του Anselm Jappe
Αυτή τη φορά, όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν: αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς μια προσωρινή αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Είμαστε με τα μπούνια σε μια κρίση που θεωρείται η χειρότερη απ’ την εποχή του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, ή απ’ το 1929. Όμως ποιός φταίει για την κρίση, και πώς μπορούμε να βγούμε απ’ αυτήν; Η απάντηση είναι σχεδόν πάντα η ίδια: Η “πραγματική οικονομία” είναι υγιής, αλλά είναι οι αρρωστημένοι μηχανισμοί των χρηματοπιστωτικών αγορών που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία. Έτσι, η πιο απλοϊκή εξήγηση, κι επίσης η πιο διαδεδομένη, αποδίδει πάσα ευθύνη στην “απληστία” μιας χούφτας κερδοσκόπων που έχουν παίξει με τα χρήματα όλων σαν να βρίσκονταν σε καζίνο. Βέβαια, αυτό το τέχνασμα του περιορισμού των δαιδάλων της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν αυτή δε λειτουργεί όπως θα περιμέναμε, στις δολοπλοκίες μιας συνωμοσίας εμπόρων έχει μια επικίνδυνη μακρά παράδοση. Δε θα ήταν κι ότι πιο φρόνιμο να ξαναπιάσουμε την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, τους “Εβραίους τραπεζίτες” ή άλλους υποψήφιους ενόχους, για να χρησιμεύσουν ως εξιλαστήρια θύματα για την αγανάκτιση των “τίμιων” εργαζομένων και μικροκαταθετών.
Η αντιπαράθεση σ’ έναν “κακό”, αρπακτικό και αχαλίνωτο “αγγλοσαξονικό” καπιταλισμό, ενός πιο “καλού”, πιο υπεύθυνου “ευρωπαϊκού” καπιταλισού, δεν μπορεί επίσης να προτείνεται στα σοβαρά. Τις τελευταίες εβδομάδες, είδαμε ότι δε διαφέρουν παρά σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Όλοι όσοι -απ’ την ATTAC μέχρι τον Σαρκοζύ- ζητούν “περισσότερη ρύθμιση” των χρηματοπιστωτικών αγορών, μοιράζονται μια αντίληψη της παράνοιας των χρηματιστηριακών αγορών σαν μια “υπερβολή”, σαν έναν όγκο σ’ έναν κατά τ’ άλλα υγιή οργανισμό.
Κι αν όμως η χρηματιστικοποίηση, μακράν του να ‘χει καταστρέψει την πραγματική οικονομία, την έχει βοηθήσει να επιβιώσει πέραν της ημερομηνίας λήξης της; Κι αν ήταν μια πνοή ζωής σ’ ένα ετοιμοθάνατο σώμα; Πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι ο καπιταλισμός εξαιρείται απ’ τον κύκλο της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου; Αποκλείεται να έχει εγγενή όρια στην ανάπτυξή του, όρια που δε βρίσκονται αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός δηλωμένου εχθρού (του προλεταριάτου, των καταπιεσμένων), ή στην εξάντληση των φυσικών πόρων;
Αυτές τις μέρες έγιναν και πάλι της μόδας τα αποσπάσματα από Καρλ Μαρξ. Όμως ο Γερμανός φιλόσοφος δεν μίλησε μόνο για την ταξική πάλη. Προέβλεψε επίσης το ενδεχόμενο μια μέρα η καπιταλιστική μηχανή να σταματήσει να δουλεύει από μόνη της, λογω εξάντλησης της δυναμικής της. Γιατί; Η καπιταλιστική παραγωγή εμπορευμάτων εμπεριέχει, απ’ τη σύλληψή της ήδη, μια εσωτερική αντίφαση, μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα, ενσωματωμένη στη δομή της. Το κεφάλαιο μπορεί να καταστεί κερδοφόρο, κι ως εκ τούτου να συσσωρευτεί, μόνο μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Ο εργάτης απ’ την άλλη, προκειμένου να δημιουργήσει κέρδος για τον εργοδότη του, πρέπει να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα εργαλεία, τις τεχνολογίες αιχμής του σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου -στον οποίο υποβάλλονται οι πάντες απ’ τον ανταγωνισμό- χρήσης ολοένα και νεώτερων τεχνολογιών. Σε κάθε βήμα, ο πρώτος εργοδότης που θα υιοθετήσει τις νεότερες τεχνολογίες κερδίζει, επειδή οι εργάτες του παράγουν περισσότερα από κείνους που δε χρησιμοποιούν τόσο σύγχρονα εργαλεία. Όμως το σύστημα σαν σύνολο χάνει, γιατί η τεχνολογία σταδιακά αντικαθιστά την ανθρώπινη εργασία. Η αξία κάθε εμπορεύματος περιέχει, κατά συνέπεια, ένα συνεχώς συρρικνούμενο μέρος ανθρώπινης εργασίας -η οποία είναι ωστόσο, η μοναδική πηγή υπεραξίας, και κατά συνέπεια κέρδους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μειώνει την κερδοφορία του συστήματος σαν σύνολο. Κατά τη διάρκεια του περασμένου ενάμισυ αιώνα, πάντως, η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα στάθηκε ικανή να αντισταθμίσει αυτήν την πτωτική τάση της αξίας κάθε εμπορεύματος.
Από τη δεκαετία του 1970, αυτός ο μηχανισμός -που δεν ήταν παρά μια φυγή προς τα εμπρός- έχει εκτροχιαστεί. Η αύξηση της παραγωγικότητας που κατορθώθηκε μέσω της μικρο-ηλεκτρονικής έθεσε, παραδόξως, σε κρίση τον καπιταλισμό. Ολοένα και πιο γιγαντιαίες επενδύσεις είναι απαραίτητες προκειμένου να εργαστούν ολοένα και λιγότεροι εργάτες σύμφωνα με τα πρότυπα παραγωγικότητας της παγκόσμιας οικονομίας. Η πραγματική συσσώρευση του κ
εφαλαίου απειλήθηκε με παύση. Ήταν εκείνη τη στιγμή που το “πλασματικό κεφάλαιο” όπως το ονόμαζε ο Μαρξ, απογειώθηκε. Η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου σε χρυσό το 1971, αφαίρεσε και την τελευταία βαλβίδα ασφαλείας, έκοψε την τελευταία άγκυρα της πραγματικής συσσώρευσης. Η πίστωση δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια υπόσχεση αναμενόμενων μελλοντικών κερδών. Όμως, όταν η παραγωγή της αξίας, κι επομένως της υπεραξίας, στην πραγματική οικονομία μένει στάσιμη (κάτι που δεν έχει σχέση με την στασιμότητα ή μη της παραγωγής προϊόντων -ο καπιταλισμός περιστρέφεται γύρω απ’ την παραγωγή υπεραξίας, κι όχι προϊόντων καθαυτό, δηλαδή ως αξίες χρήσης), η πίστωση ήταν αυτό που επέτρεχε στους ιδιοκτήτες κεφαλαίου να μεγενθύνουν τα κέρδη τους φτάνοντας σε απίθανα ποσά για την πραγματική οικονομία. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού από το 1980 δεν ήταν απλώς ένας ελιγμός των πιο άπληστων καπιταλιστών, ένα πραξικόπημα που πραγματοποίησαν με τη βοήθεια διεφθαρμένων πολιτικών, όπως θέλει να πιστεύει η “ριζοσπαστική” αριστερά (που σήμερα καλείται να αποφασίσει: είτε να περάσει σε μια συνολική κριτική του καπιταλισμού, περισσότερο ή λιγότερο νεοφιλελεύθερου, είτε να συμμετάσχει στην νομή ενός νεοεγειρόμενου καπιταλισμού που θα ενσωματώσει ένα μέρος της κριτικής που απευθύνεται στις “ακρότητές” του). Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν, αντιθέτως, ο μόνος δυνατός τρόπος να επιμηκυνθεί περαιτέρω η ζωή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο κανείς δεν επιθυμούσε να αμφισβητήσει συθέμελα στα σοβαρά, ούτε η δεξιά ούτε η αριστερά. Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και ιδιωτών μπορούσαν έτσι να διατηρήσουν για καιρό μια ψευδαίσθηση ευημερίας χάρις στην πίστωση. Σήμερα, αυτό το δεκανίκι είναι σπασμένο. Όμως μια επιστροφή στον κεϋνσιανισμό, που συζητιέται λίγο-πολύ παντού, θα ήταν εντελώς αδύνατη: δεν υπάρχει πια αρκετό “πραγματικό” χρήμα στη διάθεση των Κρατών. Προς το παρόν, οι “ιθύνοντες” δεν διακηρύσσουν παρά ένα βαλτασαρικό παραμιλητό: “Μενέ, θεκέλ, ουφαρσίν” (στμ: ο Βαλτάσαρ, γιος του Ναβουχοδονόσορα και τελευταίος βασιλιάς της Βαβυλώνας, μπρος στην πολιορκία της πρωτεύουσάς του απ’ τον Κύρο, επιδόθηκε σ’ ένα όργιο μνημειώδους ασέβειας με τους αυλικούς του ξοδεύοντας ό,τι μπορούσαν απ’ τις προμήθειες της πόλης πριν πέσει στα χέρια του κατακτητή, χρησιμοποιώντας τα ιερά σκεύη για κρασοπότηρα. ο μονάρχης τότε λέγεται ότι είδε έντρομος στον τοίχο ένα κομμένο χέρι να γράφει τις πύρινες λέξεις Μανή, Θεκέλ, Φαρές, που σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ σήμαιναν: “οι μέρες σου είναι μετρημένες, ζυγίστηκες στη ζυγαριά και βρέθηκες λειψός, το βασίλειό σου θα διαλυθεί”. Την ίδια νύχτα η πόλη έπεσε, ο Βαλτάσαρ δολοφονήθηκε και η Βαβυλώνα μοιράστηκε μεταξύ Περσών και Μήδων.), προσθέτοντας ακόμα ένα μηδενικό στους ακαταλαβίστικους αριθμούς στις οθόνες τους, που πλέον δεν αντιστοιχούν σε τίποτα. Τα δάνεια που παραχωρήθηκαν πρόσφατα για τη διάσωση των χρηματιστηριακών αγορών είναι δέκα φορές μεγαλύτερα απ’ τις απώλειες που έκαναν τα χρηματιστήρια να τρέμουν μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα -η πραγματική παραγωγή ωστόσο, το ΑΕΠ ας πούμε, δεν έχει αυξηθεί παραπάνω από 20-30%! Αυτή η “οικονομική ανάπτυξη” δεν έχει καμμία πραγματική βάση, αλλά προκλήθηκε από τις χρηματιστηριακές φούσκες. Όμως όταν αυτές οι φούσκες αρχίσουν να σκάνε, δε θα υπάρξει περιθώριο για “ομαλή προσγείωση” μετά την οποία τα πάντα θα μπορούν να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή.
Πιθανόν να μην υπάρξει ξανά μια “Μαύρη Τρίτη” όπως έγινε με το κραχ του 1929, ή μια “Μέρα της Κρίσεως”. Υπάρχουν όμως σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι βιώνουμε το τέλος μιας μακράς ιστορικής περιόδου. Η εποχή στην οποία παραγωγική δραστηριότητα και προϊόντα δε χρησιμοποιούνταν για να ικανοποιούν ανάγκες, αλλά για να θρέφουν τον ακατάπαυστο κύκλο της εργασίας που παράγει αξία για το κεφάλαιο και του κεφαλαίου που εκμεταλλεύεται την εργασία. Το εμπόρευμα και η εργασία, το χρήμα και η κρατική ρύθμιση, ο ανταγωνισμός και η αγορά: πίσω απ’ τις οικονομικές κρίσεις που επαναλαμβάνονται κάθε εικοσαετία, κάθε φορά και πιο άγρια, βρίσκεται η κρίση όλων αυτών των πραγμάτων. Πράγματα που, είναι καλό να θυμόμαστε, δεν αποτελούν μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης παντού και πάντοτε. Έχουν κυριαρχήσει στην ανθρώπινη ζωή μόλις τους τελευταίους αιώνας, και είναι πάντα εφικτό να αλλάξουν, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Όμως μια τέτοια απόφαση δεν μπορούμε να την περιμένουμε απ’ τους G8…
Αυτή τη φορά, όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν: αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς μια προσωρινή αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Είμαστε με τα μπούνια σε μια κρίση που θεωρείται η χειρότερη απ’ την εποχή του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, ή απ’ το 1929. Όμως ποιός φταίει για την κρίση, και πώς μπορούμε να βγούμε απ’ αυτήν; Η απάντηση είναι σχεδόν πάντα η ίδια: Η “πραγματική οικονομία” είναι υγιής, αλλά είναι οι αρρωστημένοι μηχανισμοί των χρηματοπιστωτικών αγορών που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία. Έτσι, η πιο απλοϊκή εξήγηση, κι επίσης η πιο διαδεδομένη, αποδίδει πάσα ευθύνη στην “απληστία” μιας χούφτας κερδοσκόπων που έχουν παίξει με τα χρήματα όλων σαν να βρίσκονταν σε καζίνο. Βέβαια, αυτό το τέχνασμα του περιορισμού των δαιδάλων της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν αυτή δε λειτουργεί όπως θα περιμέναμε, στις δολοπλοκίες μιας συνωμοσίας εμπόρων έχει μια επικίνδυνη μακρά παράδοση. Δε θα ήταν κι ότι πιο φρόνιμο να ξαναπιάσουμε την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, τους “Εβραίους τραπεζίτες” ή άλλους υποψήφιους ενόχους, για να χρησιμεύσουν ως εξιλαστήρια θύματα για την αγανάκτιση των “τίμιων” εργαζομένων και μικροκαταθετών.
Η αντιπαράθεση σ’ έναν “κακό”, αρπακτικό και αχαλίνωτο “αγγλοσαξονικό” καπιταλισμό, ενός πιο “καλού”, πιο υπεύθυνου “ευρωπαϊκού” καπιταλισού, δεν μπορεί επίσης να προτείνεται στα σοβαρά. Τις τελευταίες εβδομάδες, είδαμε ότι δε διαφέρουν παρά σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Όλοι όσοι -απ’ την ATTAC μέχρι τον Σαρκοζύ- ζητούν “περισσότερη ρύθμιση” των χρηματοπιστωτικών αγορών, μοιράζονται μια αντίληψη της παράνοιας των χρηματιστηριακών αγορών σαν μια “υπερβολή”, σαν έναν όγκο σ’ έναν κατά τ’ άλλα υγιή οργανισμό.
Κι αν όμως η χρηματιστικοποίηση, μακράν του να ‘χει καταστρέψει την πραγματική οικονομία, την έχει βοηθήσει να επιβιώσει πέραν της ημερομηνίας λήξης της; Κι αν ήταν μια πνοή ζωής σ’ ένα ετοιμοθάνατο σώμα; Πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι ο καπιταλισμός εξαιρείται απ’ τον κύκλο της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου; Αποκλείεται να έχει εγγενή όρια στην ανάπτυξή του, όρια που δε βρίσκονται αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός δηλωμένου εχθρού (του προλεταριάτου, των καταπιεσμένων), ή στην εξάντληση των φυσικών πόρων;
Αυτές τις μέρες έγιναν και πάλι της μόδας τα αποσπάσματα από Καρλ Μαρξ. Όμως ο Γερμανός φιλόσοφος δεν μίλησε μόνο για την ταξική πάλη. Προέβλεψε επίσης το ενδεχόμενο μια μέρα η καπιταλιστική μηχανή να σταματήσει να δουλεύει από μόνη της, λογω εξάντλησης της δυναμικής της. Γιατί; Η καπιταλιστική παραγωγή εμπορευμάτων εμπεριέχει, απ’ τη σύλληψή της ήδη, μια εσωτερική αντίφαση, μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα, ενσωματωμένη στη δομή της. Το κεφάλαιο μπορεί να καταστεί κερδοφόρο, κι ως εκ τούτου να συσσωρευτεί, μόνο μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Ο εργάτης απ’ την άλλη, προκειμένου να δημιουργήσει κέρδος για τον εργοδότη του, πρέπει να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα εργαλεία, τις τεχνολογίες αιχμής του σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου -στον οποίο υποβάλλονται οι πάντες απ’ τον ανταγωνισμό- χρήσης ολοένα και νεώτερων τεχνολογιών. Σε κάθε βήμα, ο πρώτος εργοδότης που θα υιοθετήσει τις νεότερες τεχνολογίες κερδίζει, επειδή οι εργάτες του παράγουν περισσότερα από κείνους που δε χρησιμοποιούν τόσο σύγχρονα εργαλεία. Όμως το σύστημα σαν σύνολο χάνει, γιατί η τεχνολογία σταδιακά αντικαθιστά την ανθρώπινη εργασία. Η αξία κάθε εμπορεύματος περιέχει, κατά συνέπεια, ένα συνεχώς συρρικνούμενο μέρος ανθρώπινης εργασίας -η οποία είναι ωστόσο, η μοναδική πηγή υπεραξίας, και κατά συνέπεια κέρδους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μειώνει την κερδοφορία του συστήματος σαν σύνολο. Κατά τη διάρκεια του περασμένου ενάμισυ αιώνα, πάντως, η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα στάθηκε ικανή να αντισταθμίσει αυτήν την πτωτική τάση της αξίας κάθε εμπορεύματος.
Από τη δεκαετία του 1970, αυτός ο μηχανισμός -που δεν ήταν παρά μια φυγή προς τα εμπρός- έχει εκτροχιαστεί. Η αύξηση της παραγωγικότητας που κατορθώθηκε μέσω της μικρο-ηλεκτρονικής έθεσε, παραδόξως, σε κρίση τον καπιταλισμό. Ολοένα και πιο γιγαντιαίες επενδύσεις είναι απαραίτητες προκειμένου να εργαστούν ολοένα και λιγότεροι εργάτες σύμφωνα με τα πρότυπα παραγωγικότητας της παγκόσμιας οικονομίας. Η πραγματική συσσώρευση του κ
Πιθανόν να μην υπάρξει ξανά μια “Μαύρη Τρίτη” όπως έγινε με το κραχ του 1929, ή μια “Μέρα της Κρίσεως”. Υπάρχουν όμως σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι βιώνουμε το τέλος μιας μακράς ιστορικής περιόδου. Η εποχή στην οποία παραγωγική δραστηριότητα και προϊόντα δε χρησιμοποιούνταν για να ικανοποιούν ανάγκες, αλλά για να θρέφουν τον ακατάπαυστο κύκλο της εργασίας που παράγει αξία για το κεφάλαιο και του κεφαλαίου που εκμεταλλεύεται την εργασία. Το εμπόρευμα και η εργασία, το χρήμα και η κρατική ρύθμιση, ο ανταγωνισμός και η αγορά: πίσω απ’ τις οικονομικές κρίσεις που επαναλαμβάνονται κάθε εικοσαετία, κάθε φορά και πιο άγρια, βρίσκεται η κρίση όλων αυτών των πραγμάτων. Πράγματα που, είναι καλό να θυμόμαστε, δεν αποτελούν μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης παντού και πάντοτε. Έχουν κυριαρχήσει στην ανθρώπινη ζωή μόλις τους τελευταίους αιώνας, και είναι πάντα εφικτό να αλλάξουν, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Όμως μια τέτοια απόφαση δεν μπορούμε να την περιμένουμε απ’ τους G8…