Επιμέλεια Αλέκος Χατζηκώστας //
Η Φιλική Εταιρεία (1814) υπήρξε μια από τις πολλές μυστικές επαναστατικές εταιρείες που παρουσιάστηκαν το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, όπως οι Καρμπονάροι, οι Δεκεμβριστές, οι «Καλοί Εξάδελφοι», τα μέλη του «Δεσμού της Αρετής». Πριν από τη Φιλική Εταιρία υπήρξαν άλλες ελληνικές μυστικές εταιρείες, όπως το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1809 . Άλλες εταιρείες ήταν η υπό βρετανικό έλεγχο «Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών» (1813), που σκοπό είχε την προστασία των αρχαιοτήτων και την οργάνωση σχολείου στην Αθήνα και το ρωσικό αντίβαρό της η «Εταιρεία των Φίλων των Μουσών» που ίδρυσε ο Καποδίστριας στη Βιέννη (1814), με σκοπό τη συλλογή χρημάτων για την ενίσχυση Ελλήνων που θα φοιτούσαν σε ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επίσης, το επιστημονικό σωματείο επιμόρφωσης «Ιονική Ακαδημία» που ίδρυσαν οι Αυτοκρατορικοί Γάλλοι (1808) στην Κέρκυρα και το βρετανικό αντίστοιχό του στη Ζάκυνθο (1811)
Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας επεξεργάστηκαν τη σύνθεση της και τον τρόπο της λειτουργίας της έχοντας την επίδραση του τρόπου λειτουργίας τόσο των «καρμπονάρων» όσο και των μασόνων.
Χρήσιμα στοιχεία δίνει το βιβλίο του σοβιετικού συγγραφέα Γ. Λ. ΑΡΣ με τίτλο: «Η μυστική οργάνωση «ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (έκδοση στα ελληνικά το 1966 από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο») ,στηριγμένο στα αρχεία της Οδησσού και το οποίο ήταν αρχικά έκδοση της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Με βάση κυρίως το βιβλίο αυτό, αλλά και χρησιμοποιώντας τη σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζουμε πλευρές της λειτουργίας και της μύησης στη Φιλική Εταιρεία.
Για την ενημερότητα και τη συμμετοχή στη δραστηριότητα της οργάνωσης, όλα τα μέλη χωρίζονταν σε εφτά βαθμούς, που είχαν ονόματα συνθηματικά και αυτά ήταν; 1. «Αδερφοποιτοί» ή «βλάμηδες». 2. «Συστημένοι». 3. «Ιερείς». 4. «Ποιμένες» . 5. «Αρχιποιμένες». 6. «Αφιερωμένοι». 7. «Αρχηγοί αφιερωμένων». Οι τρεις τελευταίοι βαθμοί μπήκαν ύστερα από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στα 1818.
Η στρατολογία στην Εταιρεία γινόταν με αυστηρά ατομικό σύστημα. Οι δύο κατώτατοι βαθμοί ήταν αρχικά βαθμοί για όλα της τα μέλη. Οι εντελώς αγράμματοι πατριώτες έμπαιναν στην Εταιρεία με το βαθμό του «αδερφοποιτού». (Αδελφοποιτός, προέρχεται από τον όρο «αδελφοποίηση», παραδοσιακή συνήθεια των Βαλκανίων)
Εκείνος που έμπαινε με το βαθμό αυτό, έπαιρνε από τον κατηχητή (κι αυτός μπορούσε να είναι μέλος της Εταιρείας στο βαθμό του «ιερέα’ τουλάχιστον) ένα άγραφο φύλλο χαρτί, με χαραγμένο πάνω ένα σταυρό και αμέσως κατόπιν πρόφερε τρεις φορές τα παρακάτω λόγια, που λέγονταν μικρός όρκος : «Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ».
Για βεβαίωση της ειλικρίνειας του όρκου που έδινε ο κατηχούμενος, έπρεπε ακόμα να ορκιστεί στο ευαγγέλιο μπροστά σε παπά. Ο κατηχητής έλεγε στον παπά (αν δεν ήταν μέλος της Εταιρείας) για την ορκωμοσία αυτής, πως ήθελε να βεβαιωθεί, αν ο άνθρωπος που του έφερε (δηλαδή ο στρατολογημένος) λέει την αλήθεια για κάποιο ζήτημα που αφορά σ’ αυτούς μονάχα.
Ο «ιερέας» γνωστοποιούσε και πάλι στον «αδερφοποιτό» που μπήκε στην Εταιρεία ,τα συνθηματικά σημάδια, που θα του χρησίμευαν ν’ αναγνωρίζει τους άλλους «αδερφοποιτός». Όταν ο «αδερφοποιτός» ήθελε να διαπιστώσει αν κι ο άλλος επίσης ανήκε στην Εταιρεία, έβαζε την αριστερή του παλάμη στη δεξιά κι έμοιαζε σα να έπλενε τα χέρια του. Ο δεύτερος ,αμέσως ύστερα απ’ αυτό έπρεπε να βάλει τα δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού στη χούφτα του αριστερού. Ο πρώτος κατόπιν, αν ήθελε να μιλήσει με τον δεύτερο πάνω σε ζητήματα που αφορούσαν την δραστηριότητα της Εταιρείας θα έπρεπε επίσης να βάλει τα δυό δάχτυλα του δεξιού χεριού του στη χούφτα του αριστερού και κατόπιν να πάρει στα χέρια του και τα δύο χέρια του συντρόφου του ρωτώντας ταυτόχρονα: «Έχεις κανένα τσιμπούκι;» Ο άλλος έπρεπε να απαντήσει: «Τσιμπούκι; Όχι. Έχω όμως τσαρούχι!» ύστερα απ’ αυτό οι δύο πατριώτες μπορούσαν να μιλάνε άφοβα για την Εταιρεία χωρίς όμως να αναφέρουν τα ονόματα των γνωστών σ’ αυτούς Εταιριστών του βαθμού τους και χωρίς να θίγουν τη δραστηριότητα του καθοδηγητικού κέντρου της Εταιρείας (ο περιορισμός αυτός έφτανε και ως τους εταίρους των πιο ψηλών βαθμών).
Οι γραμματισμένοι έμπαιναν στην Εταιρεία με το βαθμό του «συστημένου». Στην εισδοχή αυτή επαναλαμβανόταν η διαδικασία για την εισδοχή στο βαθμό του «αδερφοποιτού» όμως ακολουθούσαν και μερικές καινούργιες διατυπώσεις. Εκείνος που έμπαινε στην Εταιρεία απαντούσε σε 10 ερωτήματα που αφορούσαν τις απασχολήσεις του, την ιδιωτική του ζωή και τα σχέδια για το μέλλον. Αν οι απαντήσεις που έπαιρνε ο κατηχητής τον ικανοποιούσαν έδινε στο καινούργιο μέλος της Εταιρείας το ακόλουθο συστατικό γράμμα, υπογεγραμμένο με τη συνθηματική υπογραφή (Καθένα εταιριστής από τον»ιερέα» και επάνω είχε τα συνθηματικά αρχικά του. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας Θ. Τσακάλωφ, Ν. Σκουφάς και Μ. Ξάνθος είχαν αντίστοιχα τα αρχικά Α.Β, Α.Γ, Α.Δ): «Το συμπολεμιστή μου (όνομα και επώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος γέννησης) επαγγέλματος (επάγγελμα) συστήνω εις όλους τους φίλους μου ,ως πιστόν πατριώτη και τίμιον άνθρωπο»
Οι «συστημένοι» είχαν επίσης το δικό τους σύστημα συνθηματικών σημείων. Ο πρώτος ίσιαζε τα δάχτυλα και των δυό του χεριών, έσφιγγε το ένα με τ’ άλλο κι άρχιζε να τα «πλένει».Τότε ο δεύτερος έπιανε με το δεξί χέρι του το αυτί του και ύστερα το τραβούσε κατά τα δόντια. Αν ο πρώτος ήθελε να πει κάτι χτυπούσε με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού στο αριστερό, σφιγμένο σε γροθιά. Ύστερα απ’ αυτό οι δύο εταιριστές έδιναν τα χέρια και ο πρώτος έλεγε; «Είναι καιρός πολύς που το επιθυμούσα». «Και εγώ το ίδιο» απαντούσε ο δεύτερος. Τότε ο πρώτος συνέχιζε: «Λάμδα»,»Αλφα» έλεγε ο δεύτερος. «Νι» έλεγε ο πρώτος. «Ταυ» ο δεύτερος, «Ομικρον» ο πρώτος και «Νι» ο δεύτερος. Τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου που προφέρονταν με τέτοια διαδοχή, αποτελούσαν τη συνθηματική λέξη «Λάντον» (Στην νεοελληνική γλώσσα η λέξη αυτή δεν λέει τίποτε. Είναι πιθανόν πως την πήραν από την αγγλική λέξη Λονδίνο).
Από τους συστημένους στρατολογούσαν τους «ιερείς»,κρίκο πάρα πολύ σπουδαίο στη σύνθεσε της Φιλικής Εταιρείας. Οι «ιερείς» είχαν το δικαίωμα της πρόσληψης στο βαθμό του «αδερφοποιτού» και των «συστημένων» όπως επίσης και στο βαθμό των «ιερέων». Ο «συστημένος» που τον θεωρούσαν άξιο υποψήφιο για «ιερέα» υπόκειντο σε πραγματική ψυχολογική εξέταση. Τον ρωτούσαν επίμονα, αν θα μπορούσε να κρατήσει το μυστικό που θα του εμπιστευτούν, σε περίπτωση που θα τον έπιαναν οι εχθροί και θα τον βασάνιζαν. Ο κατηχητής έλεγε στον υποψήφιο πως αν μυηθεί στο μυστικό σκοπό της Εταιρείας , αυτό δεν θα είναι μονάχα επικίνδυνο για την δικιά του ζωή αλλά θα του επιβάλει την υποχρέωση να σκοτώσει και τον πιο στενό του συγγενή αν εκείνος αποδειχτεί προδότη. Στην κατήχηση αυτή πρόσθεταν ακόμα πως, αν ο υποψήφιος φοβάται ή δεν επιθυμεί να εκτεθεί σε κίνδυνο γιατί ίσως είναι δεσμευμένος με κάποιες άλλες υποχρεώσεις ,μπορεί ν’ αρνηθεί την ένταξη στους «ιερείς». Αν η εξέταση πιστοποιούσε πως ο υποψήφιος ήταν σταθερός και άφοβος, τον έπαιρναν στους ιερείς.
Η διαδικασία της εισδοχής δεν εξασφάλιζε μοναχά τη φύλαξη του μυστικού αλλά εξασκούσε και βαθιά επίδραση στη συγκίνηση του κατηχούμενου. Ο κατηχητής και ο κατηχούμενος πήγαιναν μαζί τη νύχτα σε κάποιο έμπιστο σπίτι. Η ιεροτελεστία γινόταν στο φως ενός μικρού κίτρινου κεριού, που κουβαλούσε μαζί του ο κατηχούμενος. Εκεί στο μισοσκόταδο ηχούσε ρυθμική και επίσημα η φωνή του κατηχητή: «Αν δεν αισθάνεσαι αρκετή δύναμη στον εαυτό του σου, μόνο ο θάνατος μπορεί να σε λυτρώσει. Ύστερα από λίγο κάθε μεταμέλεια σου θα είναι ασυγχώρητη».
«Όλα τα στοχάστηκα και στέργω» απαντούσε ο υποψήφιος «ιερέας». Τότε ο κατηχητής έπαιρνε το αναμμένο κερί και το έδινε στο αριστερό χέρι του κατηχούμενου, λέγοντας ταυτόχρονα: «Αυτό το κερί είναι ο μόνος μάρτυρας, που έχει η δύστυχη πατρίδα μας τη στιγμή που τα παιδιά της δίνουν τον όρκο για την απελευθέρωσή της». Ύστερα απ’ αυτό εκφωνούσε το κείμενο του μεγάλου όρκου που τον επαναλάμβανε ακολουθώντας και ο κατηχούμενος. Αυτός ήταν: «Ενώπιον του αληθινού Θεού, αυτοθελήτως ορκίζομαι, ότι θέλω είμαι πιστός εις την Εταιρίαν κατά πάντα και δια πάντα. Και δεν θέλει φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία της και τους λόγους της, μήτε θέλει δώσω να καταλάβουν ποτέ ότι εγώ ηξεύρω τίποτα περί αυτής κατ’ ουδένα τρόπον. Μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν μου, μήτε εις φίλον μου. Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβω εις καμίαν άλλην εταιρίαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανένα δεσμόν υποχρεωτικόν. Αλλά μάλιστα ότι δεσμόν ήθελεν έχω εις τον κόσμον, θέλω τον νομίζη πάντη αδιάφορον, ως προς την εταιρίαν και ως μηδενικόν. Ορκίζομαι ότι θέλει θρέφω εις την καρδίαν, αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράν- νων της πατρίδος μου, των οπαδών και ομοφρόνων τούτων. Θέλει ενεργώ παντή τρόπω προς βλάβην τους και όταν η περίστασις το συγχωρήση τον εξολοθρευμόν τους. Ορκίζομαι ότι θέλει υποτάσσομαι εις την αρχήν. Θέλει ενεργώ με όλην την ιερότητα και σέβας εις τας προσταγάς της. Και δεν θέλει απομακρύνομαι ποσώς από τους κανόνας της. Ορκίζομαι ότι θέλει επαγρυπνώ αόκνως δια την ασφάλειαν της εταιρίας και των μελών της. Θέλει προλαμβάνω με τον κίνδυνο της ζωής μου, κάθε επιβουλήν όπου ήθελε εννοήσω, ή γενικήν ή μερικήν. Θέλει γίνομαι συνεργός εις τον θάνατον ενός προδότου ή παραβάτου της εταιρίας και αν είναι ο πλησιέστερος των συγγενών μου. Ορκίζομαι ότι θέλει μεταχειρίζομαι ποτέ βίαν εις το να γνωρισθώ με συναδελφόν, αλλά θέλει προσέχω με την μεγαλυ- τέραν επιμέλειαν, δια να μη λανθασθώ και ύστερον ακολουθήση εναντίον τι! Ορκίζομαι ότι όπου θέλει εύρω συνάδελφον θέλει τον προστρέχω και βοηθήσω με όλην μου την δύναμιν και κατάστασιν. Θέλει προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπα- κοήν αν είναι μεγαλύτερός μου εις τον βαθμόν, ει και αυτός έτυχε να είναι πρότερον εχθρός μου. Τόσο περισσότερον θέλει τον αγαπήσω και συντρέξω, όσον η έχθρα μας ήτον μεγαλυτέρα… Ορκίζομαι ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν θέλει ωφεληθώ από τα μετρητά της εταιρίας, αλλά θέλει τα στοχάζομαι ως πράγμα ιερόν και ενέχειρον, ανήκον εις όλον το ταπεινόν και ταλαίπωρον έθνος μας, κα- θώς και τα λαμβανόμενα και στελλόμενα εσφραγισμένα γράμματα… Τέλος πάντων, ορκίζομαι εις σε, ω ιερά πλην τρισαθλία πατρίς μου. Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα σου, εις τα ίδιά μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερία των ομογενών μου, ότι αφιερώνομαι όλος εις Σε. Εις το εξής θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η Θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της δικαιοκρισίας της. Το όνομά μου ας είναι εις αποστροφήν και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου,αν ίσως λη- σμονήσω εις μίαν στιγμή τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος, ο θάνατος ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρίας με την συμμετοχήν μου».
Ύστερα απ’ αυτά το κερί σβηνόταν. Ο δόκιμος έπαιρνε μαζί και το φύλαγε προσεκτικά σα μάρτυρα του όρκου που έδωσε. Τις τρεις επόμενες μέρες ο καινούργιος «ιερέας» μάθαινε το «επάγγελμά» του. Μάθαινε τα συνθηματικά σημεία για την αναγνώριση των «αδερφοποιτών»,των «συστημένων» και των άλλων «ιερέων».
Ο «ιερέας» που ήθελε να εξακριβώσει αν ο συνομιλητής του είναι και εκείνος «ιερέας» προέβαινε με τον ακόλουθο τρόπο: Έσφιγγε το δεξί του χέρι στο αριστερό μέρος του στήθους, πάνω στην καρδιά και το αριστερό του στο δεξί του μέρος. Την ίδια ώρα ο δεύτερος έπρεπε να σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και να τα’ αποτραβήξει αμέσως. Αν ήταν ανάγκη να μιλήσουν για υποθέσεις της Εταιρείας ,τότε ο ένας άρχιζε να ξύνει την παλάμη του και ύστερα έπιανε ο ένας τα χέρια του άλλου, έτσι που τα δάχτυλα του ενός να βρεθούν στο σφυγμό του άλλου. Και ακολουθούσε ο συνθηματικός διάλογος: «Πόσα έχεις;» «Όσα έχεις». «Πόσα;» , «Δεκαέξι των Φιλικών» . «Τίποτε περισσότερο;» «Όχι». «Ειπέ το πρώτο να ειπώ το δεύτερο».Σε συνέχεια έλεγε διαδοχικά με τη σειρά του ο καθένας τα ονόματα των γραμμάτων που αποτελούσαν τη συνθηματική λέξη «Χακικί».
Στην πορεία της εκπαίδευσης ο «ιερέας» έπρεπε να αποστηθίσει το ειδικό αλφάβητο που χρησιμοποιούσαν οι εταιριστές για τη διεξαγωγή της αλληλογραφίας πάνω στη δουλειά τους. Αυτό αποτελούνταν από 22 σύμβολα που τα έβαζαν εναλλάξ στα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και των αραβικών αριθμών. Καθένα σύμβολο συμβόλιζε κάποιο από τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου (ο αριθμός 8 π.χ συμβολίζει το γράμμα Ο και το γράμμα Δ συμβόλιζε το γράμμα Χ) Είχαν ακόμα και συμβολικές σημασίες για τα πιο εύχρηστα ονόματα και όρους. Έτσι το μεγάλο καράβι το ονόμαζαν «ελέφαντα»,τον σουλτάνο «απαθή», του Τούρκους «Μέτοικους»,τους Έλληνες «πρόθυμους»,του Αρβανίτες «συμπέθερους» κ.α.
Η Εταιρεία χρησιμοποιούσε τις μέρες της «εκπαίδευσης» και για την παραπέρα πιο βαθειά σπουδή των ιδιοτήτων και των δοσμένων του «ιερέα». Αυτός έπρεπε να απαντήσει στα ακόλουθα έξι ερωτήματα: 1. Εκτέθηκε μήπως ο ίδιος ή κανένας από τους συγγενείς ή φίλους σε δίωξη από μέρους των τουρκικών αρχών ή από άλλον κανένα και για ποιο λόγο; 2. Βρίσκεται μήπως κάποιος από τους φίλους του ή από τους συγγενείς του στη φυλακή και για ποια αιτία; 3. Μήπως οι αρχές ή άλλος κανένας έχει σκοτώσει κάποιον από τους συγγενείς του και γιατί; 4. Του ακολούθησε μήπως κάτι το μεγάλο στη ζωή του; 5. Του είναι γνωστό μήπως κάποιο πολιτικό μυστικό κάποια ακοινολόγητη εφεύρεση ή κάποιο μεγάλο απόκρυφο; Πώς το έμαθε; Το ξέρουν άλλοι; Ποιοι είναι αυτοί που το ξέρουν; Έχει τις αναγκαίες αποδείξεις; Και ποιο είναι αυτό το μυστικό; 6. Έχει κανένα μεγάλο προτέρημα κρυφό η φανερωμένο και μήπως κατέχει κάποια ξεχωριστή επιτηδειότητα;
Ο δεκτός στην Εταιρεία ήταν επίσης υποχρεωμένος να συνεισφέρει για τις ανάγκες της ένα χρηματικό ποσό, ανάλογα με τις δυνατότητες του. Μαζί μετα χρήματα κατέθετε κι ένα γράμμα με πληροφορίες για την ηλικία του, τον τόπο διαμονής και το μέρος που έγινε η πρόσληψή του στο βαθμό του «ιερέα».Στο γράμμα που το έστελνε στο όνομα ενός οποιουδήποτε προσώπου σε κάποια μακρινή όλη έλεγε πως ο αποστολέας προορίζει τα χρήματα για ένα σχολείο που ιδρύθηκε πριν από λίγο καιρό, για ένα μοναστήρι για την αγορά και την έκδοση βιβλίων ή για άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στη συνθηματική γλώσσα των εταιριστών τα γράμματα αυτά λέγονταν «αφιερωτικά».Ο κατηχητής έβαζε στη γωνία του γράμματος τα συνθηματικά αρχικά του, όπως επίσης και το αρχικό που έπαιρνε ο καινούργιος «ιερέας». Έτσι ένα τέτοιο γράμμα και αν ακόμη έπεφτε σε ξένα χέρια δεν μπορούσε να προξενήσει ζημιά.
Στον καινούργιο «ιερέα» έδιναν ένα εφοδιαστικό γράμμα – «δίπλωμα» ή όπως το έλεγαν συνθηματικά –«γράμμα υπεροχής». Το δίπλωμα ήταν κρυπτογραφημένο με βάση το αλφάβητο της εταιρείας. Παίρνοντας αυτό το δίπλωμα (εφοδιαστικό) ο ξανακατηχημένος γινόταν πληρεξούσιος «ιερέας» με όλα τα δικαιώματα και μπορούσε να προβαίνει στη στρατολογία καινούργιων μελών.
Οι άλλοι βαθμοί ύστερα από τον βαθμό του «ιερέα» δίνονταν άμεσα από την καθοδηγητική επιτροπή της Φιλικής Εταιρείας για ξεχωριστές αρετές και ικανότητες και ήταν περιορισμένοι.
Ο τέταρτος βαθμός, των Ποιμένων παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον τρίτο, τόσο στα απαιτούμενα προσόντα όσο και στο τελετουργικό της μύησης. Όπως και οι Αρχιποιμένες, δηλαδή τα μέλη του αμέσως ανωτέρου βαθμού, τον οποίο αναφέρει μόνο ο Φιλήμων, ο βαθμός των ποιμένων δε φαίνεται να έχει μέλη. Όταν στα 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε την ηγεσία της Εταιρείας, δημιούργησε άλλους δυο βαθμούς, των Αφιερωμένων και των Αρ χηγών των Αφιερωμένων. Μέλη αυτών των βαθμών προορίζονταν να αποτελέσουν το στρατιωτικό τομέα της Εταιρείας. Πάνω από όλους τους βαθμούς της Εταιρείας βρισκόταν η Ανωτάτη Αρχή.
Η συνωμοτικότητα διαπερνούσε τη Φιλική Εταιρεία από την βάση ως την κορυφή. Οι κατώτεροι βαθμοί- οι «αδερφοποιτοί» και οι «συστημένοι» πολύ λίγα πράγματα ήξεραν για τη σύνθεση της οργάνωσης και τους σκοπούς της. Ακόμα και η ονομασία της Εταιρείας δεν τους ήταν γνωστή. Ήξεραν μονάχα πως αυτή φροντίζει για το γενικό καλό του έθνους και πως εκεί έμπαιναν «μεγάλα πρόσωπα». Αυτή τη φήμη καλλιεργούσαν για ευνόητους λόγους και οι ίδιοι οι καθοδηγητές της Εταιρείας. Οι «αδερφοποιτοί» και οι «συστημένοι» μπορούσαν να ξέρουν μόνο εταιριστές που ανήκαν στον ίδιο βαθμό όπως και αυτοί και τον»ιερέα» που τους οργάνωσε. Φυσικά οι «ιερείς» ήταν καλύτερα πληροφορημένοι. Ο «ιερέας» δεν είχε το δικαίωμα να βρίσκετε σε άμεση επικοινωνία και σύνδεση με την καθοδήγηση της Εταιρείας αλλά μόνο διαμέσου του προσώπου που τον είχε οργανώσει. Οι γραπτές οδηγίες από την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας δεν είχαν ούτε υπογραφή, ούτε τόπο προορισμού αλλά το συνθηματικό του «ιερέα» ή του «ποιμένα» που η οδηγία προόριζε να φτάσει. Όλα τα μέλη της Εταιρείας ήταν υποχρεωμένα να εκτελούν χωρίς αντίρρηση της διαταγές της «Αόρατης Ανώτατης Αρχής».