του Gilberto Bercovici, μετάφραση Δημήτρης Δημούλης
Ο Giacomo Marramao παρατηρεί ότι μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκε μια πολιτική και θεωρητική στροφή στο μαρξισμό, ιδίως σε τμήματα συνδεδεμένα με τη γερμανική και αυστριακή σοσιαλδημοκρατία που επιχείρησαν να διαμορφώσουν μια θετική θεωρία περί κράτους.2 Η είσοδος της εργατικής τάξης στο πολιτικό σύστημα αποτέλεσε ένα ποιοτικά νέο γεγονός που αντί να επιφέρει επαναστατική τομή αύξησε τις δυνατότητες προσαρμογής και εκμοντερνισμού του πολιτικού συστήματος. Η θέση των εν λόγω θεωρητικών, ιδίως των Karl Renner και Rudolf Hilferding, ότι οι μετασχηματισμοί της καπιταλιστικής δυναμικής εκφράζονται και μέσω πολιτικών-θεσμικών μορφών εγκαταλείπει την κλασική μαρξιστική διάκριση βάσης και εποικοδομήματος. Η μετάβαση στο σοσιαλισμό θεωρείται πλέον ως συνειδητό πολιτικό πρόγραμμα που μπορεί να πραγματωθεί μέσω του δημοκρατικού κράτους, αντικείμενο πάλης μεταξύ καπιταλιστών και εργατικής τάξης. Καθήκον του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι ο δημοκρατικός έλεγχος της οικονομίας μέσω του κράτους. Η μετάβαση στο σοσιαλισμό συμβαδίζει με τη σταδιακή απελευθέρωση του κράτους από τους κοινωνικοοικονομικούς προσδιορισμούς του ιδιωτικού-μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το κράτος θεωρείται «μοχλός του σοσιαλισμού», εργαλείο σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και εγγυητής της διαδικασίας μετάβασης, ούσα η δημοκρατία η κατάλληλη πολιτική μορφή σε αυτή τη φάση μετάβασης.
Κατά τη θεωρία του οργανωμένου καπιταλισμού, το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να μεταρρυθμισθεί διότι τείνει στη σταθεροποίηση και τον εξορθολογισμό, στο βαθμό που το κράτος πραγματοποιεί παρεμβάσεις. Η κρατικοποίηση της οικονομίας είναι το αποφασιστικό βήμα για το σοσιαλισμό. Κατά τον Hilferding, οι σχέσεις κράτους και προλεταριάτου μεταβλήθηκαν ριζικά: από εργαλείο ταξικής κυριαρχίας, το κράτος έγινε κέντρο της σοσιαλιστικής πολιτικής, κάτι που ο Μαρξ δεν μπορούσε να προβλέψει γιατί γνώριζε μόνον το φιλελεύθερο κράτος. Η δημοκατία επιτρέπει μια νέα θεώρηση του κράτους από τους σοσιαλιστές. Κατά τον Hilferding, το κράτος έπαψε να είναι εργαλείο κυριαρχίας και κατέστη εκπρόσωπος της κοινωνικής ολότητας. Ο σοσιαλισμός μπορεί να επιτευχθεί με τη βοήθεια του δημοκρατικού κράτους.
Ο αυστριακός Karl Renner είχε μια θετική θεώρηση του δημοκρατικού κράτους, όπως και ο Hilferding, θεωρώντας ότι μπορεί να μετασχηματίσει τις νομικές και πολιτικές σχέσεις που στηρίζουν την οικονομική εξουσία των καπιταλιστών. Κατά τον Renner το προλεταριάτο έχει δύο καθήκοντα: να ολοκληρώσει την πολιτική δημοκρατία και να εισαγάγει το σοσιαλισμό. Γι’ αυτό το λόγο ο δρόμος για το σοσιαλισμό περνά από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Το κράτος πρέπει να εγγυηθεί την οικονομική ανάπτυξη και την αναδιανομή εξουσίας και πλούτου. Ο Renner θεωρούσε επίσης ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα επιτευχθεί με την αύξηση του κρατικού ελέγχου στην οικονομία και με την αυξανόμενη επιρροή της εργατικής τάξης στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
Η «ανολοκλήρωτη επανάσταση» του 1918 κατά κάποιο τρόπο έκλεισε τον κύκλο του επαναστατικού σοσιαλισμού στη Γερμανία. Παράλληλα, η οικονομική σταθεροποίηση του 1923-1924 ενέπνευσε ένα φιλόδοξο σχέδιο εξορθολογισμού της γερμανικής οικονομίας. Η τεχνολογική πρόοδος άρχισε να θεωρείται πρόδρομος κοινωνικής προόδου, ενισχύοντας το συντονισμό των συνδικάτων. Αυτή η οπτική κοινωνικής ανασυγκρότησης και εξορθολογισμού με βάση την κρατική δράση εκφράστηκε στη θεώρηση του Hilferding για τον οργανωμένο καπιταλισμό σε όλη τη δεκαετία του 1920. Όπως θα δούμε, ο Hilferding επιδίωκε την ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσω της δημοκρατίας.
Το 1910, στο έργο του Das Finanzkapital επισήμαινε ότι η αντικατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου μετέβαλε τις σχέσεις των καπιταλιστών με το κράτος. Η αστική τάξη που αρχικά εναντιωνόταν στο κράτος κατανόησε τη σημασία του για την αναπαραγωγή της. Ένα πολιτικά ισχυρό κράτος μπορεί να προστατεύσει την εθνική αγορά και να εξασφαλίσει την επέκταση σε νέες αγορές (ιμπεριαλισμός). Τα καρτέλ εκφράζουν την επιδίωξη του κεφαλαίου για ενίσχυση του κράτους, μετασχηματίζοντας ριζικά την οικονομική πολιτική. Κατά τον Hilferding, η καρτελοποίηση ενοποιεί την οικονομική πολιτική και αυξάνει την πολιτική δραστικότητα του καπιταλισμού απέναντι στο κράτος. Όταν το κράτος ελέγχεται από την καπιταλιστική ολιγαρχία, το προλεταριάτο πρέπει να αγωνιστεί για την απαλλοτρίωση της ολιγαρχίας μέσω ελέγχου του κράτους. Η ενίσχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομία σημαίνει ότι αν το προλεταριάτο καταφέρει να ελέγξει το κράτος θα θέσει τέρμα στην εκμετάλλευση, αποτελώντας η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, προϋπόθεση της οικονομικής χειραφέτησης.
Ο Hilferding χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «οργανωμένος καπιταλισμός» (organisierter Kapitalismus) στο κείμενο του 1915 “Arbeitsgemeinschaft der Klassen?” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Der Kampf, θεωρητικό όργανο των αυστριακών σοσιαλιστών. Ο Hilferding υποστήριζε ότι η αναρχία της παραγωγής αντικαταστάθηκε από την καπιταλιστική οργάνωση, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του κράτους, καίτοι η οικονομία οργανώθηκε ιεραρχικά και όχι δημοκρατικά. Στο μέλλον, έγραφε ο Hilferding, πρέπει να γίνει επιλογή μεταξύ οργανωμένου καπιταλισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα είναι σταδιακή, αποτελώντας μια πολιτική δραστηριότητα όχι αναγκαία επαναστατική. Με τον περιορισμό των πιθανοτήτων επαναστατικού μετασχηματισμού οι εργαζόμενοι πρέπει να αγωνιστούν ενωτικά για τα δημοκρατικά δικαιώματα, στην προοπτική μιας σταδιακής και εξελικτικής μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Το θέμα του οργανωμένου καπιταλισμού αναλύθηκε το 1924 από το συγγραφέα, που από το 1918 ζούσε στη Γερμανία, στο άρθρο “Probleme der Zeit” που ανέλυε τις νέες προοπτικές για την εργατική τάξη. Η συγκεντροποίηση και συγκέντρωση του κεφαλαίου επιβάλλει τον αγώνα για την αντικατάσταση της ιεραρχικής από τη δημοκρατική οικονομία, ιδίως μέσω των εργοστασιακών Συμβουλίων. Με αφετηρία αυτό το κείμενο, ο Hilferding επιμένει στις πολιτικές πλευρές της θεωρίας του οργανωμένου καπιταλισμού, προκειμένου να δείξει τη δυνατότητα ελέγχου των ιδιωτικών μονοπωλίων από το προλεταριάτο και το δυναμικό σχεδιασμού που εγκλείει αυτή η μορφή καπιταλισμού, διευκολύνοντας τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Ο Hilferding επισήμαινε ότι οι θεωρητικοί του καπιταλισμού υποστήριζαν ότι μόνον ο ελεύθερος ανταγωνισμός εξασφαλίζει την τεχνολογική καινοτομία, επικρίνοντας τους σοσιαλιστές που τoν απέρριπταν. Στην περίοδο των καρτέλ και του σχεδιασμού, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει τη βασική κριτική του στο σοσιαλισμό, υιοθετώντας τη σοσιαλιστική αρχή της σχεδιασμένης παραγωγής.
Η οργανωμένη οικονομία δέχεται την επιρροή της κοινωνίας, ακριβέστερα της μόνης συνειδητής κοινωνικής οργάνωσης με καταναγκαστική εξουσία: του κράτους. Αλλά για τη μετάβαση στην πλήρως σχεδιασμένη οικονομία απαιτείται ένα συνειδητό πολιτικό σχέδιο. Στην οπτική του Hilferding, το σοσιαλιστικό κίνημα οφείλει να υπερασπίζεται την κρατική επέμβαση και την επέκτασή της σε θέματα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής αφού το κράτος είναι το μόνο όργανο συνειδητής κοινωνικής δράσης. Το κράτος δεν αποτελεί μόνον μια πολιτική δομή, αλλά περιλαμβάνει την κυβέρνηση, τη διοικητική μηχανή και τους πολίτες. Αλλά κατά τον συγγραφέα, το βασικό στοιχείο είναι τα πολιτικά κόμματα που επιτρέπουν στους πολίτες να εκφράσουν τις διεκδικήσεις τους. Στο κράτος του οργανωμένου καπιταλισμού, η πάλη των κομμάτων έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή κάθε κόμματος στη διαχείριση της οικονομίας. Ο Hilferding θεωρούσε ότι η καπιταλιστική κοινωνία θα υποκύψει στην πίεση της εργατικής τάξης, η οποία θα χρησιμοποιήσει το κράτος ως μέσο διαχείρισης και ελέγχου της οικονομίας προς το γενικό συμφέρον.
Πολιτικός ρόλος των συνδικάτων στον οργανωμένο καπιταλισμό είναι ο αγώνας για τη «δημοκρατία των επιχειρήσεων» (Betriebsdemokratie) και την οικονομική δημοκρατία, υπάγοντας τα συμφέροντα των ιδιωτών στα κοινωνικά συμφέροντα. Τέλος, ο Hilferding επισημαίνει ότι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πρέπει να εκπληρώσει το ρόλο που περιέγραφε το Κομουνιστικό Μανιφέστο: να οργανώσει την εργατική τάξη σε πολιτικό κόμμα, επιτρέποντας στο προλεταριάτο να καταλάβει την κρατική εξουσία για να πραγματώσει το σοσιαλισμό.
Κατά τον Hilferding δεν έχει νόημα η διάκριση αστικής και κοινωνικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι αστική, αφού στηρίζεται σε πολιτικά συνειδητές και ισχυρές προλεταριακές οργανώσεις. Η δημοκρατία πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της πολιτικής ισότητας σε συνθήκες οικονομικής ανισότητας. Συναντούμε εδώ την ισότητα ευκαιριών ως βασικό πρόβλημα της δημοκρατίας που ο συγγραφέας αναλύει ως οικονομική δημοκρατία.
Η οικονομική δημοκρατία (Wirtschaftsdemokratie) είναι αναγκαία συνέπεια του οργανωμένου καπιταλισμού. Ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας θα οδηγήσει στην πλήρη οικονομική δημοκρατία στο σοσιαλιστικό σύστημα. Πρωταγωνιστές της συζήτησης ήταν τα συνδεδεμένα με το SPD συνδικάτα που, από το Συνέδριο του Κιέλου το 1927, αναφέρονταν επίσημα στον οργανωμένο καπιταλισμό και την οικονομική δημοκρατία. Η τελευταία έννοια διαμορφώθηκε στο Συνέδριο του Αμβούργου του 1928 με ευθύνη του Fritz Naphtali.
Βασικό στάδιο της μετάβασης στο σοσιαλισμό αποτελεί η επέκταση του εκκοινοβουλευτισμού ή εκδημοκρατισμού (Parlamentarisierung/Demokratisierung) από την πολιτική στην οικονομία. Το δημοκρατικό κράτος τού οργανωμένου καπιταλισμού είναι ένα κομματικό κράτος (Parteienstaat) που αποτελείται από τα καθαυτό κόμματα και συνδικάτα. Ως εκ τούτου η ταξική πάλη συνεχίζεται στο δημοκρατικό κράτος μέσω των κομμάτων με θεσμοποιημένες διαδικασίες. Αλλά παρά την πρόοδο αυτή, η πολιτική δημοκρατία ολοκληρώνεται μόνο μέσα στην οικονομική δημοκρατία που εκδημοκρατίζει την οικονομική τάξη με τη συνδιοίκηση (με θεμελιώδη το ρόλο των Εργοστασιακών Συμβουλίων), την επέκταση των δημοσίων επιχειρήσεων και την επεμβατική οικονομική πολιτική, επιδιώκοντας τον κρατικό έλεγχο των ιδιωτικών καρτέλ για να υπαχθούν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες στο γενικό συμφέρον, ως τμήμα εδραίωσης της δημοκρατίας και μετάβασης στο σοσιαλισμό. Θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτικής είναι η διαπίστωση ότι ο εργαζόμενος πρέπει να είναι ταυτόχρονα πολίτης του κράτους (Staatsbürger) και της οικονομίας (Wirtschaftsbürger). Με τον τρόπο αυτό, η οικονομία παύει να είναι ιδιωτικό θέμα των καπιταλιστών και γίνεται δημόσιο θέμα όλου του λαού. Με τα λόγια του Theodor Leipart, η οικονομική δημοκρατία σημαίνει αγώνα εναντίον της ιδιωτικής κυριαρχίας των βιομηχάνων στην καπιταλιστική οικονομία.
Ο Fritz Naphtali θεωρούσε ότι η πολιτική απελευθέρωση του προλεταριάτου συνδέεται με την οικονομική χειραφέτηση και ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας συνίσταται στην εξάλειψη της κυριαρχίας και στο μετασχηματισμό των οικονομικών οργάνων που εξυπηρετούν αστικά συμφέροντα σε όργανα εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος.
Ο Hilferding, κύριος επεξεργαστής της θεωρίας της σοσιαλδημοκρατίας στην περίοδο της Βαϊμάρης, θεωρούσε ότι ο οργανωμένος καπιταλισμός είναι αντίθετος στον αντικυκλικό σχεδιασμό, διότι το κράτος αποτελεί εξωγενή παράγοντα που οργανώνει εκ των έξω τον οικονομικό κύκλο, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Hilferding επέκρινε σκληρά τις προτάσεις του Wladimir Woytinsky, ρώσου οικονομολόγου που ζούσε στη Γερμανία και είχε επεξεργαστεί το λεγόμενο Πλάνο WTB. Η αισιοδοξία του Hilferding διαψεύσθηκε από την επίθεση των ιδιωτικών μονοπωλίων στο κοινωνικό κράτος και στη δημοκρατία, δείχνοντας ότι η ενίσχυση των καρτέλ της γερμανικής βιομηχανίας δημιούργησε έναν καπιταλισμό «υπεροργανωμένο και κακοοργανωμένο» (über- und fehlorganisierten Kapitalismus).
Ο Hermann Heller, επίσης συνδεδεμένος με το SPD, αναζητούσε νέα θεμέλια για την πολιτική ενότητα/μονάδα, θεωρώντας ανεπαρκή το νομικό θετικισμό. Προσπαθεί να θέσει σε νέα βάση το πρόβλημα της πολιτικής ενότητας/μονάδας, απομακρυνόμενος τόσο από τον Kelsen όσο και από τον Schmitt. Επιχειρεί να κατανοήσει το κράτος όχι με βάση το δίκαιο που το οργανώνει, αλλά με αφετηρία την κοινωνία. Το κράτος πρέπει να μελετηθεί ως ολότητα της κοινωνικής ζωής στην προοπτική της εδαφικής οργάνωσης.
Η θεωρία του κράτους του Heller είναι μια «δεσμευμένη επιστήμη». Επισημαίνει ότι η γνώση γύρω από το κράτος πρέπει να έχει ως αφετηρία το ότι η κρατική ζωή εμπερικλείει τον ερευνητή, δημιουργώντας μια διαλεκτική ενότητα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου μελέτης. Κατά την άποψή του, η θεωρία του κράτους πρέπει να λάβει υπόψη την πολιτική προβληματική κάθε εποχής, προτείνοντας μια θεωρία που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ένα σοσιαλιστικό κράτος.
Κεντρικό θέμα είναι οι σχέσεις μεταξύ πολλαπλότητας και ενότητας, στοχεύοντας στη δημιουργία μιας πολιτικής ενότητας/μονάδας, με κοινωνική ομοιογένεια σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Γι αυτό ο Heller προσπαθεί να συμφιλιώσει τη δημοκρατία με το σοσιαλισμό. Αντιλαμβάνεται το κράτος ως ενότητα στην πολλαπλότητα, ενότητα/μονάδα εδαφικής απόφασης. Αυτή η πραγματική ενότητα επιτυγχάνεται χάρη στη δράση ειδικών οργάνων, που επιδιώκουν τη διαμόρφωση του κράτους ως πραγματικής ενότητας/μονάδας δράσης και όχι μόνο ως ενότητας βουλήσεων. Το κράτος διαφοροποιείται από τις άλλες εδαφικές ομάδες κυριαρχίας λόγω του ότι αποτελεί κυρίαρχη ενότητα/μονάδα δράσης και απόφασης. Η έννοια της ενότητας είναι κεντρική στη θεωρία του κράτους του Heller, ο οποίος απορρίπτει τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Αλλά σε αντίθεση με τον Carl Schmitt, η πολιτική ενότητα/μονάδα, κατά τον Heller, δεν είναι δεδομένη, αλλά ένας στόχος που επιδιώκεται μέσα στις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Γι’ αυτό κατανοεί το κράτος ως ενότητα στην πολλαπλότητα.
Κατά τον Heller, η ουσία της πολιτικής έγκειται στη διαλεκτική ισορροπία ενότητας και διαφορετικότητας της κοινωνικής δράσης με σκοπό τη δημιουργία μιας πολιτικής ενότητας/μονάδας οργανωμένης και οργανωτικής. Οι πράξεις πολιτικής απόφασης δημουργούν και συντηρούν την έννομη τάξη που εξαρτάται πάντα από την ενότητα/μονάδα απόφασης σε ορισμένο έδαφος. Το βασικό πρόβλημα της πολιτικής είναι η δημιουργία και διατήρηση αυτής της ενότητας/μονάδας εδαφικής απόφασης μέσα στην πολλαπλότητα των πράξεων που την αποτελούν και των εδαφικών κυριαρχιών που την περιβάλλουν.
Η πολιτική επιδιώκει πάντα τη διάπλαση και διατήρηση της ενότητας. Ο Heller επικρίνει τη διάκριση εχθρού/φίλου ως τυπικά πολιτικής, σύμφωνα με τον Carl Schmitt. Η διάκριση δεν δηλώνει τίποτε ειδικά πολιτικό, διότι εάν όλες οι πολιτικές δραστηριότητες αναφέρονταν σε αυτή τη διάκριση, όπως πιστεύει ο Schmitt, θα έπρεπε να έχουμε έναν υπαρξιακό εχθρό που πρέπει να καταπολεμηθεί και να εξολοθρευθεί προκειμένου να εξασφαλίσουμε μια μορφή ζωής σύμφωνη με την ύπαρξή μας. Αυτό σημαίνει ότι η προέλευση και η ύπαρξη της πολιτικής ενότητας είναι κατ’ εξοχήν υπαρξιακή και όχι πολιτική. Ο Schmitt αναλύει την πολιτική κατάσταση ως κάτι ολοκληρωμένο, ενώ η πολιτική δεν είναι στατική αλλά προσαρμόζεται διαρκώς στην κοινωνική πραγματικότητα. Κατά τον Heller, η πολιτική είναι μια διαδικασία δυναμική που δημιουργεί το κράτος και το επιβάλλει ως ενότητα στην πολλαπλότητα. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική είναι επίσης ένας τρόπος συνεργασίας των ατόμων και η κρατική πολιτική αποσκοπεί στο να ρυθμίσει τη συνεργασία σε ορισμένο εδαφικό πλαίσιο.
Ο Heller διαφωνεί επίσης με τη σμιττιανή θέση για την προτεραιότητα της πολιτικής σε σχέση με το κράτος. Κατά την άποψή του, η διάκριση της πολιτικής εξουσίας από τις λοιπές μορφές κοινωνικής εξουσίας έγκειται στη σχέση της με το κράτος. Η πολιτική εξουσία όχι μόνον ασκείται από το κράτος, αλλά και είναι δυνητικά κρατική εξουσία, αφού σκοπός της είναι να καταστεί κρατική εξουσία. Κατά τον Heller, η πολιτική αποτελεί δράση, συνειδητή διαμόρφωση της κοινωνίας προσανατολισμένη σε ένα σκοπό. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική επιδιώκει να καταστεί κρατική πολιτική διότι μόνον αυτή μπορεί να επιβληθεί στην κοινωνία. Οι διαμορφωτές και εκτελεστές της πολιτικής επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους μέσω του κρατικού δικαίου, ελέγχοντας τον κρατικό μηχανισμό. Δεδομένου ότι η πολιτική συνδέεται με την κοινωνική πραγματικότητα είναι αναγκαία η γνώση της σε κάθε ιστορική στιγμή: «η πολιτική επιδιώκει και οφείλει να είναι η επιτυχής διαμόρφωση της κοινωνίας». Η πολιτική δράση είναι εξισορροπημένη, πλήρως προσανατολισμένη σε ορισμένο σκοπό και αναπτύσσεται με πλήρη συνείδηση των επιπτώσεών της.
Ο Heller υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να αγνοήσει την κυριαρχία και το κράτος αφού βασικό στοιχείο του προγράμματός του είναι να επιτύχει την κυριαρχία της λαϊκής βούλησης, οργανωμένης από το κράτος, επί της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι οι σοσιαλιστές πρέπει να επιδιώκουν πάγια την ενίσχυση της κρατικής κυριαρχίας. Η κυριαρχία είναι δυναμική, διαρκώς αναδομούμενη και εξελίσσεται με σχετική αυτονομία αναφορικά προς τα στοιχεία που την συνιστούν. Κατά τον Heller είναι κυρίαρχη η ενότητα/μονάδα που δεν υπάγεται σε καμιά άλλη ενότητα/μονάδα απόφασης καθολική και ικανή να καθορίζει θεμελιακά την άσκηση της εξουσίας, ως υπέρτατη πηγή νομοθεσίας και ασκούσα το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης φυσικής βίας. Αυτό σημαίνει ότι μόνο το κράτος είναι κυρίαρχο και μπορεί να ικανοποιήσει τις θεμελιακές ανάγκες της νεωτερικότητας, στην οποία ανήκει η κυριαρχία ως ιστορική κατηγορία. Ο Heller επιδιώκει να εμφανίσει το κράτος ως αρχή οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, αντιπαρατιθέμενος στις θεωρίες του θετικισμού (θεωρία του κράτους χωρίς κυριαρχία) και του ντετσιζιονισμού (θεωρία της κυριαρχίας χωρίς κράτος). Κατά τον Heller, το κράτος εγγυάται ως κυρίαρχη βαθμίδα σε ορισμένο έδαφος το συντονισμό όλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η κυριαρχία συνίσταται ακριβώς στην ενότητα βουλήσεων μέσω της απόφασης και εξηγεί ότι το κράτος αποτελεί καθολική ενότητα/μονάδα απόφασης στο έδαφός του. Αυτή η ικανότητα είναι δυνητική και όχι αναγκαστικά δεδομένη. Η εδαφική ενότητα/μονάδα απόφασης είναι θεμελιακά μια διαλεκτική ενότητα της πολλαπλότητας των κοινωνικών δραστηριοτήτων, δηλαδή η έκφραση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας.
Ο Heller δεν αποδίδει στην απόφαση τη σημασία που της δίνει ο Schmitt στην κατάσταση ανάγκης. Τη θεωρεί θεμελιακή στην κανονική κατάσταση, στην ομαλότητα της νομοθεσίας, δεδομένου ότι, κατά την άποψή του, ουσία της κυριαρχίας είναι η νομοθέτηση. Είναι κυρίαρχη η βούληση της κοινότητας που λαμβάνει τις έσχατες αποφάσεις και ασκεί την υπέρτατη νομοθετική εξουσία. Οι κανόνες δικαίου αποκτούν συγκεκριμένη μορφή με την εξωτερίκευση μιας ατομικής βούλησης. Δεν υπάρχει θετικό δίκαιο χωρίς κυριαρχία, γράφει ο Heller.
Είναι καθοριστικός ο εντοπισμός του υποκειμένου της κυριαρχίας, ενός υποκειμένου με βούληση πραγματική και με ανεξάρτητη εξουσία, ικανό να θετικοποιεί κανόνες δικαίου και να αποφασίζει μέσω αξιολογήσεων σε όλες τις περιστάσεις. Ο Heller, όπως και ο Schmitt, επιχειρεί να εντοπίσει τον κυρίαρχο. Καίτοι επαινεί το έργο του Schmitt ως τη μόνη άξια λόγου απόπειρα μελέτης της κυριαρχίας σε σύνδεση με ένα υποκείμενο ικανό να είναι φορέας της, ο Heller θεωρεί τη σμιττιανή αντίληψη αντιφατική και μη πειστική. Ο Schmitt εμφανίζει το κράτος ως δικτατορία της βούλησης, μη αντιλαμβανόμενος ότι υποκείμενο της κυριαρχίας είναι μια ενότητα/μονάδα βούλησης. Κατά τον Heller, ο κυρίαρχος αποτελεί μια ενότητα/μονάδα δραστικής απόφασης που δεν χαρακτηρίζεται από την εξαιρετικότητα της έσχατης απόφασης αλλά από τη συνήθη κατάσταση μιας σταθερής και καθολικής απόφασης που συντηρεί την κανονικότητα. Η κυριαρχία και το υποκείμενό της δεν πρέπει να κατασκευασθούν με βάση μεταφυσικές αρχές ή νομικά πλάσματα, αλλά αποτελούν κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Αν το κράτος αποτελεί ενότητα/μονάδα βούλησης και δράσης που προκύπτει από την πολλαπλότητα βουλήσεων και δεν υπόκειται σε άλλη πολιτική ενότητα/μονάδα απόφασης, κάθε φορά που αναφερόμαστε σε κυριαρχία του κράτους τη συνδέουμε με την κυριαρχία του λαού. Η ενοποίηση βουλήσεων γίνεται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και μέσω της αντιπροσώπευσης. Αυτές οι τεχνικές επιτρέπουν στο λαό ως ενότητα να κυριαρχεί επί του λαού ως πολλαπλότητα, καθιστώντας το λαό υποκείμενο της κυριαρχίας. Βασική προϋπόθεση είναι η πραγματική ύπαρξη μιας γενικής βούλησης (volonté générale) που επιβάλλει στη μειοψηφία το σεβασμό των αποφάσεων της πλειοψηφίας. Σε αυτή την προοπτική, η κρατική εξουσία είναι μια αντιπροσωπευτική εξουσία συνδεδεμένη με τη γενική βούληση και η δημοκρατία είναι μέσο διαμόρφωσης της κρατικής βούλησης και ενότητας. Η υπεροχή του λαού ως ενότητας σε σχέση με τον λαό ως πολλαπλότητα αποκλείει το ενδεχόμενο κυριαρχίας των κρατικών οργάνων και ταυτίζει την κρατική με τη λαϊκή κυριαρχία. Σε αντίθεση προς τον Schmitt, ο Heller υποστηρίζει ότι όποιος αποφασίζει εκ του Συντάγματος στην κανονική κατάσταση αποφασίζει και στην κατάσταση ανάγκης και συνεπώς κυρίαρχος στη δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν είναι ο Πρόεδρος αλλά ο λαός.
Η θεωρία του κράτους του Heller είναι ταυτόχρονα θεωρία της δημοκρατίας και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Διαλέγεται με την παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης και προτείνει την αντικατάσταση του ταξικού κράτους από το σοσιαλισμό. Όπως παρατηρεί ο Bauer, ο Heller μετατρέπει τη θεωρία του κράτους που βασίζεται στην ιδέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και στην πολιτειολογία σε κλάδο που θεμελιώνει και σχεδιάζει την ουσιαστική δημοκρατία, επιδιώκοντας την ενσωμάτωση της πολλαπλότητας του λαού στην κρατική ενότητα.
Δεν υπάρχει κρίση της δημοκρατίας αφού η δημοκρατία είναι η μόνη μορφή νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Η κρίση αφορά στον κοινοβουλευτισμό, ορθότερα στην κοινοβουλευτική πρακτική στο πλαίσιο μετάβασης από την ατομιστική στην κοινωνική δημοκρατία. Συνειδητοποιώντας τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, το προλεταριάτο θα επιδιώξει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. Η δημοκρατική μορφή της ταξικής πάλης θα γίνει σεβαστή αν η δημοκρατία προσφέρει πιθανότητες νίκης στο προλεταριάτο. Στην αντίθετη περίπτωση, το προλεταριάτο θα καταπολεμήσει το ταξικό κράτος και θα αντιπαρατάξει στη δικτατορία του αστικού κράτους τη δική του δικτατορία. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία και η αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξουσίας απειλούνται από την έλλειψη κοινωνικής ομοιογένειας και οικονομικών συνθηκών για υπέρβαση των κοινωνικών διακρίσεων.
Αυτή η κρίση εμφανίζεται και στην ευρωπαϊκή κουλτούρα του κράτους δικαίου που, κατά τον Heller, γνώρισε βαθιές αλλαγές μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο αναπτυγμένος και οργανωμένος καπιταλισμός επιτρέπει την παγίωση της πολιτικής συνείδησης του προλεταριάτου και η αστική δημοκρατία έρχεται αντιμέτωπη με διεκδικήσεις κοινωνικής δημοκρατίας. Η αύξηση της εργατικής συμμετοχής στα Κοινοβούλια αρχίζει να ενοχλεί την αστική τάξη που εξισώθηκε πολιτικά και νομικά με το προλεταριάτο. Αλλά το προλεταριάτο εξακολουθεί να είναι οικονομικά αδύναμο και επιχειρεί να ελέγξει την οικονομική εξουσία με τη νομοθεσία, υποτάσσοντας την οικονομία στο κράτος δικαίου, στη διεύρυνση των κοινωνικών παροχών και στον περιορισμό ή και στην απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας. Μια και δεν υπάρχει δυνατότητα αποκλεισμού της εργατικής τάξης από τη νομοθετική εξουσία στο κράτος δικαίου, η αστική τάξη αρχίζει να αμφισβητεί το κράτος δικαίου και ιδίως την υποταγή στους νόμους (δηλαδή στη βούληση της πλειοψηφίας) και αναζητά δικτατορικές λύσεις που θα επαναφέρουν την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία της. Απορρίπτοντας το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, η αστική τάξη απαρνείται την ιστορία της, θύμα των σφαλμάτων και της μυωπίας της. Το δίλημμα της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είναι, για τον Heller, η επιλογή μεταξύ φασιστικής δικτατορίας και κράτους δικαίου. Ο ίδιος προτείνει φυσικά την εμβάθυνση του κράτους δικαίου στην κατεύθυνση του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Το κοινωνικό κράτος δικαίου είναι η κυρίαρχη τάξη της οικονομίας που επιδιώκει να υποτάξει την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς σε μια νομικοπολιτική εθνική οργάνωση: «Η προλεταριακή διεκδίκηση για κοινωνική δημοκρατία σημαίνει την επέκταση στα ζητήματα εργασίας και εμπορίου της ιδέας του ουσιαστικού κράτους δικαίου». Οι σφαίρες της κοινωνικής ζωής πρέπει να σχεδιάζονται με βάση την πολιτική βούληση του κυρίαρχου λαού. Το οικονομικό δίκαιο πρέπει να εξαλείψει την οικονομική αναρχία, ουσιαστικοποιώντας την κρατική κυριαρχία επί της οικονομίας και όχι δημιουργώντας μια κρατική οικονομία ή επιφέροντας τη διάλυση του κράτους στην οικονομία. Ο σοσιαλισμός καταπολεμά την αναρχία της παραγωγής δημιουργώντας μια σχεδιασμένη κοινοτική οικονομία που προστατεύει τους εργαζομένους από την αυθαιρεσία και το απρόβλεπτο της καπιταλιστικής οικονομίας που στοχεύει στο κέρδος.
Για τον Heller το κοινωνικό κράτος είναι ένα σοσιαλιστικό κράτος που ξεκινά από την υπόθεση της αδυναμίας να δοθεί συνέχεια στην ταξική δομή του παροντικού κράτους. Η πολιτική πρέπει να επιβάλλεται στην οικονομία σε ένα κρατικό μοντέλο ένταξης μέσω του δημοκρατικού σοσιαλισμού και του εκδημοκρατισμού της οικονομίας. Για τον πραγματικό εκδημοκρατισμό είναι αναγκαία μια διττή στρατηγική: διατήρηση των θεμελίων της αστικής δημοκρατίας και ταυτόχρονος κοινωνικός και πολιτικός μετασχηματισμός, ξεπερνώντας το ταξικό κράτος με τον εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας. Η επιλογή του Heller υπέρ του κοινωνικού κράτους δεν αποβλέπει στη βελτίωση ή νομιμοποίηση του καπιταλισμού, όπως συνέβη με τα κοινωνικά κράτη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εκφράζει τον αντικαπιταλισμό, διεκδικώντας ένα σοσιαλιστικό και δημοκρατικό κράτος. Αυτή είναι η χειραφετητική πλευρά της πρότασης του Hermann Heller που δεν πρέπει να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί.
Το κράτος είχε θεμελιακό ρόλο στη γερμανική οικονομία της περιόδου. Η αύξηση ή μείωση των κοινωνικών παροχών επηρέαζε τον πυρήνα του συνταγματικού συστήματος, εφόσον οι διαμάχες σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες σχετιζόταν με τη νομιμοποίηση του καθεστώτος. Στην περίοδο της σχετικής σταθερότητας μεταξύ 1924 και 1928, οι εργατικοί αγώνες επέτρεψαν την επέκταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων μέσω της κρατικής παρέμβασης. Όπως είδαμε, τα συνδικάτα διεκδίκησαν την οικονομική δημοκρατία, επιδιώκοντας την προοδευτική τροποποίηση των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής στην κατεύθυνση του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Η πρόταση της οικονομικής δημοκρατίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ανησυχούσε τους αστούς περισσότερο απ’ ό,τι ο κομμουνισμός, δεδομένου ότι εξασφάλιζε ευρεία λαϊκή απήχηση. Η οικονομική κρίση του 1929 όξυνε τις συγκρούσεις σχετικά με τις διανεμητικές πολιτικές, αυξάνοντας την αντιπαλότητα καπιταλιστών και εργαζομένων. Το κράτος δεν είχε περιθώρια δράσης και η συνταγματική επιλογή υπέρ του κοινωνικού κράτους έγινε στόχος κριτικής των οικονομικά προνομιούχων ομάδων.
Όπως γράφει ο Marramao, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν αντιλήφθηκε ότι οι κινητήριες δυνάμεις του οργανωμένου καπιταλισμού είναι εκείνες που θέτουν σε κίνδυνο τη δημοκρατική-κοινοβουλευτική ισορροπία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από το 1929, οι γερμανοί καπιταλιστές κηρύσσουν πόλεμο στο κράτος των συνδικάτων (Gewerkschaftsstaat), επιδιώκοντας να τεθεί τέρμα στην αύξηση μισθών και εργατικών δικαιωμάτων, αλλά και στο ίδιο το κοινωνικό κράτος. Παρουσιάζουν δε την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους ως λύση εξόδου από την οικονομική κρίση. Πρόκειται για πολιτική περιορισμού των κοινωνικών παροχών που θα καταστεί κυρίαρχη από το 1930 με τις «προεδρικές κυβερνήσεις» των Brüning, von Papen και von Schleicher.
1 Το κείμενο, γραμμένο στα πορτογαλικά, παραχωρήθηκε στις Θέσεις από τον συγγραφέα του.
2 Η αδιαφορία για το κράτος και την πολιτική εξηγεί την κριτική του Κέλσεν στη δεκαετία του 1920, ιδίως στις θέσεις του Max Adler, συγκρίνοντάς τις με τις θέσεις του Ferdinand Lassalle που θεωρούσε το κράτος εργαλείο ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και πιθανό μέσο για δημιουργία ενός δημοκρατικού και σοσιαλιστικού καθεστώτος μέσω εκλογών. Ο Kelsen συνιστούσε στους μαρξιστές «επιστροφή στο Lassalle» (zurück zu Lassalle). Hans KELSEN, Sozialismus und Staat: Eine Untersuchung der politischen Theorie des Marxismus, 3η εκδ., Wien, Verlag von Wiener Volksbuchhandlung, 1965, σ 24-33, 170-174. Γι αυτή την κριτική του Κέλσεν βλ. Giacomo MARRAMAO, O Político e as Transformações: Crítica do Capitalismo e Ideologias da Crise entre os Anos Vinte e Trinta, Belo Horizonte, Oficina de Livros, 1990, σ. 183-186.
Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 111, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2010