Άρθρο του Τσε Γκεβάρα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “El Cubano Libre” (Ο Ελεύθερος Κουβανός), τεύχος 3, Ιανουάριος 1958.Ο πρώτος χρόνος του αγώνα μας στην Σιέρα Μαέστρα έχει πλέον ολοκληρωθεί. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος. Την τρίτη ημέρα μετά την άφιξη μας στην Κούβα στις 2 Δεκεμβρίου 1956, το στράτευμα μας των 82 ανταρτών ήταν διάσπαρτο και σχεδόν εξαφανισμένο σε ένα μέρος που είναι γνωστό ως “Alegria” (χαρά). [1]Πικρές ημέρες διασκορπισμού (των αντάρτικων δυνάμεων) ακολούθησαν. Οι ηττημένοι αντάρτες – πεινασμένοι, διψασμένοι, αποθαρρυμένοι, σε μικρές ομάδες – περιπλανιόταν άσκοπα στο δάσος. Κάποιοι έχασαν την πίστη τους και παράτησαν τα όπλα τους. Στη συνέχεια ήρθε ο θάνατος στα χέρια των δολοφόνων του στρατού, όσο ο Λορέν και άλλα τσακάλια ικανοποιούσαν τη δίψα τους για αίμα, και σπουδαίοι σύντροφοι έπεσαν θύματα. Οι Αντόνιο Λόπες, Χουάν Μιγκέλ Μάρκες, Χοσέ Σμιθ και Κανδίδο Γκονζάλες ήταν μεταξύ των δολοφονηθέντων.
Οι μέρες πέρασαν και τελικά οι διάσπαρτοι μαχητές ξανάσμιξαν: δεκαπέντε καλά οπλισμένοι άνδρες με ακόμη λιγότερα πυρομαχικά. Αυτό που τους κράταγε όρθιους ήταν ένα κοινό ιδεώδες: η Κούβα. Και κινητήριος δύναμη τους η πίστη που μπορούσε να κινήσει βουνά: αυτή του Φιντέλ. Λίγες φορές μπορεί να ειπωθεί με ειλικρίνεια ότι ένας άνθρωπος ήταν ο δημιουργός μιας επανάστασης. Ο Μαρτί [2] διακήρυξε ότι όσοι προπορεύονται στην ηγεσία έχουν την υποχρέωση να βλέπουν μακρύτερα. Ο Φιντέλ ηγήθηκε στην κεφαλή μιας μικρής μονάδας ανταρτών, και είδε αυτό που κανείς δεν τόλμησε να δει – κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών από την ήττα είδε τη νίκη, και υπέροχη πίστη του στη δύναμη των ανθρώπων που ένωσε και ενέπνευσε όλους.
Αργότερα ήρθαν οι νίκες στο La Plata και Πάλμα Μόκα. Στη συνέχεια ένας προδότης που μας σύστησε ο Κασίγιας μας έφερε στα σαγόνια του τσακαλιού τρεις φορές. Η χειρότερη περίοδος τελικά πέρασε, και εξαλείψαμε τον εσωτερικό μας εχθρό. Αργότερα, όταν ο κόσμος μας είχε για νεκρούς, η συνέντευξη με τονΜάθιους έθεσε τέλος στο ερώτημα της εξαφάνισης μας [3]. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η συνεσταλμένη φάση της επανάστασης έφτασε εις πέρας.
Μέχρι τότε βλέπαμε σε κάθε αγρότη έναν πιθανό πληροφοριοδότη. Βλέπαμε σε κάθε αγροτική καλύβα μια πιθανή απειλή για την ασφάλειά μας. Φάγαμε βραστά ή Malanga Yucca, συχνά χωρίς αλάτι ή λαρδί. Δεν είχαμε καταλάβει ακόμη την τεράστια δυνατότητα του αγώνα της κουβανικής αγροτιάς. Σε απάντηση στις απειλές, την κακομεταχείριση, στο κάψιμο των σπιτιών τους, και τις δολοφονίες, απάντησαν με την υποστήριξη του σε μας, με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, δίνοντας μας τα παιδιά τους ως πολεμιστές και οδηγούς, και μας επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουμε τα σπίτια τους, όλα ως συμβολή στον σκοπό (της επανάστασης).
Κατόπιν ήρθε η μάχη της Uvero, όπου πετύχαμε μια μεγάλη, αν και επώδυνη, νίκη που μας κόστισε επτά ζωές συντρόφων μας. Η επακόλουθη αναγκαστική εκκένωση των αγροτικών περιοχών από την κυβέρνηση ήταν η αφορμή για χιλιάδες εγκλήματα, ληστείες, και καταχρήσεις εναντίον τους. Και πάλι οι αγρότες ανταποκρίθηκαν με ανανεωμένη στήριξη προς το Κίνημα της 26ης Ιουλίου και τους στόχους του.
Η δίκαιη συμπεριφορά μας απέναντι στην αγροτιά – σεβόμενοι την περιουσία τους, πληρώνοντας για ό,τι καταναλώναμε, φροντίζοντας τους αρρώστους, βοηθώντας εκείνους που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη – ήταν στο αντίθετο άκρο της κτηνώδους πολιτικής της κυβέρνησης. Σε αυτό το σημείο ο συσχετισμός δυνάμεων στη Σιέρα Μαέστρα άρχισε να μετατοπίζεται σε μεγάλο βαθμό υπέρ μας. Διαμορφώθηκαν τέσσερις πολύ καλές ταξιαρχίες, οι Εστράδα Πάλμα και Bueycito δέχτηκαν επίθεση και ο εχθρός αναγκάστηκε να παραμείνει σε αμυντική στάση και ο στρατός τους αποδεκατίστηκε όταν προσπάθησε να διασχίσει τα βουνά.
Τώρα το Κίνημα πρότεινε να εμποδιστεί η συγκομιδή ζάχαρης όσο ο Μπατίστα είναι στην εξουσία. Σκοπεύουμε να τον ανατρέψουμε: μέσω της οικονομικής πίεσης που προκαλείται από την απώλεια της συγκομιδής ζάχαρης, κύρια πηγή του εισοδήματος της κυβέρνησης του. Με την επαναστατική γενική απεργία η οποία θα γίνει την κατάλληλη στιγμή και μέσω της πίεσης των ταξιαρχιών μας, που θα αποκρούσουν κάθε προσπάθεια του εχθρού να εισέλθει στα βουνά, ενώ ετοιμαζόμαστε να μεταφέρουμε το κέντρο της μάχης κάτω στον κάμπο, μια για πάντα. Τώρα που ο θρίαμβος μας είναι ξεκάθαρος, οι παλαιοί πολιτικοί, ζώντας άνετα στην εξορία, προσπάθησαν να κάνει μια συμφωνία στην οποία περιελάμβαναν το όνομά μας. [4] Όχι μόνο δεν μας συμβουλεύτηκαν, αλλά μας μποϊκοτάρησαν σε μια σαφή προσπάθεια να επιστρέψουν στον (πολιτικό) βάλτο που υπήρχε πριν από το Μάρτιο του 1952.
Αλλά το αίμα των ανθρώπων δεν έχει χυθεί μάταια. Κάθε ένας και κάθε μία των νεκρών μας, σε αυτά τα πέντε χρόνια της δικτατορίας αποτελεί επίσημη δέσμευση μας να προωιήσουμε την επανάσταση μαςαπό την απλή αποπομπή του Μπατίστα – όσο είναι αναγκαίο ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα στο παλιό status quo. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αγωνιζόμαστε. Και τα τελευταία εγκλήματα που σύρουν τον στρατό στο χαμηλότερο σκαλί της βαρβαρότητας, ούτε η προδοσία των ψευδοαντιπολιτευτευόμενων πολιτικών ομάδων, θα μας κάνει να αλλάξουμε τη στάση μας.
Σημειώσεις:
[1] Στις 2 Δεκεμβρίου 1956, 82 αντάρτες έφτασαν στην ακτή Λας Κολοράδας στην επαρχία Οριέντε, αποβιβαζόμενοι απ’ το “Γκράνμα”. Τρείς ημέρες αργότερα οι αντάρτες μαχητές του Φιντέλ δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση απ’ το στρατό του Μπατίστα στο Αλέγκρια δελ Πίο και διασκορπίστηκαν. Οι μισοί εξ αυτών δολοφονήθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
[2] Ο εθνικός ήρωας της Κούβας, ο Χοσέ Μαρτί (1853-1895) ήταν αξιοσημείωτος ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ίδρυσε το 1892 το Κουβανικό Επαναστατικό Κόμμα (Cuban Revolutionary Party) προκειμένου να πολεμήσει την ισπανική αποικιοκρατία και να αντιπαλέψει τα αμερικανικά σχέδια στην Κούβα.
[3] Ο δημοσιογράφος-ανταποκριτής των New York Times, Χέρμπερτ Μάθιους (1900-1977) ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που πήρε συνέντευξη και φωτογραφήθηκε με τον Φιντέλ Κάστρο στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα, στις 17 Φεβρουαρίου 1957.
[4] Ο Τσε αναφέρεται στη λεγόμενη “Συμφωνία του Μαϊάμι”. Ανακοινώθηκε την 1 Νοεμβρίου 1957, από πολιτικές δυνάμεις μεταξύ των οποίων οι ηγέτες του “Αυθεντικού κόμματος”, του “Ορθόδοξου Κόμματος”, του “Επαναστατικού Διευθυντηρίου” και άλλων που λανθασμένα ισχυρίστηκαν ότι το έγγραφο είχε υπογραφεί από απεσταλμένους του Κινήματος της 26ης Ιουλίου. Ο ίδιος ο Φιντέλ με γράμμα του αποκύρηξε την συγκεκριμένη πλαστογραφία και συνωμοσία.
Πηγή: The Militant, Ιανουάριος 1996 & Pathfinder Press. Μετάφραση: Ν. Μόττας.