Εμβληματικό στιγμιότυπο από τη μεγάλη απεργία του 1937 στην αμερικανική χαλυβουργία. Στο Μονρόε του Μίτσιγκαν, η απεργιακή φρουρά της Νιούτον Στιλ αντιμετωπίζει δυναμικά αστυνομία και απεργοσπάστες. Στην πρώτη γραμμή εργάτριες και υπάλληλοι γραφείου, με μαντίλια στο πρόσωπο και τα απαραίτητα σύνεργα ανά χείρας
Τελικά, η καραντίνα μοιάζει με ποντικοπαγίδα: όσο εύκολα μπαίνει σ’ αυτήν μια κοινωνία, τόσο δύσκολη αποδεικνύεται η συλλογική έξοδος απ’ αυτήν. Για την επιτυχή εφαρμογή της στη χώρα μας, και τη συνακόλουθη διάψευση των ανιστόρητων στερεοτύπων περί εγγενούς απειθαρχίας των Νεοελλήνων, άρκεσαν το σοκ από την τραγωδία της γειτονικής βόρειας Ιταλίας και η επίγνωση των περιορισμένων αντοχών του εγχώριου συστήματος υγείας, έπειτα από δεκαετίες υποχρηματοδότησης και με διακηρυγμένη την κυβερνητική πρόθεση ξηλώματός του. Τα όποια κατασταλτικά μέτρα, λειτούργησαν επειδή ακριβώς στηρίχτηκαν σε μια ευρύτατη κοινωνική συναίνεση.
Δεν χρειάζεται, ωστόσο, ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς πως η δρομολόγηση της εξόδου απ’ αυτό το έκτακτο καθεστώς ανατρέπει σε μεγάλο βαθμό αυτά τα δεδομένα. Οχι μόνο επειδή ένας συλλογικός αυτοεγκλεισμός διαφέρει δομικά από τη συμμόρφωση σ’ ένα σύνθετο σύστημα επιλεκτικών περιορισμών και κανόνων, αλλά και γιατί η κοινωνική νομιμοποίηση αυτού του τελευταίου δεν είναι καθόλου δεδομένη εκ των προτέρων.
Οι σχετικές επιλογές και προτεραιότητες, κατά τη μακρόσυρτη επιστροφή σε κάποια εκδοχή κανονικότητας, θα επαναφέρουν σε πρώτο πλάνο ό,τι απώθησε ο καθολικός, διαταξικός φόβος της προηγούμενης φάσης: τις κοινωνικές ανισότητες που οξύνθηκαν από τη δίμηνη υγειονομική κρίση, την ιδιοτέλεια και ταξική μεροληψία των κρατούντων, τον άνισο επιμερισμό των επιπτώσεων μιας υγειονομικής κρίσης που θα μετατραπεί σε κοινωνική. Την ταξική πάλη, μ’ άλλα λόγια. Ως κοινωνικό φαινόμενο, αυτή η τελευταία δεν πρόκειται βέβαια να εξαλειφθεί επειδή προηγήθηκαν αλλεπάλληλες ήττες του κόσμου της εργασίας· απεναντίας, αυτές οι ήττες εκλαμβάνονται ήδη ως ένα βολικό εφαλτήριο, για την ακόμη δραστικότερη τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του μεγάλου και μικρού κεφαλαίου. Σε μια συγκυρία, ιδίως, κατά την οποία θα κριθεί ποιος θα πληρώσει και σε ποιο βαθμό τον λογαριασμό τού «μένουμε σπίτι».
Μπορούμε να είμαστε κάτι παραπάνω από σίγουροι πως οι κυρίαρχες τάξεις και το πολιτικό προσωπικό τους είναι απόλυτα προετοιμασμένες γι’ αυτήν την επερχόμενη σύγκρουση. Αν μη τι άλλο, το έδειξε η αστραπιαία οικοδόμηση του «επιτελικού κράτους» μέσα στο περασμένο καλοκαίρι, με νομοσχέδια έτοιμα από καιρό, προκειμένου να συγκροτηθεί ένα αυταρχικό θεσμικό πλέγμα, οι πραγματικές διαστάσεις του οποίου δεν πρόλαβαν ακόμη να γίνουν ευρύτερα αντιληπτές.
Το δείχνει, επίσης, η απροκάλυπτα σκανδαλώδης διαχείριση του δημόσιου χρήματος εν μέσω καραντίνας, με την πλήρη κάλυψη της ολιγαρχίας των ΜΜΕ. Το προοιωνίζεται, τέλος, η αγχώδης προληπτική καταγγελία του «λαϊκισμού» στο πρωθυπουργικό διάγγελμα της εξόδου από την καραντίνα, αμέσως μετά την πιο χυδαία επίδειξη αυθεντικού λαϊκισμού: τη γλοιώδη αναγόρευση από τον κ. Μητσοτάκη σε «μικρούς ήρωες» όλων ανεξαίρετα των πολιτών («καθένας και καθεμία σας»), απλώς και μόνο επειδή ταμπουρώθηκαν στα σπίτια τους φοβούμενοι μην καταλήξουν στην εντατική!
Το παράδειγμα του Μεσοπολέμου
Ζητούμενο δεν είναι, φυσικά, η καταγγελία αυτής της υποκρισίας ή η απλή προειδοποίηση για τα επερχόμενα δεινά. Είναι η αντίστοιχη εγρήγορση των από κάτω, όχι μόνο για τη συλλογική αυτοάμυνά τους αλλά και για το πέρασμά τους στην αντεπίθεση: να προτείνουν και να επιβάλουν τη δική τους στρατηγική διεξόδου από την κρίση, αποτρέποντας την κοινωνική καταστροφή που εγγυάται το ανθρωποφάγο «αόρατο χέρι» της αγοράς.
Σε κάποιους τομείς, όπως το δημόσιο σύστημα υγείας (η διάλυση του οποίου είχε προαναγγελθεί το φθινόπωρο -ως «Σχέδιο Καρολίνσκα»- από τα κυβερνητικά ΜΜΕ), η τρέχουσα υγειονομική κρίση προσφέρει ακλόνητα επιχειρήματα για την υπεράσπιση κι επέκτασή του, ακόμη και τη δυνατότητα κοινωνικών συμμαχιών με μεσαία στρώματα που κατά άλλα πίνουν νερό στο όνομα της καπιταλιστικής αυτορρύθμισης. Λιγότερο εύκολα θα αποδειχτούν τα πράγματα στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων: η πρόσφατη εξαγγελία από τον κ. Βρούτση «ενός νέου Εργατικού Δικαίου» που «νομοθετείται από την αρχή» εν μέσω κρίσης και ιδιόμορφου στρατιωτικού νόμου, στηρίζεται στις πλάτες όχι μόνο των μεγάλων εργοδοτών αλλά και μιας πολύ ευρύτερης βάσης μικρομεσαίων αφεντικών, η επιβίωση των οποίων στις καινούργιες συνθήκες θα κριθεί κυρίως από τη δυνατότητά τους να κάνουν ό,τι θέλουν τους μισθωτούς σκλάβους τους.
Αν κάτι μας διδάσκει σ’ αυτό το σημείο η Ιστορία, είναι ωστόσο ότι καμία απολύτως έξοδος από οποιαδήποτε κρίση δεν υπήρξε προϊόν διανοητικής επεξεργασίας κάποιων υψηλών επιτελείων. Οποια κι αν υπήρξε κάθε φορά, προέκυψε ως προσαρμογή της πολιτικής των κυβερνώντων (και των επιτελείων τους) στις αντίρροπες πιέσεις που ασκούνταν από αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα. Για να σταθούμε σ’ ένα μόνο, χαρακτηριστικό παράδειγμα: το αμερικανικό Νιου Ντιλ της δεκαετίας του 1930 δεν υπήρξε απλά και μόνο ένα πρόγραμμα που εμπνεύστηκε ο Ρούζβελτ ή οραματίστηκε ο Κέινς.
Τόσο η δυναμική όσο και τα όριά του κρίθηκαν στην πράξη από τη μαχητική κινητοποίηση εκατομμυρίων Αμερικανών εργατών, με αποκορύφωμα τις μαζικές καταλήψεις εργοστασίων και ορυχείων το 1933 και το 1936-1937. Ακόμη και το περίφημο σκανδιναβικό μοντέλο, ως αποτέλεσμα σκληρών κοινωνικών συγκρούσεων προέκυψε κι όχι σαν απόρροια κάποιας πολιτισμικά επικαθορισμένης διαταξικής «συνεννόησης». Περισσότερα επ’ αυτού θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε σε μελλοντικό αφιέρωμα τούτης εδώ της στήλης.