Λιτότητα για πάντα
Η συζήτηση για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός καλείται να απαντήσει στο εκβιαστικό δίλημμα που θέτει η ελληνική ελίτ, οι πολιτικοί της διαχειριστές και τα ΜΜΕ: ναι ή όχι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας, ναι ή όχι στο ευρώ. Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να κερδίζει έδαφος η άποψη που λέει πως αυτό το δίλημμα είναι αποτέλεσμα των πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη. Η εκλογή Ολάντ μάλιστα δημιούργησε σοβαρές ελπίδες στους υποστηρικτές μιας ενδιάμεσης λύσης (ακύρωση των μέτρων λιτότητας με παραμονή στο ευρώ). Για να αξιολογήσουμε το κατά πόσον αυτές οι ελπίδες είναι βάσιμες πρέπει να εξετάσουμε τις εξελίξεις στο επίπεδο της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτό το τοπίο θα κληθεί να λειτουργήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση σχηματιστεί μετά τις εκλογές στις 17 Ιουνίου, στο βαθμό που δεν θα υιοθετήσει πολιτική ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
του Δημήτρη Παυλόπουλου*
Τα τελευταία δύο χρόνια, μια σειρά από νέες συνθήκες αλλάζουν σημαντικά τον χαρακτήρα της ΕΕ και της ευρωζώνης. Το Ευρωσύμφωνο (Europact), o Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Pact) έρχονται να επιβάλλουν νέους κανόνες και να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (με πυρήνα την Ευρωζώνη) σε μια ένωση με σκληρή δημοσιονομική πολιτική, σε ένα πανίσχυρο και μη ελεγχόμενο κέντρο λήψης πολιτικών αποφάσεων, με κανένα περιθώριο αναδιανομής κεφαλαίων είτε προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων είτε προς ενίσχυση των χωρών που βρίσκονται σε οικονομική ύφεση.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η φιλοσοφία όλων των παραπάνω συμφωνιών και συνθηκών είναι η επιβολή και διαιώνιση των πολιτικών λιτότητας. Εκτός από την επιβεβαίωση και σκλήρυνση του ορίου του 3% στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και του 60% του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ που προβλέπονται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, οι συνθήκες αυτές έρχονται να επιβάλλουν νέους κανόνες: το πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νέος κανόνας που εισάγει το Χρηματοπιστωτικό Σύμφωνο, ο κανόνας του «δομικού» δημοσιονομικού ελλείμματος. Το δομικό έλλειμμα ορίζεται ως το συνολικό έλλειμμα μείον του ελλείμματος λόγω απρόβλεπτων διακυμάνσεων της οικονομίας και του ελλείμματος που προκύπτει από προσωρινές δαπάνες της κυβέρνησης. Σύμφωνα με το Χρηματοπιστωτικό Σύμφωνο, το δομικό έλλειμμα δεν πρέπει να ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό το όριο γίνεται σαφές από το παράδειγμα του Βελγίου που έχει συνολικό έλλειμμα 4,6%. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δομικό έλλειμμα αγγίζει το 4%. Για να πληρεί το Βέλγιο τον κανόνα του 0,5%, το συνολικό έλλειμα θα πρέπει να μειωθεί στο 1,1% και όχι «απλά» στο 3% που ορίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η επιβολή των νέων σκληρών δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ έχει στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας του ευρώ που επιθυμούν διακαώς τα δυναμικά τμήματα του εξαγωγικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά, το κόστος είναι τεράστιο για τους λαούς: η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία μεταφράζεται σε δραματικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος, στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση. Επίσης, οι αυστηροί και ανελαστικοί δημοσιονομικοί κανόνες στερούν τη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης πολιτικών στήριξης της οικονομίας σε περιόδους κρίσεων. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η μόνιμη όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και ο μακροχρόνιος μαρασμός της οικονομικής δραστηριότητας στο εσωτερικό των χωρών.
Η πρόσδεση σε αυτούς τους μηχανισμούς δεν είναι ζήτημα περιστασιακής πολιτικής συμφωνίας. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει βραβείο δημοκρατικής λειτουργίας, οι συνθήκες αυτές τη μετατρέπουν σε μια ένωση με πολύ ισχυρές και απολυταρχικές δομές λήψης πολιτικών αποφάσεων στα κρίσιμα ζητήματα. Η επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων δεν επαφίεται πλέον στην ευχέρεια των κρατών-μελών αλλά ... στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όταν θεωρεί ότι ένα άλλο κράτος-μέλος παραβαίνει το σύμφωνο. Η Κομισιόν έχει και αυτή δικαίωμα προσφυγής όταν θεωρεί πως ένα κράτος-μέλος δεν ακολουθεί τις «οδηγίες» της για την επίτευξη των στόχων του συμφώνου. Τα πρόστιμα για τα κράτη-παραβάτες ανέρχονται στο 0,2-0,5% του ΑΕΠ τους. Πολλές φορές μάλιστα η ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων είναι τόσο σχετική που ένα διορισμένο όργανο σαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να το αξιοποιεί όπως θέλει ενάντια σε χώρες ή κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Δανία: το δομικό έλλειμμα του προϋπολογισμού της για το 2011 υπολογίστηκε σε 1% από το υπουργείο Οικονομικών της χώρας. Όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποίησε τη δική της μέθοδο και το καθόρισε στο 3%! Μπορεί κάποιος να φανταστεί πόσο δραματικές θα είναι οι συνέπειες αυτής της «απόκλισης» για τους Δανούς εργαζόμενους...
Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) των τραπεζών
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο λεγόμενο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το ESM που προβλέπεται να αντικαταστήσει το EFSF, το ερχόμενο καλοκαίρι. Το ESM θα εφοδιαστεί με κεφάλαια και εγγυήσεις ύψους 700 δις ευρώ και φαινομενικός του στόχος είναι η παροχή κεφαλαίων σε κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα. Όπως φάνηκε από την περίπτωση του «πακέτου σωτηρίας» της Ελλάδας, η κεφαλαιακή ενίσχυση δεν έχει καμιά σχέση με την επένδυση κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία των χωρών με δημοσιονομικά προβλήματα. Αντίθετα αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους σε χώρες που απειλούνται άμεσα ή μεσοπρόθεσμα με χρεοκοπία. Η χρηματοδότηση του ESM θα προέρχεται υποχρεωτικά από τους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και προαιρετικά από αυτούς των υπολοίπων κρατών-μελών της Ε.Ε. Με λίγα λόγια με το ESM θεσμοθετείται αυτό που δοκιμάστηκε στην περίπτωση της Ελλάδας. Με την ολοκλήρωση του περιβόητου PSI, τα δύο τρίτα περίπου του Ελληνικού δημόσιου χρέους μεταφέρθηκαν από χέρια ιδιωτών δανειστών (βλ. κυρίως τράπεζες) στα χέρια των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ή αλλιώς στους ώμους των βορειοευρωπαίων εργαζομένων. Με αυτό τον τρόπο, το ESM γίνεται ένας πανίσχυρος μηχανισμός προστασίας του τραπεζικού συστήματος αλλά και πανευρωπαϊκής αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των τραπεζών.
Οι κανόνες λειτουργίας του ESM δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Το ESM θα είναι ένας αυτονομημένος μηχανισμός που θα συνεργάζεται στη λήψη αποφάσεων με την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. θα απολαμβάνει την απόλυτη οικονομική, πολιτική και νομική ασυλία, ενώ καμία κυβερνητική ή δικαστική εξουσία δε θα μπορεί να παρέμβει ενάντια στις αποφάσεις και τους ανθρώπους του. Θα αντλεί κεφάλαια από τα κράτη-μέλη με απλή απόφαση της διοίκησής του, κάθε κράτος θα έχει περιθώριο εφτά ημερών για να μεταφέρει το κεφάλαιο που ζητείται από το ESM.
Δ.Π.
ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΟΜΙΣΙΟΝ: ΜΕΙΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πια σταματήσει να τηρεί τα προσχήματα των στόχων της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας της απασχόλησης. Οι πολιτικές λιτότητας που ακολουθούνται στα κράτη-μέλη οδηγούν συνειδητά στη δραματική αύξηση της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Αυτό δεν είναι μια «απλή» νεοφιλελεύθερη εκτροπή. Η ευρωπαϊκή συμφωνία για τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες» οριοθετεί ακόμη και την αναλογία μισθών παραγωγικότητας. Το όριο ορίζεται αυτοβούλως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία μπορεί να επιβάλλει πολιτικές σε χώρες και κυβερνήσεις που ακολουθούν μη επιθυμητή κατεύθυνση. Με βάση αυτή τη συμφωνία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε πρόσφατα από οκτώ κράτη-μέλη της Ε.Ε. να προχωρήσουν σε μειώσεις μισθών. Η Ελλάδα ήταν ανάμεσα σε αυτές ...
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΕΡΔΩΝ ΚΑΙ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Στη νέα πραγματικότητα της Ε.Ε. της απόλυτης δημοσιονομικής πειθαρχίας, η απασχόληση απορρυθμίζεται και οι μισθοί μειώνονται με το πρόσχημα της «ανάπτυξης». Το τελευταίο διάστημα πολλοί – ακόμη και νεοφιλελεύθεροι – αναλυτές υπογραμμίζουν την ανάγκη υιοθέτησης αναπτυξιακών πολιτικών που θα συμβαδίζουν με τα περιοριστικά μέτρα. Αυτή η αντίληψη φαίνεται να υιοθετείται ακόμα και από τη «σκληρή» πολιτική ηγεσία της Γερμανίας. Όμως, για αυτούς «ανάπτυξη» δε σημαίνει υιοθέτηση Κεϋνσιανών πολιτικών στήριξης της οικονομίας. Τέτοιες πολιτικές όχι μόνο είναι μακριά από τις τρέχουσες πολιτικές επιλογές του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του, αλλά έρχονται σε σύγκρουση με τη δομή και τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, «ανάπτυξη» για αυτούς σημαίνει υιοθέτηση έμμεσων αναπτυξιακών μέτρων, δηλαδή μέτρων απορρύθμισης και μείωσης του κόστους της εργασίας. Με άλλα λόγια σημαίνει απελευθέρωση των απολύσεων, απελευθέρωση της ευέλικτης απασχόλησης, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των μισθών και περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας. Φυσικά κάθε σοβαρός οικονομολόγος αλλά και κάθε πολίτης με μνήμη γνωρίζει καλά ότι αυτές οι πολιτικές αυξάνουν το κέρδος των εργοδοτών αλλά ανάπτυξη δεν φέρνουν. Παρόλα αυτά, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ καλούνται να τις επιβάλλουν.
* Eπίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο VU του Άμστερνταμ