα­στη­ριό­τη­τα της ορ­γά­νω­σης, όλα τα μέλη χω­ρί­ζο­νταν σε εφτά βαθ­μούς, που είχαν ονό­μα­τα συν­θη­μα­τι­κά και αυτά ήταν; 1. «Αδερ­φο­ποι­τοί» ή «βλά­μη­δες». 2. «Συ­στη­μέ­νοι». 3. «Ιε­ρείς». 4. «Ποι­μέ­νες» . 5. «Αρ­χι­ποι­μέ­νες». 6. «Αφιε­ρω­μέ­νοι». 7. «Αρ­χη­γοί αφιε­ρω­μέ­νων». Οι τρεις τε­λευ­ταί­οι βαθ­μοί μπή­καν ύστε­ρα από την ίδρυ­ση της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας στα 1818.

Η στρα­το­λο­γία στην Εται­ρεία γι­νό­ταν με αυ­στη­ρά ατο­μι­κό σύ­στη­μα. Οι δύο κα­τώ­τα­τοι βαθ­μοί ήταν αρ­χι­κά βαθ­μοί για όλα της τα μέλη. Οι εντε­λώς αγράμ­μα­τοι πα­τριώ­τες έμπαι­ναν στην Εται­ρεία με το βαθμό του «αδερ­φο­ποι­τού». (Α­δελ­φο­ποι­­τός, προ­έρ­χε­ται από τον όρο «α­δελ­φο­ποί­η­ση», πα­ρα­δο­σια­κή συ­νή­θεια των Βαλ­κα­νί­ων)


Εκεί­νος που έμπαι­νε με το βαθμό αυτό, έπαιρ­νε από τον κα­τη­χη­τή (κι αυτός μπο­ρού­σε να είναι μέλος της Εται­ρεί­ας στο βαθμό του «ιε­ρέ­α’ του­λά­χι­στον) ένα άγρα­φο φύλλο χαρτί, με χα­ραγ­μέ­νο πάνω ένα σταυ­ρό και αμέ­σως κα­τό­πιν πρό­φε­ρε τρεις φορές τα πα­ρα­κά­τω λόγια, που λέ­γο­νταν μι­κρός όρκος : «Ορ­κί­ζο­μαι εις το όνομα της αλη­θεί­ας και της δι­καιο­σύ­νης, ενώ­πιον του Υπερ­τά­του Όντος, να φυ­λά­ξω, θυ­σιά­ζων και την ιδίαν μου ζωήν, υπο­φέ­ρων και τα πλέον σκλη­ρά βά­σα­να το μυ­στή­ριον, το οποί­ον θα μου εξη­γη­θεί και ότι θα απο­κρι­θώ την αλή­θειαν εις ό,τι ερω­τη­θώ».


Για βε­βαί­ω­ση της ει­λι­κρί­νειας του όρκου που έδινε ο κα­τη­χού­με­νος, έπρε­πε ακόμα να ορ­κι­στεί στο ευαγ­γέ­λιο μπρο­στά σε παπά. Ο κα­τη­χη­τής έλεγε στον παπά (αν δεν ήταν μέλος της Εται­ρεί­ας) για την ορ­κω­μο­σία αυτής, πως ήθελε να βε­βαιω­θεί, αν ο άν­θρω­πος που του έφερε (δη­λα­δή ο στρα­το­λο­γη­μέ­νος) λέει την αλή­θεια για κά­ποιο ζή­τη­μα που αφορά σ’ αυ­τούς μο­νά­χα.


Ο «ιε­ρέ­ας» γνω­στο­ποιού­σε και πάλι στον «αδερ­φο­ποι­τό» που μπήκε στην Εται­ρεία ,τα συν­θη­μα­τι­κά ση­μά­δια, που θα του χρη­σί­μευαν ν’ ανα­γνω­ρί­ζει τους άλ­λους «αδερ­φο­ποι­τός». Όταν ο «αδερ­φο­ποι­τός» ήθελε να δια­πι­στώ­σει αν κι ο άλλος επί­σης ανήκε στην Εται­ρεία, έβαζε την αρι­στε­ρή του πα­λά­μη στη δεξιά κι έμοια­ζε σα να έπλε­νε τα χέρια του. Ο δεύ­τε­ρος ,αμέ­σως ύστε­ρα απ’ αυτό έπρε­πε να βάλει τα δύο δά­χτυ­λα του δε­ξιού χε­ριού στη χού­φτα του αρι­στε­ρού. Ο πρώ­τος κα­τό­πιν, αν ήθελε να μι­λή­σει με τον δεύ­τε­ρο πάνω σε ζη­τή­μα­τα που αφο­ρού­σαν την δρα­στη­ριό­τη­τα της Εται­ρεί­ας θα έπρε­πε επί­σης να βάλει τα δυό δά­χτυ­λα του δε­ξιού χε­ριού του στη χού­φτα του αρι­στε­ρού και κα­τό­πιν να πάρει στα χέρια του και τα δύο χέρια του συ­ντρό­φου του ρω­τώ­ντας ταυ­τό­χρο­να: «Έχεις κα­νέ­να τσι­μπού­κι;» Ο άλλος έπρε­πε να απα­ντή­σει: «Τσι­μπού­κι; Όχι. Έχω όμως τσα­ρού­χι!» ύστε­ρα απ’ αυτό οι δύο πα­τριώ­τες μπο­ρού­σαν να μι­λά­νε άφοβα για την Εται­ρεία χωρίς όμως να ανα­φέ­ρουν τα ονό­μα­τα των γνω­στών σ’ αυ­τούς Εται­ρι­στών του βαθ­μού τους και χωρίς να θί­γουν τη δρα­στη­ριό­τη­τα του κα­θο­δη­γη­τι­κού κέ­ντρου της Εται­ρεί­ας (ο πε­ριο­ρι­σμός αυτός έφτα­νε και ως τους εταί­ρους των πιο ψηλών βαθ­μών).

Οι γραμ­μα­τι­σμέ­νοι έμπαι­ναν στην Εται­ρεία με το βαθμό του «συ­στη­μέ­νου». Στην εισ­δο­χή αυτή επα­να­λαμ­βα­νό­ταν η δια­δι­κα­σία για την εισ­δο­χή στο βαθμό του «αδερ­φο­ποι­τού» όμως ακο­λου­θού­σαν και με­ρι­κές και­νούρ­γιες δια­τυ­πώ­σεις. Εκεί­νος που έμπαι­νε στην Εται­ρεία απα­ντού­σε σε 10 ερω­τή­μα­τα που αφο­ρού­σαν τις απα­σχο­λή­σεις του, την ιδιω­τι­κή του ζωή και τα σχέ­δια για το μέλ­λον. Αν οι απα­ντή­σεις που έπαιρ­νε ο κα­τη­χη­τής τον ικα­νο­ποιού­σαν έδινε στο και­νούρ­γιο μέλος της Εται­ρεί­ας το ακό­λου­θο συ­στα­τι­κό γράμ­μα, υπο­γε­γραμ­μέ­νο με τη συν­θη­μα­τι­κή υπο­γρα­φή (Κα­θέ­να εται­ρι­στής από τον»ιερέα» και επάνω είχε τα συν­θη­μα­τι­κά αρ­χι­κά του. Οι ιδρυ­τές της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας Θ. Τσα­κά­λωφ, Ν. Σκου­φάς και Μ. Ξάν­θος είχαν αντί­στοι­χα τα αρ­χι­κά Α.Β, Α.Γ, Α.Δ): «Το συ­μπο­λε­μι­στή μου (όνομα και επώ­νυ­μο) εκ πα­τρί­δος (τόπος γέν­νη­σης) επαγ­γέλ­μα­τος (επάγ­γελ­μα) συ­στή­νω εις όλους τους φί­λους μου ,ως πι­στόν πα­τριώ­τη και τί­μιον άν­θρω­πο»


Οι «συ­στη­μέ­νοι» είχαν επί­σης το δικό τους σύ­στη­μα συν­θη­μα­τι­κών ση­μεί­ων. Ο πρώ­τος ίσια­ζε τα δά­χτυ­λα και των δυό του χε­ριών, έσφιγ­γε το ένα με τ’ άλλο κι άρ­χι­ζε να τα «πλέ­νει».Τότε ο δεύ­τε­ρος έπια­νε με το δεξί χέρι του το αυτί του και ύστε­ρα το τρα­βού­σε κατά τα δό­ντια. Αν ο πρώ­τος ήθελε να πει κάτι χτυ­πού­σε με τα δά­χτυ­λα του δε­ξιού του χε­ριού στο αρι­στε­ρό, σφιγ­μέ­νο σε γρο­θιά. Ύστε­ρα απ’ αυτό οι δύο εται­ρι­στές έδι­ναν τα χέρια και ο πρώ­τος έλεγε; «Είναι και­ρός πολύς που το επι­θυ­μού­σα». «Και εγώ το ίδιο» απα­ντού­σε ο δεύ­τε­ρος. Τότε ο πρώ­τος συ­νέ­χι­ζε: «Λάμδα»,»Αλφα» έλεγε ο δεύ­τε­ρος. «Νι» έλεγε ο πρώ­τος. «Ταυ» ο δεύ­τε­ρος, «Ομι­κρον» ο πρώ­τος και «Νι» ο δεύ­τε­ρος. Τα γράμ­μα­τα του ελ­λη­νι­κού αλ­φα­βή­του που προ­φέ­ρο­νταν με τέ­τοια δια­δο­χή, απο­τε­λού­σαν τη συν­θη­μα­τι­κή λέξη «Λά­ντον» (Στην νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα η λέξη αυτή δεν λέει τί­πο­τε. Είναι πι­θα­νόν πως την πήραν από την αγ­γλι­κή λέξη Λον­δί­νο).


Από τους συ­στη­μέ­νους στρα­το­λο­γού­σαν τους «ιε­ρείς»,κρίκο πάρα πολύ σπου­δαίο στη σύν­θε­σε της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας. Οι «ιε­ρείς» είχαν το δι­καί­ω­μα της πρό­σλη­ψης στο βαθμό του «αδερ­φο­ποι­τού» και των «συ­στη­μέ­νων» όπως επί­σης και στο βαθμό των «ιε­ρέ­ων». Ο «συ­στη­μέ­νος» που τον θε­ω­ρού­σαν άξιο υπο­ψή­φιο για «ιερέα» υπό­κει­ντο σε πραγ­μα­τι­κή ψυ­χο­λο­γι­κή εξέ­τα­ση. Τον ρω­τού­σαν επί­μο­να, αν θα μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει το μυ­στι­κό που θα του εμπι­στευ­τούν, σε πε­ρί­πτω­ση που θα τον έπια­ναν οι εχθροί και θα τον βα­σά­νι­ζαν. Ο κα­τη­χη­τής έλεγε στον υπο­ψή­φιο πως αν μυ­η­θεί στο μυ­στι­κό σκοπό της Εται­ρεί­ας , αυτό δεν θα είναι μο­νά­χα επι­κίν­δυ­νο για την δικιά του ζωή αλλά θα του επι­βά­λει την υπο­χρέ­ω­ση να σκο­τώ­σει και τον πιο στενό του συγ­γε­νή αν εκεί­νος απο­δει­χτεί προ­δό­τη. Στην κα­τή­χη­ση αυτή πρό­σθε­ταν ακόμα πως, αν ο υπο­ψή­φιος φο­βά­ται ή δεν επι­θυ­μεί να εκτε­θεί σε κίν­δυ­νο γιατί ίσως είναι δε­σμευ­μέ­νος με κά­ποιες άλλες υπο­χρε­ώ­σεις ,μπο­ρεί ν’ αρ­νη­θεί την έντα­ξη στους «ιε­ρείς». Αν η εξέ­τα­ση πι­στο­ποιού­σε πως ο υπο­ψή­φιος ήταν στα­θε­ρός και άφο­βος, τον έπαιρ­ναν στους ιε­ρείς.

Η δια­δι­κα­σία της εισ­δο­χής δεν εξα­σφά­λι­ζε μο­να­χά τη φύ­λα­ξη του μυ­στι­κού αλλά εξα­σκού­σε και βαθιά επί­δρα­ση στη συ­γκί­νη­ση του κα­τη­χού­με­νου. Ο κα­τη­χη­τής και ο κα­τη­χού­με­νος πή­γαι­ναν μαζί τη νύχτα σε κά­ποιο έμπι­στο σπίτι. Η ιε­ρο­τε­λε­στία γι­νό­ταν στο φως ενός μι­κρού κί­τρι­νου κε­ριού, που κου­βα­λού­σε μαζί του ο κα­τη­χού­με­νος. Εκεί στο μι­σο­σκό­τα­δο ηχού­σε ρυθ­μι­κή και επί­ση­μα η φωνή του κα­τη­χη­τή: «Αν δεν αι­σθά­νε­σαι αρ­κε­τή δύ­να­μη στον εαυτό του σου, μόνο ο θά­να­τος μπο­ρεί να σε λυ­τρώ­σει. Ύστε­ρα από λίγο κάθε με­τα­μέ­λεια σου θα είναι ασυγ­χώ­ρη­τη».




«Όλα τα στο­χά­στη­κα και στέρ­γω» απα­ντού­σε ο υπο­ψή­φιος «ιε­ρέ­ας». Τότε ο κα­τη­χη­τής έπαιρ­νε το αναμ­μέ­νο κερί και το έδινε στο αρι­στε­ρό χέρι του κα­τη­χού­με­νου, λέ­γο­ντας ταυ­τό­χρο­να: «Αυτό το κερί είναι ο μόνος μάρ­τυ­ρας, που έχει η δύ­στυ­χη πα­τρί­δα μας τη στιγ­μή που τα παι­διά της δί­νουν τον όρκο για την απε­λευ­θέ­ρω­σή της». Ύστε­ρα απ’ αυτό εκ­φω­νού­σε το κεί­με­νο του με­γά­λου όρκου που τον επα­να­λάμ­βα­νε ακο­λου­θώ­ντας και ο κα­τη­χού­με­νος. Αυ­τός ή­ταν: «Ε­νώ­πιον του α­λη­θι­νού Θεού, αυ­το­θε­λή­τως ορ­κί­ζο­μαι, ό­τι θέ­λω εί­μαι πι­στός εις την Ε­ται­ρί­αν κα­τά πά­ντα και δια πά­ντα. Και δεν θέ­λει φα­νε­ρώ­σω το πα­ρα­μικρόν α­πό τα ση­μεί­α της και τους λό­γους της, μή­τε θέ­λει δώ­σω να κα­τα­λά­βουν πο­τέ ό­τι ε­γώ η­ξεύ­ρω τί­πο­τα πε­ρί αυ­τής κατ’ ουδέ­να τρό­πον. Μή­τε εις συγ­γε­νείς μου, μή­τε εις πνευ­μα­τι­κόν μου, μή­τε εις φί­λον μου. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι εις το ε­ξής δεν θέ­λω έμ­βω εις κα­μί­αν άλ­λην ε­ται­ρί­αν, ο­ποί­α και αν είναι, μή­τε εις κα­νέ­να δε­σμόν υ­πο­χρε­ω­τι­κόν. Αλ­λά μά­λι­στα ό­τι δε­σμόν ή­θε­λεν έ­χω εις τον κό­σμον, θέ­λω τον νο­μί­ζη πά­ντη α­διά­φο­ρον, ως προς την εται­ρί­αν και ως μη­δε­νι­κόν. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει θρέ­φω εις την καρ­δίαν, α­διάλ­λα­κτον μί­σος ε­να­ντί­ον των τυ­ράν- νων της πα­τρί­δος μου, των ο­πα­δών και ο­μοφρό­νων τού­των. Θέ­λει ε­νερ­γώ πα­ντή τρό­πω προς βλά­βην τους και ό­ταν η πε­ρί­στα­σις το συγ­χω­ρή­ση τον ε­ξολο­θρευ­μόν τους. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει υ­πο­τάσ­σο­μαι εις την αρ­χήν. Θέ­λει ε­νερ­γώ με ό­λην την ιερό­τη­τα και σέ­βας εις τας προ­στα­γάς της. Και δεν θέ­λει α­πο­μα­κρύ­νο­μαι ποσώς α­πό τους κα­νό­νας της. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει ε­πα­γρυ­πνώ α­ό­κνως δια την α­σφά­λειαν της ε­ται­ρί­ας και των με­λών της. Θέ­λει προ­λαμ­βά­νω με τον κίν­δυ­νο της ζω­ής μου, κά­θε ε­πι­βου­λήν ό­που ή­θε­λε εν­νοή­σω, ή γε­νι­κήν ή με­ρι­κήν. Θέ­λει γί­νο­μαι συ­νερ­γός εις τον θά­να­τον ε­νός προ­δό­του ή πα­ρα­βά­του της ε­ται­ρί­ας και αν εί­ναι ο πλη­σιέ­στε­ρος των συγ­γε­νών μου. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει με­τα­χει­ρί­ζο­μαι πο­τέ βί­αν εις το να γνω­ρι­σθώ με συ­ναδελφόν, αλ­λά θέ­λει προ­σέ­χω με την με­γα­λυ- τέ­ραν ε­πι­μέ­λειαν, δια να μη λαν­θασθώ και ύ­στε­ρον α­κο­λου­θή­ση ε­να­ντί­ον τι! Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι ό­που θέ­λει εύ­ρω συνά­δελφον θέ­λει τον προ­στρέ­χω και βο­η­θή­σω με ό­λην μου την δύ­να­μιν και κα­τάστα­σιν. Θέ­λει προ­σφέ­ρω εις αυ­τόν σέ­βας και υ­πα- κο­ήν αν εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρός μου εις τον βαθ­μόν, ει και αυ­τός έ­τυ­χε να εί­ναι πρότε­ρον ε­χθρός μου. Τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρον θέ­λει τον α­γα­πή­σω και συ­ντρέ­ξω, ό­σον η έ­χθρα μας ή­τον με­γα­λυτέ­ρα… Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι κατ’ ου­δέ­να τρό­πον δεν θέ­λει ω­φε­λη­θώ α­πό τα με­τρη­τά της εται­ρίας, αλ­λά θέ­λει τα στο­χά­ζο­μαι ως πράγ­μα ιε­ρόν και ε­νέ­χει­ρον, α­νή­κον εις ό­λον το τα­πει­νόν και τα­λαί­πω­ρον έ­θνος μας, κα- θώς και τα λαμ­βα­νό­με­να και στελ­λό­με­να ε­σφρα­γι­σμέ­να γράμ­μα­τα… Τέ­λος πά­ντων, ορκί­ζο­μαι εις σε, ω ιε­ρά πλην τρι­σα­θλί­α πα­τρίς μου. Ορ­κί­ζο­μαι εις τας πο­λυχρο­νί­ους βα­σά­νους σου. Ορ­κί­ζομαι εις τα πι­κρά δά­κρυα τα ο­ποί­α έ­χυ­σαν και χύ­νουν τα τα­λαί­πω­ρα τέ­κνα σου, εις τα ί­διά μου δά­κρυα, χυ­νό­με­να κατά ταύ­την την στιγ­μήν, και εις την μέλ­λου­σαν ε­λευ­θερί­α των ο­μο­γε­νών μου, ό­τι α­φιε­ρώνο­μαι ό­λος εις Σε. Εις το ε­ξής θέ­λεις εί­σαι η αι­τί­α και ο σκο­πός των δια­λογι­σμών μου. Το ό­νομά σου ο ο­δη­γός των πρά­ξε­ών μου, και η ευ­τυ­χία Σου η α­ντα­μοι­βή των κό­πων μου. Η Θεί­α δι­καιο­σύ­νη ας ε­ξα­ντλή­σει ε­πά­νω εις την κε­φα­λήν μου ό­λους τους κε­ραυνούς της δι­καιο­κρι­σί­ας της. Το ό­νο­μά μου ας εί­ναι εις α­πο­στρο­φήν και το υ­ποκεί­με­νόν μου το α­ντι­κεί­με­νον της κα­τά­ρας και του α­να­θέ­μα­τος των ο­μο­γε­νών μου,αν ίσως λη- σμο­νή­σω εις μίαν στιγ­μή τας δυ­στυ­χί­ας των και δεν εκ­πλη­ρώ­σω το χρέος μου. Τέλος, ο θά­να­τος ας εί­ναι η ά­φευ­κτος τι­μω­ρί­α του α­μαρ­τή­μα­τός μου, δια να μη λη­σμο­νώ την α­γνό­τη­τα της Ε­ται­ρί­ας με την συμ­με­το­χήν μου».


Ύστε­ρα απ’ αυτά το κερί σβη­νό­ταν. Ο δό­κι­μος έπαιρ­νε μαζί και το φύ­λα­γε προ­σε­κτι­κά σα μάρ­τυ­ρα του όρκου που έδωσε. Τις τρεις επό­με­νες μέρες ο και­νούρ­γιος «ιε­ρέ­ας» μά­θαι­νε το «επάγ­γελ­μά» του. Μά­θαι­νε τα συν­θη­μα­τι­κά ση­μεία για την ανα­γνώ­ρι­ση των «αδερ­φο­ποι­τών»,των «συ­στη­μέ­νων» και των άλλων «ιε­ρέ­ων».


Ο «ιε­ρέ­ας» που ήθελε να εξα­κρι­βώ­σει αν ο συ­νο­μι­λη­τής του είναι και εκεί­νος «ιε­ρέ­ας» προ­έ­βαι­νε με τον ακό­λου­θο τρόπο: Έσφιγ­γε το δεξί του χέρι στο αρι­στε­ρό μέρος του στή­θους, πάνω στην καρ­διά και το αρι­στε­ρό του στο δεξί του μέρος. Την ίδια ώρα ο δεύ­τε­ρος έπρε­πε να σταυ­ρώ­σει τα χέρια στο στή­θος και να τα’ απο­τρα­βή­ξει αμέ­σως. Αν ήταν ανά­γκη να μι­λή­σουν για υπο­θέ­σεις της Εται­ρεί­ας ,τότε ο ένας άρ­χι­ζε να ξύνει την πα­λά­μη του και ύστε­ρα έπια­νε ο ένας τα χέρια του άλλου, έτσι που τα δά­χτυ­λα του ενός να βρε­θούν στο σφυγ­μό του άλλου. Και ακο­λου­θού­σε ο συν­θη­μα­τι­κός διά­λο­γος: «Πόσα έχεις;» «Όσα έχεις». «Πόσα;» , «Δε­κα­έ­ξι των Φι­λι­κών» . «Τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο;» «Όχι». «Ειπέ το πρώτο να ειπώ το δεύ­τε­ρο».Σε συ­νέ­χεια έλεγε δια­δο­χι­κά με τη σειρά του ο κα­θέ­νας τα ονό­μα­τα των γραμ­μά­των που απο­τε­λού­σαν τη συν­θη­μα­τι­κή λέξη «Χα­κι­κί».

Στην πο­ρεία της εκ­παί­δευ­σης ο «ιε­ρέ­ας» έπρε­πε να απο­στη­θί­σει το ει­δι­κό αλ­φά­βη­το που χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι εται­ρι­στές για τη διε­ξα­γω­γή της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας πάνω στη δου­λειά τους. Αυτό απο­τε­λού­νταν από 22 σύμ­βο­λα που τα έβα­ζαν εναλ­λάξ στα γράμ­μα­τα του ελ­λη­νι­κού αλ­φα­βή­του και των αρα­βι­κών αριθ­μών. Κα­θέ­να σύμ­βο­λο συμ­βό­λι­ζε κά­ποιο από τα γράμ­μα­τα του ελ­λη­νι­κού αλ­φα­βή­του (ο αριθ­μός 8 π.χ συμ­βο­λί­ζει το γράμ­μα Ο και το γράμ­μα Δ συμ­βό­λι­ζε το γράμ­μα Χ) Είχαν ακόμα και συμ­βο­λι­κές ση­μα­σί­ες για τα πιο εύ­χρη­στα ονό­μα­τα και όρους. Έτσι το με­γά­λο κα­ρά­βι το ονό­μα­ζαν «ελέ­φα­ντα»,τον σουλ­τά­νο «απαθή», του Τούρ­κους «Μέ­τοι­κους»,τους Έλ­λη­νες «πρό­θυ­μους»,του Αρ­βα­νί­τες «συ­μπέ­θε­ρους» κ.α.

Η Εται­ρεία χρη­σι­μο­ποιού­σε τις μέρες της «εκ­παί­δευ­σης» και για την πα­ρα­πέ­ρα πιο βα­θειά σπου­δή των ιδιο­τή­των και των δο­σμέ­νων του «ιερέα». Αυτός έπρε­πε να απα­ντή­σει στα ακό­λου­θα έξι ερω­τή­μα­τα: 1. Εκτέ­θη­κε μήπως ο ίδιος ή κα­νέ­νας από τους συγ­γε­νείς ή φί­λους σε δίωξη από μέ­ρους των τουρ­κι­κών αρχών ή από άλλον κα­νέ­να και για ποιο λόγο; 2. Βρί­σκε­ται μήπως κά­ποιος από τους φί­λους του ή από τους συγ­γε­νείς του στη φυ­λα­κή και για ποια αιτία; 3. Μήπως οι αρχές ή άλλος κα­νέ­νας έχει σκο­τώ­σει κά­ποιον από τους συγ­γε­νείς του και γιατί; 4. Του ακο­λού­θη­σε μήπως κάτι το με­γά­λο στη ζωή του; 5. Του είναι γνω­στό μήπως κά­ποιο πο­λι­τι­κό μυ­στι­κό κά­ποια ακοι­νο­λό­γη­τη εφεύ­ρε­ση ή κά­ποιο με­γά­λο από­κρυ­φο; Πώς το έμαθε; Το ξέ­ρουν άλλοι; Ποιοι είναι αυτοί που το ξέ­ρουν; Έχει τις ανα­γκαί­ες απο­δεί­ξεις; Και ποιο είναι αυτό το μυ­στι­κό; 6. Έχει κα­νέ­να με­γά­λο προ­τέ­ρη­μα κρυφό η φα­νε­ρω­μέ­νο και μήπως κα­τέ­χει κά­ποια ξε­χω­ρι­στή επι­τη­δειό­τη­τα;

Ο δε­κτός στην Εται­ρεία ήταν επί­σης υπο­χρε­ω­μέ­νος να συ­νει­σφέ­ρει για τις ανά­γκες της ένα χρη­μα­τι­κό ποσό, ανά­λο­γα με τις δυ­να­τό­τη­τες του. Μαζί μετα χρή­μα­τα κα­τέ­θε­τε κι ένα γράμ­μα με πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ηλι­κία του, τον τόπο δια­μο­νής και το μέρος που έγινε η πρό­σλη­ψή του στο βαθμό του «ιερέα».Στο γράμ­μα που το έστελ­νε στο όνομα ενός οποιου­δή­πο­τε προ­σώ­που σε κά­ποια μα­κρι­νή όλη έλεγε πως ο απο­στο­λέ­ας προ­ο­ρί­ζει τα χρή­μα­τα για ένα σχο­λείο που ιδρύ­θη­κε πριν από λίγο καιρό, για ένα μο­να­στή­ρι για την αγορά και την έκ­δο­ση βι­βλί­ων ή για άλ­λους φι­λαν­θρω­πι­κούς σκο­πούς. Στη συν­θη­μα­τι­κή γλώσ­σα των εται­ρι­στών τα γράμ­μα­τα αυτά λέ­γο­νταν «αφιε­ρω­τι­κά».Ο κα­τη­χη­τής έβαζε στη γωνία του γράμ­μα­τος τα συν­θη­μα­τι­κά αρ­χι­κά του, όπως επί­σης και το αρ­χι­κό που έπαιρ­νε ο και­νούρ­γιος «ιε­ρέ­ας». Έτσι ένα τέ­τοιο γράμ­μα και αν ακόμη έπε­φτε σε ξένα χέρια δεν μπο­ρού­σε να προ­ξε­νή­σει ζημιά.

Στον και­νούρ­γιο «ιερέα» έδι­ναν ένα εφο­δια­στι­κό γράμ­μα – «δί­πλω­μα» ή όπως το έλε­γαν συν­θη­μα­τι­κά –«γράμ­μα υπε­ρο­χής». Το δί­πλω­μα ήταν κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­νο με βάση το αλ­φά­βη­το της εται­ρεί­ας. Παίρ­νο­ντας αυτό το δί­πλω­μα (εφο­δια­στι­κό) ο ξα­να­κα­τη­χη­μέ­νος γι­νό­ταν πλη­ρε­ξού­σιος «ιε­ρέ­ας» με όλα τα δι­καιώ­μα­τα και μπο­ρού­σε να προ­βαί­νει στη στρα­το­λο­γία και­νούρ­γιων μελών.


Οι άλλοι βαθ­μοί ύστε­ρα από τον βαθμό του «ιερέα» δί­νο­νταν άμεσα από την κα­θο­δη­γη­τι­κή επι­τρο­πή της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας για ξε­χω­ρι­στές αρε­τές και ικα­νό­τη­τες και ήταν πε­ριο­ρι­σμέ­νοι.

Ο τέ­ταρ­τος βαθ­μός, των Ποι­μέ­νων πα­ρου­σιά­ζει αρ­κε­τές ομοιό­τη­τες με τον τρίτο, τόσο στα α­παι­τού­με­να προ­σό­ντα όσο και στο τε­λε­τουρ­γι­κό της μύ­η­σης. Όπως και οι Αρ­χι­ποι­μέ­νες, δη­λα­δή τα μέλη του αμέ­σως ανω­τέ­ρου βαθ­μού, τον ο­ποί­ο α­να­φέ­ρει μό­νο ο Φι­λή­μων, ο βαθ­μός των ποι­μέ­νων δε φαί­νε­ται να έ­χει μέ­λη. Ό­ταν στα 1820 ο Α­λέ­ξαν­δρος Υ­ψη­λάντης ανέ­λα­βε την ηγε­σία της Ε­ται­ρεί­ας, δη­μιούρ­γη­σε άλ­λους δυο βαθ­μούς, των Α­φιε­ρω­μέ­νων και των Αρ χη­γών των Αφιε­ρω­μέ­νων. Μέλη αυτών των βαθ­μών προ­ο­ρί­ζο­νταν να α­πο­τε­λέ­σουν το στρα­τιω­τι­κό τομέα της Εται­ρεί­ας. Πάνω από όλους τους βαθ­μούς της Εται­ρεί­ας βρι­σκό­ταν η Ανω­τά­τη Αρχή.

Η συ­νω­μο­τι­κό­τη­τα δια­περ­νού­σε τη Φι­λι­κή Εται­ρεία από την βάση ως την κο­ρυ­φή. Οι κα­τώ­τε­ροι βαθ­μοί- οι «αδερ­φο­ποι­τοί» και οι «συ­στη­μέ­νοι» πολύ λίγα πράγ­μα­τα ήξε­ραν για τη σύν­θε­ση της ορ­γά­νω­σης και τους σκο­πούς της. Ακόμα και η ονο­μα­σία της Εται­ρεί­ας δεν τους ήταν γνω­στή. Ήξε­ραν μο­νά­χα πως αυτή φρο­ντί­ζει για το γε­νι­κό καλό του έθνους και πως εκεί έμπαι­ναν «με­γά­λα πρό­σω­πα». Αυτή τη φήμη καλ­λιερ­γού­σαν για ευ­νό­η­τους λό­γους και οι ίδιοι οι κα­θο­δη­γη­τές της Εται­ρεί­ας. Οι «αδερ­φο­ποι­τοί» και οι «συ­στη­μέ­νοι» μπο­ρού­σαν να ξέ­ρουν μόνο εται­ρι­στές που ανή­καν στον ίδιο βαθμό όπως και αυτοί και τον»ιερέα» που τους ορ­γά­νω­σε. Φυ­σι­κά οι «ιε­ρείς» ήταν κα­λύ­τε­ρα πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νοι. Ο «ιε­ρέ­ας» δεν είχε το δι­καί­ω­μα να βρί­σκε­τε σε άμεση επι­κοι­νω­νία και σύν­δε­ση με την κα­θο­δή­γη­ση της Εται­ρεί­ας αλλά μόνο δια­μέ­σου του προ­σώ­που που τον είχε ορ­γα­νώ­σει. Οι γρα­πτές οδη­γί­ες από την κα­θο­δή­γη­ση της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας δεν είχαν ούτε υπο­γρα­φή, ούτε τόπο προ­ο­ρι­σμού αλλά το συν­θη­μα­τι­κό του «ιερέα» ή του «ποι­μέ­να» που η οδη­γία προ­ό­ρι­ζε να φτά­σει. Όλα τα μέλη της Εται­ρεί­ας ήταν υπο­χρε­ω­μέ­να να εκτε­λούν χωρίς αντίρ­ρη­ση της δια­τα­γές της «Αό­ρα­της Ανώ­τα­της Αρχής».




Η Επανάσταση του 1943

Η Επανάσταση του 1943

revolution in the world

ελευθερη εκφραση

Η λίστα ιστολογίων μου

προσωπικές ιστοσελίδες

τύπος

διαφορα

È