Ή πώς να μαζέψεις τα ασυμμάζευτα
Η τελευταία τραγελαφική διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η τρίτη και η φαρμακερή κατά τη λαϊκή έκφραση, εάν εξαιρέσουμε τις μεμονωμένες αποχωρήσεις στελεχών και μελών που πλέον δεν μπορούν να καταμετρηθούν (π.χ ο Πέτρος Κόκκαλης που ίδρυσε την πολιτική κίνηση ΚΟΣΜΟΣ).
Την πρώτη μαζική αποχώρηση της αριστερής αντιπολίτευσης , εκείνη που έγινε μετά την ματαίωση της λαϊκής ετυμηγορίας όπως εκφράστηκε στο Δημοψήφισμα του Ιουλίου του ’15, την οπισθοχώρηση και υπογραφή του τρίτου μνημονίου στο τέλος του καλοκαιριού , την ξορκίζουν όλοι κι αυτοί που έφυγαν κι αυτοί που έμειναν, επιθυμώντας να την θάψουν στα βάθη του πολιτικού τους ασυνείδητου.
Οι τελευταίες εξελίξεις όμως, οδήγησαν το κόμμα να χάσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή, να αρκεστεί σε 26-27 βουλευτές – γεγονός πρωτοφανές, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά. Το δε πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, με ευθύνη των στελεχών και της ηγεσίας του, βυθίστηκε στη γελοιότητα , έρμαιο στη χλεύη των αντιπάλων του και όχι μόνον…
Και είναι γνωστό πως μια πολιτική ακόμα και στρατιωτική ήττα , μπορεί να είναι προάγγελος μιας μεγαλύτερης νίκης, στο πεδίο της πραγματικής μάχης ή της ηθικής και της Ιστορίας, ενώ η γελοιότητα ρίχνει, βυθίζει τους συμμετέχοντες στην ανυποληψία. Κι απ’ αυτήν δεν συνέρχεσαι.
Παρότι σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η ιχνηλάτηση των αιτιών αυτής της αναξιοπρεπούς πτώσης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι πρωταγωνιστής των γεγονότων – ως σκιώδης οργανωτής- δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Αλέξης Τσίπρας. Είναι αυτός που από το 2012, δυστυχώς στην πλάτη ανθρώπων του κινήματος, αριστερών και μαχόμενων στους δρόμους εκείνων των ζοφερών χρόνων, άνοιγε το δρόμο πολιτικά για την δεξιά σοσιαλδημοκρατία και οργανωτικά για βαθμιαία ρευστοποίηση του κόμματος σε χαλαρό εκλογικό μηχανισμό και “μάζα” νομιμοποίησης του εκάστοτε ηγέτη, που ονομάστηκε «δημοκρατία της βάσης», προοικονομώντας τη δημοκρατία του δίευρου. Αυτή η πορεία οδήγησε αναπόδραστα στην σημερινή αποσύνθεση.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα , μια παρέμβαση του Διονύση Τεμπονέρα , νομικού και στελέχους του κόμματος, προσπαθεί να επαναφέρει κάποιους όρους πολιτικής συζήτησης και σοβαρότητας, σε έναν χώρο που κατάφερε να αυτοτραυματιστεί και να απαξιωθεί μόνο του, ήτοι από εσωτερικές πολιτικές αιτίες.
Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ουσιαστικές πολιτικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων διαφωνούντων ένθεν κακείθεν, δεν έχουν παρουσιαστεί όλο αυτό το διάστημα, από την αναρρίχηση του Στ. Κασσελάκη στην Προεδρία του κόμματος με το γνωστό τρόπο, έως την καθαίρεσή του πρόσφατα με τον τρόπο που αυτή έγινε. Αν εξαιρέσει κανείς τα «πολιτικά μαργαριτάρια» του τέως Προέδρου που απλώς καταδείκνυαν την πολιτική του αγραμματοσύνη και ασχετοσύνη με όλα τα θέματα που ανέκυπταν, ιστορικά, πολιτικά, πολιτιστικά κ.ο.κ και αναλάμβαναν κάθε φορά να τα διορθώσουν οι υπόλοιποι, ή να βρουν ευκαιρία να χλευάσουν οι αντίπαλοι, ουσιαστικές πολιτικές διαφορές δεν ανέκυψαν. ΄Ολοι μιλούν περισσότερο για ζητήματα εσωκομματικής ελευθερίας και «παλιάς φρουράς» έναντι «καινούργιας», με ασαφή πολιτικά χαρακτηριστικά στ’ αχνάρια όμως που χάραξε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ήτοι της «δημοκρατικής παράταξης».
Για όλους η «Ριζοσπαστική Αριστερά» είναι ένα τελευταίο βαρίδι του τίτλου και τίποτε άλλο.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα της τελευταίας δήλωσης αποχώρησης έξι στελεχών της Νεολαίας του κόμματος που αναφέρει ότι αποχωρούν « αρνούμενοι να υπερασπιστούν την εκτροπή που το μετέτρεψε από το σύγχρονο εκφραστή της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης σε έναν ανυπόληπτο και φοβικό οργανισμό αμφίβολης εσωκομματικής λειτουργίας.»
Ο Διονύσης Τεμπονέρας χαίρει γενικά μιας κάποιας εκτίμησης και λόγω οικογενειακής καταγωγής αλλά και του γεγονότος ότι απείχε από τις διαδικασίες υποψηφιοτήτων Προέδρων, είχε δε προλάβει να παραιτηθεί από το ΠΓ και την ΚΕ από το καλοκαίρι, χωρίς όμως και να προσχωρήσει στη Νέα Αριστερά.
Μάλιστα μαζί με τον Αντώνη Κοτσακά , πρώην πρόεδρο επιτροπής δεοντολογίας και τον Χάρη Τσιόκα, μέλος οργανωτικού Γραφείου , είχαν από το περασμένο καλοκαίρι παρέμβει με κείμενο πολιτικών θέσεων «αριστερόστροφου» προσανατολισμού.
Την προηγούμενη βδομάδα επανήλθε αφενός μεν δηλώνοντας την πρόθεσή του να βοηθήσει στην «επανεκκίνηση του Σύριζα», αφετέρου με μία «πρόταση 7 σημείων για ενδεχόμενη εκλογική συμπόρευση».
Με αυτήν προσπαθεί να επαναφέρει με κάποιον τρόπο την πολιτική συζήτηση στο προσκήνιο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο Σύριζα απώλεσε τη θέση της Αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ετσι προσπαθεί με κάλεσμα προς την Νέα Αριστερά και άλλους ανεξάρτητους βουλευτές, να συμπτύξουν μέτωπο κατά της Δεξιάς, εν όψει μάλιστα της πιθανότητας, κατά την εκτίμησή του, προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
Είναι χαρακτηριστικό όμως πως σε αντίθεση με την πρόταση του Καλοκαιριού, σ’ αυτό το «Δημοκρατικό Μέτωπο» δεν συμπεριλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο απευθύνει μόνο συνεργασία στο θέμα αντιμετώπισης του Προϋπολογισμού και του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Κατά τα άλλα προτείνει στις ομάδες, βουλευτές και τη Ν. Αριστερά, ουσιαστικά δηλαδή σε όλους τους αποχωρήσαντες από το Σύριζα, μια πορεία προγραμματικών συγκλήσεων και διαλόγου έως την ΄Ανοιξη, με «μοναδικό αντίπαλο τη «δεξιά» και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές» και στόχο τελικά την εκλογική σύμπραξη.
Είναι επίσης φανερό ότι προσπαθεί να θέσει ένα όριο αλλά και ένα ανάχωμα στις διαρροές βουλευτών προς το υπό διαμόρφωση κόμμα του Στ. Κασσελάκη, δίνοντας έναν στόχο – όραμα στην εναπομείνασα κοινοβουλευτική ομάδα του Σύριζα.
Η επαναφορά από τον Διονύση Τεμπονέρα της αντινεοφιλελεύθερης ατζέντας, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη και από την άποψη της αγχώδους προσπάθειας να προλάβουν να καλυφθεί ένας πολιτικοκοινωνικός χώρος που φαίνεται αυτή τη στιγμή να είναι έρμαιο μεταξύ των υπολειμμάτων του Σύριζα, των ερμαφρόδητων πολιτικών του ΠΑΣΟΚ και του χαώδους Κασσελακικού πολιτικού στίγματος.
Ταυτόχρονα για όποιον έχει συμμετάσχει ενεργά στις προσπάθειες, ακόμα και στις καλύτερες στιγμές του προ 10ετίας Σύριζα να δομήσει έναν κυβερνητικό λόγο αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και έχει βιώσει την σταδιακή ήττα και μετάλλαξη, είναι φανερό πως αυτός ο δρόμος είναι πια οριστικά χαμένος. Πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να υπηρετηθεί από ένα πολιτικό προσωπικό που υπαναχώρησε με την πρώτη δυσκολία και άρνηση του Διευθυντηρίου της ΕΕ και δεν είχε το θάρρος έγκαιρα να απευθυνθεί στο λαό, να εξηγήσει, να προτείνει έναν άλλον δρόμο και να αρνηθεί να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» που είχε αφήσει στη μέση ο Αντώνης Σαμαράς.
Γνωρίζουμε από στοιχειώδη πολιτική εμπειρία ότι σε πολύ δύσκολες κοινωνικές συνθήκες αναδύεται μία λαϊκή προσδοκία. Είτε αναμένουν τον ισχυρό ή «λαϊκό» Ηγέτη ως Σωτήρα, ή σε άλλες περιπτώσεις , κυρίως για κοινά πιο πολιτικοποιημένα , αναδύεται η απαίτηση συνένωσης συγγενών πολιτικών δυνάμεων για πολιτική ανατροπή.
Στην τρέχουσα βέβαια περίπτωση όλα τα παραπάνω επιστρέφουν ως φάρσα.
Παρ’ όλα αυτά, τα λαϊκά αιτήματα επιμένουν και παραμένουν. Επαναφορά συλλογικών συμβάσεων εργασίας, υπεράσπιση του λαϊκού εισοδήματος έναντι της ακρίβειας, αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, η ληστρική τραπεζική επιδρομή στη λαϊκή κατοικία, ο πόλεμος στη Γάζα και την Ουκρανία και η απαίτηση της αποχής της χώρας μας από την οποιαδήποτε συμμετοχή, η αριστερή διεθνιστική άποψη σχετικά με τις τεράστιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και προκλήσεις, η στοιχειώδης υπεράσπιση της δημόσιας περιουσίας και γιατί όχι η απαίτηση της επιστροφής σε δημόσιο έλεγχο επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα, το οικολογικό ζήτημα που έχει πάρει τερατώδεις διαστάσεις με το πλήγωμα των βουνών μας από τις ανεμογεννήτριες και των αγροτικών γαιών από τα φωτοβολταϊκά (ΔΕΗ, ΟΣΕ, υπεράσπιση ΕΥΔΑΠ κλπ), τόνωση και υποστήριξη του ΕΣΥ κλπ.
Και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που η κρίση βαθαίνει τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία κυρίως λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους εξ αιτίας του πολέμου με τη Ρωσία.
Πιστεύει ο Διονύσης Τεμπονέρας ότι αυτή η στοιχειώδης ατζέντα μπορεί να υπηρετηθεί από τον τρέχοντα σύριζα και τις παραφυάδες του;
Γιατί μια αντινεοφιλελεύθερη ατζέντα , στην οποία και ομνύει, το λιγότερο που πρέπει να περιλαμβάνει είναι τα παραπάνω.
Και επίσης ένα τέτοιο λαϊκό πρόγραμμα απαιτεί αντίστοιχο κόμμα, οργανωμένα μέλη, συμμετοχή σε αγώνες, συνδικάτα, πολιτική συζήτηση, κοινωνικό μέτωπο από τα κάτω, συνειδητοποίηση, αλληλεγγύη κλπ., κλπ.
Όμως η πραγματικότητα είναι επίμονη και επίπονη.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο στο Σύριζα αλλά και τις άλλες πολιτικές οργανώσεις και κόμματα. Τουλάχιστον αυτές και αυτά που τοποθετούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Υ.Γ.1 Επειδή απ’ ότι φαίνεται «Μωραίνει Κύριος όν βούλεται απωλέσαι», τα στελέχη του Σύριζα αλλά και της Νέας Αριστεράς, επιχαίρουν για τα εγκωμιαστικά προς τον Αλέξη Τσίπρα αποσπάσματα της αυτοβιογραφίας της ΄Αγγελα Μέρκελ, σε αντίθεση για παράδειγμα για τα απορριπτικά προς τον Σαμαρά .
Επειδή ο Αντώνης Σαμαράς δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει το Μνημονιακό Πρόγραμμα και κυρίως στο σημείο που η ΕΕ πίεζε για το Ταμείο Ξεπουλήματος της Δημόσιας Περιουσίας. Κι έπειτα ήρθε ο Αλέξης. Ακόμα και το Δημοψήφισμα εμφανίζεται ως κόλπο γκρόσο για να πιεστεί και να πεισθεί ο Ελληνικός Λαός ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος».
Μπράβο και εις ανώτερα.
Υ.Γ.2 Δεν έχουμε κανέναν λόγο ν’ αμφιβάλλουμε ότι τα γεγονότα συνέβησαν έτσι όπως ακριβώς τα περιγράφει η Βασιλική Σιούτη στο ρεπορτάζ της:
“Σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ της Deutsche Welle: «Η καγκελάριος ήταν πολύ καλύτερα ενημερωμένη για την κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα και τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ απ’ ό,τι πιθανώς να υπέθετε ο κ. Σαμαράς. Μετά τις εκλογές του 2012 το Βερολίνο διατηρούσε, μέσω της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα και του τότε πρέσβη Βόλφγκανγκ Ντόλντ, ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αποτέλεσμα αυτών των σχέσεων ήταν η συνάντηση Τσίπρα-Σόιμπλε για τα οικονομικά της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 2013 στο Βερολίνο».
Αλλά και λίγες εβδομάδες πριν από την επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά τον Σεπτέμβριο του 2014, είχε πραγματοποιηθεί στο Βερολίνο μια άλλη συνάντηση που θεωρούσαν σημαντικότερη. «… Στελέχη των γερμανικών υπουργείων Οικονομικών και Οικονομίας συζητούσαν για ώρες στο υπουργείο Εργασίας με τους Γιάννη Δραγασάκη, Γιώργο Σταθάκη και Γιώργο Χουλιαράκη. Οι Γερμανοί τεχνοκράτες κυριολεκτικά “ανέκριναν” τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ για τις προθέσεις τους εφόσον αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Για μια ακόμη φορά το Βερολίνο διαπίστωνε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ανατρεπτική δύναμη συνιστούσε και ούτε στόχευε στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη». Άλλωστε, ο Γιάννης Δραγασάκης, πριν έρθουν στην εξουσία, είχε ξαναδιαβεβαιώσει Γερμανούς βουλευτές ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα από μία μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. “
Υ.Γ3 : ΄Οσο τα στελέχη και οι Βουλευτές του Σύριζα που υπέγραψαν, ψήφισαν στη βουλή ή ανέχτηκαν την υπογραφή του Γ’ Μνημονίου, δεν κάνουν την αυτοκριτική τους σε σχέση με αυτή τους τη στάση το καλοκαίρι του ’15, τόσο αυτή η πληγή θα χάσκει στο σώμα της κοινωνίας που κάποια στιγμή ονειρεύτηκε έναν άλλο δρόμο για τη χώρα και τόσο ο χώρος του Σύριζα είτε πρώην, είτε νυν είτε μελλοντικός, με όποιο όνομα και αν εμφανίζεται θα μένει χαμένος στην ανυποληψία.
Αλλά ούτε και το κίνημα έχει ξεμπερδέψει με κείνα τα γεγονότα.
Και πρέπει να επανέλθουμε.
https://kommon.gr/paremvaseis/item/20226-syriza-prospatheia-na-sosoun-otidipote-ki-an-sozetai-tis-olgas-moschochoritou?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=syriza-prospatheia-na-sosoun-otidipote-ki-an-sozetai-tis-olgas-moschochoritou