«Διαφωνώ με αυτά που λες αλλά θα δώσω και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου για να έχεις την ελευθερία να τα λες», είπε ο Βολτέρος. Και ο Λένιν πρόσθεσε: «Οι ιδέες είναι σαν τα καρφιά: όσο τα χτυπάς, τόσο βαθύτερα μπήγονται». Με άλλα λόγια, δημοκρατία δεν έχουμε όταν κυβερνά η πλειοψηφία αλλά όταν η πλειοψηφία σέβεται τις θέσεις της μειοψηφίας. Η οποία πλειοψηφία δεν είναι απαραίτητο να έχει την απόλυτα σωστή άποψη. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, ο καθολικισμός θα ήταν πιο ορθός από την ορθοδοξία και ο μωαμεθανισμός από τον χριστιανισμό.
Μέσα στον ορυμαγδό για το ξύλο που έριξε ο ναζί στην κυρία του ΚΚΕ, εκείνο που μοιάζει πιο «πολιτικά ορθό», είναι το εμπάργκο που κήρυξε ο Μιχαλολιάκος στα ΜΜΕ! Στα μάτια του ακροατηρίου του, οι ναζί είναι οι κατατρεγμένοι, αυτοί που υπερασπίζονται τον λαό και έχουν απέναντί τους το σύστημα. Πολύ περισσότερο που κανένας από τους πολιτικούς δεν ασχολήθηκε με την απαγωγή του 15χρονου ή τη σύλληψη του 23χρονου που σκότωσε τον διαρρήκτη, ο οποίος έλαχε να είναι και Αλβανός. Όλοι τους για τα όσα συνέβησαν στο στούντιο του ΑΝΤ1 ολοφύρονται.
Ο Μουσολίνι με χρήματα βιομηχάνων και τραπεζιτών δημιούργησε (29 Μαρτίου 1919) την οργάνωση Φάσιο (από τη λατινική λέξη fasces που σημαίνει δέσμη ραβδιών, σύμβολο της τιμωρού εξουσίας στην αρχαία Ρώμη) από όπου προέκυψε ο όρος φασισμός. Στο ξεκίνημά του διακήρυξε ότι θα θέσπιζε τη «συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση των επιχειρήσεων» και θα «φορολογούσε βαριά τους εκπροσώπους του κεφαλαίου»! Ως το 1922, ελάχιστους βουλευτές κατόρθωνε να εκλέξει. Τα οικονομικά της Ιταλίας δεν ήταν καλύτερα από των άλλων ευρωπαϊκών κρατών μετά τον πόλεμο. Την 1η Αυγούστου 1922, γενική απεργία παράλυσε τα πάντα στη χώρα. Τα μέλη της Φάσιο ανέλαβαν δράση: Σαράντα χιλιάδες μελανοχίτωνες φασίστες έπεσαν πάνω στους απεργούς και τους τσάκισαν. Στις 29 Οκτωβρίου, ξεκίνησε από τη Νάπολη την «πορεία προς τη Ρώμη», επικεφαλής των 40.000 μελανοχιτώνων του, ενώ ο βασιλιάς (Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’), του ανέθετε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η φασιστική δικτατορία δεν επιβλήθηκε, επειδή τον ήθελε ο λαός, αλλά φορέθηκε από τα πάνω, όπως οι εδώ της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου.
Αντίθετα με αυτόν, ο Χίτλερ επένδυσε στον ρεβανσισμό ενάντια στη συνθήκη των Βερσαλλιών, το «μνημόνιο» που υπέστησαν οι Γερμανοί μετά την ήττα τους στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν παρέδωσαν στους νικητές εδάφη, βιομηχανίες, εμπορικό στόλο, ακόμα και κοπάδια ζώων. Βρέθηκε επικεφαλής ενός γκρουπούσκουλου με την υποστήριξη ενός στρατηγού που ήταν ήδη βουλευτής. Στα 1928, βάφτισε την ομάδα Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα (Nazional Sozialistische και, για συντομία, Nazi). Η αύξηση της επιρροής των κομμουνιστών έπεισε τους μεγιστάνες της βιομηχανίας (Κρουπ, Τίσιν, Ρέχλιν, Ζίμενς κ.λπ.) να τον χρηματοδοτήσουν γενναία. Στα 1930, όταν έφτασαν στη χώρα οι παρενέργειες από το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (Οκτώβριος 1929), οι άνεργοι στη Γερμανία αριθμούσαν 4.000.000 και η χιτλερική προπαγάνδα εξασφάλισε 107 ναζιστές στη Βουλή. Τρία χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ διακήρυσσε: «Όταν θα αναλάβω τη Γερμανία θα δώσω τέλος στην υποτέλεια προς τους ξένους και το μπολσεβικισμό στη χώρα μας». Έγινε δικτάτορας με την προώθηση των βιομηχάνων και την ψήφο του λαού.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Μ. Duverger εξήγησε ότι ο ρατσισμός έγινε βίωμα και ανάγκη των οικονομικά ασθενέστερων και κοινωνικά προβληματικών ομάδων. Στην Αμερική ειδικά, ρατσιστές είναι κάποιοι λευκοί που προέρχονται από φτωχές ή προβληματικές οικογένειες, μη επιτυχημένοι κοινωνικά, που «ανακαλύπτουν» στους μαύρους ένα πληθυσμό «υποδεέστερό» τους: Ανθρώπους που είναι «ακόμα πιο κάτω από τους ίδιους». Κι αυτό σημαίνει ότι ναι μεν οι ίδιοι καταπιέζονται και είναι αποτυχημένοι αλλά «υπάρχουν και χειρότερα». Που, αν δεν υπήρχαν, θα τους υποβίβαζαν αυτόματα στην τάξη των «τελευταίων τροχών της αμάξης».
Συνέπεια όλων αυτών είναι ο ρατσισμός να συμβαδίζει με την αμορφωσιά, την ανέχεια, τον απειλούμενο ή υπαρκτό κοινωνικό αποκλεισμό και το περιθώριο. Με τους πολιτικούς να επενδύουν σ’ αυτόν όλα τα ψηφοθηρικά οφέλη και να τον μετουσιώνουν σε ξενοφοβία, εθνικισμό και υποδαύλιση των «εθνικών» ή «φυλετικών» προτερημάτων εκείνων, από τους οποίους ζητούν να τους εμπιστευτούν την εξουσία. Και με τα ΜΜΕ να αναζητούν τα δικά τους οφέλη από την καλλιέργεια του φυλετικού μίσους. Ή από το στήσιμο ρινγκ.
Όσοι θέλουν να λέγονται δημοκράτες, έχουν υποχρέωση να αφήσουν επιτρέψουν στους νεοναζί να λένε τις απόψεις τους. Και να μην τους παραχωρούν το δικαίωμα να παριστάνουν τους κατατρεγμένους που αναγκάζονται να «κηρύξουν εμπάργκο». Κι αν δεν θέλουν να τους βλέπουν στη Βουλή, ας φροντίσουν για την ασφάλεια του κόσμου, για το σταμάτημα της λεηλασίας των εισοδημάτων και για την κατάσχεση της περιουσίας και την φυλάκιση μερικών έστω από τους αληθινούς φοροφυγάδες.
Ο Κάρολος Μπρούσαλης είναι δημοσιογράφοςένα άρθρο των πρωταγωνιστών