Όταν οι ερωτευμένοι βεβαιώνουν ο ένας τον άλλον ότι η μοίρα μπορούσε μόνο αυτούς να φέρει κοντά, λένε αντικειμενικά ένα ψέμα ή μάλλον πολλά.
Έγκον Σίλε (Θάνατος και Κόρη)
Όταν οι ερωτευμένοι βεβαιώνουν ο ένας τον άλλον ότι η μοίρα μπορούσε μόνο αυτούς να φέρει κοντά, ότι δεν υπάρχει κανείς και καμιά καταλληλότερη, λένε αντικειμενικά ένα ψέμα ή μάλλον πολλά: πρώτον, δεν ξέρουν αν υπάρχει μοίρα, κάρμα, πεπρωμένο ή οτιδήποτε σχετικό. Μάλλον δεν υπάρχει παρά μόνο τυχαιότητα. Δεύτερον δεν ξέρουν τι είναι η τυχαιότητα και πώς «δουλεύει». Τρίτον δεν ξέρουν τι θα πει «καταλληλότερος» ή πιο «ταιριαστός». Αυτή/-ός που κρατά περισσότερο το ερωτικό πάθος ζωντανό, που σε κάνει να γελάς, που σου κάνει τα χατίρια, που κάνει καλύτερη την καθημερινότητά σου, που σου θυμίζει τους γονείς σου, που σε ιντριγκάρει διανοητικά (οι κατηγορίες θα μπορούσαν να επεκτείνονται στο διηνεκές); Τέταρτον, δεν έχουν ιδέα για το τι θα συμβεί στο μέλλον, όταν η καθημερινότητα (αυτή που κάμπτει επαναστάσεις κατά τον Γκόρκι) θα μπει στη μέση. Οι ερωτευμένοι ωστόσο νιώθουν ότι πράγματι το σύμπαν μετασχημάτισε τα πράγματα έτσι ώστε να συναντηθούν μεταξύ δισεκατομμυρίων πιθανοτήτων αυτοί οι δύο.
Δεν πρόκειται ακριβώς περί ψέματος μάλιστα: η αλήθεια είναι ότι κάθε συνάντηση συνεπάγεται τον αποκλεισμό χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ακόμα πιθανοτήτων. Αυτή η ακατανόητη καθότι αναιτιολόγητη και μη προκαθορισμένη, συνάντηση γεννά ένα κενό: γιατί εμείς, γιατί εδώ, γιατί τώρα, γιατί έτσι;
Στην πραγματικότητα το ψέμα (το συγκεκριμένο είδος ψέματος) αποτελεί εκδήλωση μιας υπαρξιακώς σωτήριας φαντασίας. Κανείς δεν μπορεί να αναμετράται διαρκώς με την άβυσσο, βασικότερη ίσως εκδήλωση της οποίας είναι η τυχαιότητα. (Ακόμα και ο θάνατος, αν ξέραμε, αν είχαμε ατράνταχτες αποδείξεις ότι υπακούει σε ένα προκαθορισμένο σχέδιο ζωής και θανάτου, ατομικά επικεντρωμένο στον καθέναν από εμάς, με το όνομά μας γραμμένο πάνω του, θα ήταν κάπως λιγότερο τρομακτικός. Το πρόβλημα είναι ότι όπως λέει στην «7η σφραγίδα» του Μπέργκμαν, ούτε αυτός ο ίδιος ξέρει αν, τι και γιατί υπάρχει μετά. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι ο θάνατος δεν υπάρχει κατά κυριολεξία ως οντότητα.)Η τυχαιότητα όμως είναι δυσβάστακτη ή μάλλον αβάστακτη. Μας εμφανίζει στην ατομικότητά μας ως έρμαια του ακατανόητου ή ακόμα χειρότερα ως έρμαια αυτού που ίσως δεν υπάρχει καν.
Οι άνθρωποι χρειάζεται να επιστρατεύσουμε τους εγκεφάλους μας και μάλιστα όχι σε ατομικό αλλά σε συλλογικό επίπεδο προκειμένου να προστατευτούμε από την επίδραση της αβύσσου. Νιώθουμε, φανταζόμαστε και φτιάχνουμε σχέσεις, τους δίνουμε περιεχόμενο και τα πράττουμε όλα αυτά γνωρίζοντας ότι όπως και να έχει κάποια στιγμή θα διαρραγούν και θα καταρρεύσουν, είτε από τις επιλογές μας, είτε από τον θάνατο. Κάπως έτσι η κάθε ερωτική επιλογή (κι όσο πιο μακρόχρονη είναι τόσο περισσότερο) αποκτά κάτι ηρωικό και πένθιμο, όχι παρόλο αλλά εξαιτίας της ανάτασης που προκαλεί. Μιας ανάτασης που είναι προορισμένη να καταρρεύσει.
Αυτή η ανθρώπινη ιδιότητα δεν εξελίσσεται φυσικά στο κενό αλλά μέσα σε συγκεκριμένες υλικές συνθήκες. Ερωτευόμαστε, φανταζόμαστε μέσα στον καπιταλισμό, μέσα στον πόλεμο, ως φτωχοί ή πλούσιοι, ως πρόσφυγες ή ως ντόπιοι, μέσα σε όλα όσα συνθέτουν την υλική μας πραγματικότητα. Εξ ου και κάθε δημιουργική φαντασία μας, καθετί που αυτή γεννά δοκιμάζεται μέσα στην πραγματικότητα. Κάθε έρωτας είναι μια πάλη ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα.
Το ίδιο συμβαίνει με κάθε ιδέα. Άλλες ιδέες αντέχουν γιατί έχουν ένα γερό υλικό θεμέλιο προκειμένου να τις υποστηρίζει. Άλλες πάλι καταρρέουν γρήγορα. Η ψυχική αντοχή του ανθρώπου και των κοινοτήτων του είναι το αποτέλεσμα της εξίσωσης μεταξύ συλλογικότητας, φαντασίας και πραγματικότητας. Το ζήτημα είναι φλέγον σε κάθε κλίμακα, συμπεριλαμβανομένης της συλλογικής. Επιπλέον, προκαλεί τεράστια αγωνία. Γνωρίζουμε ότι η σύγκρουση με την πραγματικότητα μπορεί να αποβεί μοιραία αλλά παρόλα αυτά συνεχίζουμε.
Εδώ είναι που έρχεται ο ύστερος καπιταλισμός για να προσφέρει ορισμένες διεξόδους. Αν η ηρωική φύση των ανθρωπίνων ιδεών είναι η ύπαρξη ορίου σε αυτές, ο καπιταλισμός προσφέρει την κατάργηση κάθε ορίου. Όσο η τεχνητή νοημοσύνη, οι λογής ρέπλικες των προσωπικοτήτων μας, τα άβατάρ μας θα βελτιώνονται και θα μπαίνουν πιο βαθιά σε ρεαλιστικούς τρισδιάστατους κόσμους, θα μπορούμε να πλάθουμε κόσμους ή ακόμα καλύτερα «φούσκες» προσαρμοσμένες στην κάθε ιδέα μας. Αντί να χρειαστεί να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα, θα προσαρμόζεται εκείνη σε εμάς και μάλιστα σε κάθε ιδέα μας ή φαντασία μας. Με την premiumι δίως συνδρομή, το όριο θα καταργείται ή τουλάχιστον θα μετατοπίζεται εντυπωσιακά. Ο κόσμος θα μπορεί σε μαζική κλίμακα να καταναλώνει τον εαυτό του και τις ηδονές του. Θα πρόκειται στην πραγματικότητα για έναν κόσμο απόλυτης σιωπής, ολοκληρωτικά αντιηρωικό. Καμία διακινδύνευση, πέραν ίσως από ένα γενικευμένο blackout.
Κι αν αυτό μπορεί να εμπεδωθεί σε προσωπικό επίπεδο, τότε γιατί όχι και σε συλλογικό; Λαοί του φυσικού κόσμου και λαοί του κυβερνοχώρου, με τους τελευταίους να εκτοπίζουν σιγά- σιγά τους πρώτους. Αν μπορείς να έχεις τη δική σου ατομική Παλαιστίνη, γιατί να πεθαίνεις για ένα κομμάτι γης;
Όχι, δεν πρόκειται για ένα τεχνοφοβικό άρθρο. Απλώς είναι ότι το ανθρώπινο δράμα προορίστηκε να είναι ατελείωτο. Ατελείωτο και δράμα, όχι μελόδραμα. Είναι κρίμα να το λήξει ο ύστερος καπιταλισμός προκειμένου να αποσείσει τον πόνο, μέσα σε συνθήκες γενικευμένης ύπνωσης και νάρκωσης. Άλλωστε δεν μπορείς να λήξεις το ανθρώπινο δράμα, χωρίς να λήξεις και τον άνθρωπο μαζί του.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Θέμης Τζήμας
Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διεθνή συνέδρια και σε νομικές επιθεωρήσεις και έχει συμμετάσχει σε διάφορες διεθνείς αποστολές.