Η «κρύα τρομπέτα» είναι ένα σουρεαλιστικό φιλμάκι 14 λεπτών με μαγικούς αυτοσχεδιασμούς του Τσετ Μπέικερ.
Ο Τσετ Μπέικερ πρέπει να είναι ο πρώτος τζαζίστας που άκουσα και ένιωσα την μουσική του. Όλα ξεκίνησαν σαν ένα hype, κάπου εκεί στα τέλη των ‘80ς όταν το hype είχε ακόμη νόημα και τα περιοδικά είχαν λόγο ύπαρξης αφού ήταν οι εγκυκλοπαίδειες της γενιάς μου. Το hype έφυγε, ο Τσετ έμεινε.
Το φιλμάκι «Tromba Fredda» των 14 λεπτών έρχεται από το μακρινό 1963 και το σκηνοθέτησε ο Ιταλός Enzo Nasso αφήνοντας τον Τσέτ Μπέικερ να αυτοσχεδιάζει με την τρομπέτα του σε μια αρτίστικη και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα.
O Tσέσνεϊ Χένρι «Τσετ» Μπέικερ (Chesney Henry “Chet” Baker Jr., 23 Δεκεμβρίου 1929 – 13 Μαΐου 1988) ήταν Αμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής της τζαζ.
Είναι κυρίως γνωστός για τις μελαγχολικές συνθέσεις του, με στοιχεία από το ύφος της κουλ τζαζ, της οποίας θεωρείται βασικός εκπρόσωπος. Η μουσική σταδιοδρομία του στιγματίστηκε από τα προβλήματα που αντιμετώπισε λόγω της εξάρτησης του από ναρκωτικές ουσίες.
Μαζί με τον Τζέρι Μάλιγκαν υπήρξε από τους πλέον δημοφιλείς τζαζ μουσικούς της σκηνής τής δυτικής ακτής των ΗΠΑ, αποκτώντας μεγαλύτερη φήμη κατά τη δεκαετία του 1950.
Το παίξιμό του απηχούσε εκείνο του Μάιλς Ντέηβις και χαρακτηρίζεται για τον ήπιο τόνο του και την απουσία δυναμικών εξάρσεων.
Γεννήθηκε το 1929, στο Γέιλ της πολιτείας της Οκλαχόμα, και μετακόμισε στην πόλη της Οκλαχόμα τον επόμενο χρόνο, μεγαλώνοντας με τη θεία του μέχρι την ηλικία των δέκα ετών. Ο πατέρας του ήταν κιθαρίστας με γνώσεις γύρω από τη τζαζ και πιθανότατα υπεύθυνος για τα πρώτα τζαζ ακούσματα του Μπέικερ. Αν και η Οκλαχόμα ανέδειξε αρκετούς αξιόλογους τζαζ μουσικούς, ο Μπέικερ σχολίαζε αρνητικά, με κάθε ευκαιρία, τη μουσική παραγωγή της γενέτειράς του.
To 1940 εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια, αρχικά στο Γκλέντεϊλ και αργότερα στην Ακτή Χερμόσα, ακολουθώντας τον πατέρα του, ο οποίος είχε μετακομίσει εκεί λίγο νωρίτερα για επαγγελματικούς λόγους. Με την προτροπή της μητέρας του και σε νεαρή ηλικία, συμμετείχε σε διαγωνισμούς ταλέντων, ενώ σε ηλικία δεκατριών ετών απέκτησε την πρώτη τρομπέτα και ξεκίνησε να παίζει στη σχολική ορχήστρα.
Όταν το 1945 κατατάχθηκε στο στρατό, έγινε μέλος της 298ης στρατιωτικής μπάντας στο Βερολίνο και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μοντέρνα τζαζ.
Απολύθηκε από το στρατό το 1948, ωστόσο κατατάχθηκε εκ νέου το 1950 και έγινε μέλος της στρατιωτικής μπάντας της μονάδας του Πρεσίντιο, στο Σαν Φρανσίσκο. Το γεγονός αυτό εξασφάλισε στον Μπέικερ την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τη τζαζ σκηνή της Βόρειας Καλιφόρνια, σε μία περίοδο που μελέτησε συστηματικά το μπίμποπ ιδίωμα. Όταν μεταφέρθηκε στο οχυρό Γουατσούκα της Αριζόνας, λιποτάκτησε και αργότερα παραδόθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου μετά από την παραμονή του για τρεις εβδομάδες σε ψυχιατρική κλινική, χαρακτηρίστηκε «ανίκανος» να προσαρμοστεί στη στρατιωτική ζωή και απολύθηκε.
Το 1952 πλαισίωσε για τρεις εβδομάδες τον Τσάρλι Πάρκερ, παίζοντας κυρίως στο Λος Άντζελες, και κατόπιν έγινε μέλος στο κουαρτέτο του Τζέρι Μάλιγκαν, γνωστό και ως «κουαρτέτο χωρίς πιάνο». Οι εμφανίσεις του με τη συγκεκριμένη ορχήστρα και ειδικότερα η διασκευή του στη σύνθεση My Funny Valentine του εξασφάλισαν γρήγορα σημαντική φήμη.
Το κουαρτέτο του Μάλιγκαν διαλύθηκε το 1953, την ίδια χρονιά που ο ηγέτης του συνελήφθη για κατοχή ηρωίνης.
Σύμφωνα με εξιστόρηση του Μπέικερ, η απόφαση για την αποχώρησή του από το κουαρτέτο λήφθηκε ουσιαστικά μετά την αποφυλάκιση του Μάλιγκαν και κατόπιν άρνησής του τελευταίου να αυξήσει τις εβδομαδιαίες αποδοχές του Μπέικερ στα 300 δολάρια, έναντι 125 δολαρίων που λάμβανε μέχρι τότε. Ο Μπέικερ σχημάτισε στη συνέχεια δικό του κουαρτέτο, με τη συμμετοχή του πιανίστα Ρας Φρίμαν (Russ Freeman), ενώ ξεκίνησε επίσης να τραγουδάει.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η δημοτικότητά του ακολούθησε ανοδική πορεία, ωστόσο ο τρόπος ζωής του και ο εθισμός του στα ναρκωτικά άρχισαν να επηρεάζουν αρνητικά τη φήμη του. To 1959 ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πραγματοποίησε συναυλίες αλλά και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενόσω βρισκόταν στην Ιταλία, με κατηγορίες περί ναρκωτικών. Περίπου έξι χρόνια αργότερα, παρόμοιο περιστατικό συνέβη στο δυτικό Βερολίνο, όταν συνελήφθη και πέρασε τελικά σαράντα μέρες σε ψυχιατρική κλινική.
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, η καριέρα του συνέχισε την πτωτική πορεία της, με εξαίρεση την ηχογράφηση ορισμένων δίσκων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Αργότερα, ο Μπέικερ επανήλθε στο προσκήνιο και κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ηχογραφούσε ξανά, πραγματοποιώντας επίσης ζωντανές εμφανίσεις.
Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη.
Για το ευρωπαϊκό κοινό, ο Μπέικερ αντιπροσώπευε μια αρχετυπική μποέμ φυσιογνωμία. Αν και μέχρι το 1976 η φωνή του και εν γένει η εμφάνισή του είχε υποστεί εμφανή φθορά, το παίξιμό του στην τρομπέτα διατηρούσε μια δυναμική μέχρι τα τελευταία χρόνια του.
Πέθανε το 1988 στο Άμστερνταμ μετά από πτώση του από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Ο θάνατός του περιβάλλεται με μυστήριο και διαφορετικές απόψεις έχουν διατυπωθεί προκειμένου να εξηγήσουν το γεγονός, όπως το ενδεχόμενο να υπήρξε απλώς ένα τραγικό ατύχημα ή ακόμα και αυτοκτονία. Επισήμως, η ολλανδική αστυνομία απέρριψε το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, ενώ το προξενείο των ΗΠΑ χαρακτήρισε το θάνατό του ατύχημα, την ίδια στιγμή που ορισμένοι φίλοι του Μπέικερ υιοθέτησαν το ενδεχόμενο δολοφονίας του. Ανιχνεύτηκε ηρωίνη στον οργανισμό του, ενώ βρέθηκαν και μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στο δωμάτιό του.
Ηχογράφησε με αρκετά μεγάλη συχνότητα, ενίοτε από οικονομική ανάγκη, κληροδοτώντας κατά συνέπεια μια ογκώδη, αλλά και συγχρόνως άνιση, δισκογραφία. Σε αντίθεση με τον Μάιλς Ντέιβις, με τον οποίο συχνά συγκρίνεται, ο Μπέικερ δε διαφοροποίησε αισθητά το ύφος του στην πορεία του χρόνου, όπως επίσης δεν εξέλιξε ουσιαστικά τις μουσικές γνώσεις του ούτε κατάφερε ποτέ να ηγηθεί μιας σταθερής ορχήστρας.
Ο χαρακτηριστικός τρόπος ερμηνείας του, ειδικότερα ο καθαρός και λυρικός τόνος του και το γεγονός πως έπαιζε σπανίως πιο δυνατά από την περιοχή του mezzo-forte, περιορίζοντας ενίοτε τη μελωδική γραμμή σε μία μόνο οκτάβα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την κουλ τζαζ της δυτικής ακτής και βρήκε αρκετούς μιμητές. Παραμόρφωνε σπάνια τον ήχο του και έπαιζε τόσο απαλά ώστε να χρειάζεται ενίσχυση της τρομπέτας. Τραγουδούσε εξίσου απαλά και ιδιαίτερα χαμηλόφωνα. Σύμφωνα με τον Τζέρι Μάλιγκαν, δεν ήταν σε θέση να διαβάσει μια παρτιτούρα, ωστόσο διέθετε εξαιρετικό μουσικό αυτί που του επέτρεπε να συλλαμβάνει τους αυτοσχεδιασμούς του.
H ζωή και το έργο του αποτέλεσαν το θέμα του βραβευμένου ντοκιμαντέρ Let’s Get Lost (1989) του Μπρους Γουέμπερ.
Πηγες:http://www.kamarinia.gr, http://www.ishow.gr/
Ο Τσετ Μπέικερ πρέπει να είναι ο πρώτος τζαζίστας που άκουσα και ένιωσα την μουσική του. Όλα ξεκίνησαν σαν ένα hype, κάπου εκεί στα τέλη των ‘80ς όταν το hype είχε ακόμη νόημα και τα περιοδικά είχαν λόγο ύπαρξης αφού ήταν οι εγκυκλοπαίδειες της γενιάς μου. Το hype έφυγε, ο Τσετ έμεινε.
Το φιλμάκι «Tromba Fredda» των 14 λεπτών έρχεται από το μακρινό 1963 και το σκηνοθέτησε ο Ιταλός Enzo Nasso αφήνοντας τον Τσέτ Μπέικερ να αυτοσχεδιάζει με την τρομπέτα του σε μια αρτίστικη και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα.
O Tσέσνεϊ Χένρι «Τσετ» Μπέικερ (Chesney Henry “Chet” Baker Jr., 23 Δεκεμβρίου 1929 – 13 Μαΐου 1988) ήταν Αμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής της τζαζ.
Είναι κυρίως γνωστός για τις μελαγχολικές συνθέσεις του, με στοιχεία από το ύφος της κουλ τζαζ, της οποίας θεωρείται βασικός εκπρόσωπος. Η μουσική σταδιοδρομία του στιγματίστηκε από τα προβλήματα που αντιμετώπισε λόγω της εξάρτησης του από ναρκωτικές ουσίες.
Μαζί με τον Τζέρι Μάλιγκαν υπήρξε από τους πλέον δημοφιλείς τζαζ μουσικούς της σκηνής τής δυτικής ακτής των ΗΠΑ, αποκτώντας μεγαλύτερη φήμη κατά τη δεκαετία του 1950.
Το παίξιμό του απηχούσε εκείνο του Μάιλς Ντέηβις και χαρακτηρίζεται για τον ήπιο τόνο του και την απουσία δυναμικών εξάρσεων.
Γεννήθηκε το 1929, στο Γέιλ της πολιτείας της Οκλαχόμα, και μετακόμισε στην πόλη της Οκλαχόμα τον επόμενο χρόνο, μεγαλώνοντας με τη θεία του μέχρι την ηλικία των δέκα ετών. Ο πατέρας του ήταν κιθαρίστας με γνώσεις γύρω από τη τζαζ και πιθανότατα υπεύθυνος για τα πρώτα τζαζ ακούσματα του Μπέικερ. Αν και η Οκλαχόμα ανέδειξε αρκετούς αξιόλογους τζαζ μουσικούς, ο Μπέικερ σχολίαζε αρνητικά, με κάθε ευκαιρία, τη μουσική παραγωγή της γενέτειράς του.
To 1940 εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια, αρχικά στο Γκλέντεϊλ και αργότερα στην Ακτή Χερμόσα, ακολουθώντας τον πατέρα του, ο οποίος είχε μετακομίσει εκεί λίγο νωρίτερα για επαγγελματικούς λόγους. Με την προτροπή της μητέρας του και σε νεαρή ηλικία, συμμετείχε σε διαγωνισμούς ταλέντων, ενώ σε ηλικία δεκατριών ετών απέκτησε την πρώτη τρομπέτα και ξεκίνησε να παίζει στη σχολική ορχήστρα.
Όταν το 1945 κατατάχθηκε στο στρατό, έγινε μέλος της 298ης στρατιωτικής μπάντας στο Βερολίνο και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μοντέρνα τζαζ.
Απολύθηκε από το στρατό το 1948, ωστόσο κατατάχθηκε εκ νέου το 1950 και έγινε μέλος της στρατιωτικής μπάντας της μονάδας του Πρεσίντιο, στο Σαν Φρανσίσκο. Το γεγονός αυτό εξασφάλισε στον Μπέικερ την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τη τζαζ σκηνή της Βόρειας Καλιφόρνια, σε μία περίοδο που μελέτησε συστηματικά το μπίμποπ ιδίωμα. Όταν μεταφέρθηκε στο οχυρό Γουατσούκα της Αριζόνας, λιποτάκτησε και αργότερα παραδόθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου μετά από την παραμονή του για τρεις εβδομάδες σε ψυχιατρική κλινική, χαρακτηρίστηκε «ανίκανος» να προσαρμοστεί στη στρατιωτική ζωή και απολύθηκε.
Το 1952 πλαισίωσε για τρεις εβδομάδες τον Τσάρλι Πάρκερ, παίζοντας κυρίως στο Λος Άντζελες, και κατόπιν έγινε μέλος στο κουαρτέτο του Τζέρι Μάλιγκαν, γνωστό και ως «κουαρτέτο χωρίς πιάνο». Οι εμφανίσεις του με τη συγκεκριμένη ορχήστρα και ειδικότερα η διασκευή του στη σύνθεση My Funny Valentine του εξασφάλισαν γρήγορα σημαντική φήμη.
Το κουαρτέτο του Μάλιγκαν διαλύθηκε το 1953, την ίδια χρονιά που ο ηγέτης του συνελήφθη για κατοχή ηρωίνης.
Σύμφωνα με εξιστόρηση του Μπέικερ, η απόφαση για την αποχώρησή του από το κουαρτέτο λήφθηκε ουσιαστικά μετά την αποφυλάκιση του Μάλιγκαν και κατόπιν άρνησής του τελευταίου να αυξήσει τις εβδομαδιαίες αποδοχές του Μπέικερ στα 300 δολάρια, έναντι 125 δολαρίων που λάμβανε μέχρι τότε. Ο Μπέικερ σχημάτισε στη συνέχεια δικό του κουαρτέτο, με τη συμμετοχή του πιανίστα Ρας Φρίμαν (Russ Freeman), ενώ ξεκίνησε επίσης να τραγουδάει.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η δημοτικότητά του ακολούθησε ανοδική πορεία, ωστόσο ο τρόπος ζωής του και ο εθισμός του στα ναρκωτικά άρχισαν να επηρεάζουν αρνητικά τη φήμη του. To 1959 ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πραγματοποίησε συναυλίες αλλά και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενόσω βρισκόταν στην Ιταλία, με κατηγορίες περί ναρκωτικών. Περίπου έξι χρόνια αργότερα, παρόμοιο περιστατικό συνέβη στο δυτικό Βερολίνο, όταν συνελήφθη και πέρασε τελικά σαράντα μέρες σε ψυχιατρική κλινική.
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, η καριέρα του συνέχισε την πτωτική πορεία της, με εξαίρεση την ηχογράφηση ορισμένων δίσκων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Αργότερα, ο Μπέικερ επανήλθε στο προσκήνιο και κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ηχογραφούσε ξανά, πραγματοποιώντας επίσης ζωντανές εμφανίσεις.
Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη.
Για το ευρωπαϊκό κοινό, ο Μπέικερ αντιπροσώπευε μια αρχετυπική μποέμ φυσιογνωμία. Αν και μέχρι το 1976 η φωνή του και εν γένει η εμφάνισή του είχε υποστεί εμφανή φθορά, το παίξιμό του στην τρομπέτα διατηρούσε μια δυναμική μέχρι τα τελευταία χρόνια του.
Πέθανε το 1988 στο Άμστερνταμ μετά από πτώση του από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Ο θάνατός του περιβάλλεται με μυστήριο και διαφορετικές απόψεις έχουν διατυπωθεί προκειμένου να εξηγήσουν το γεγονός, όπως το ενδεχόμενο να υπήρξε απλώς ένα τραγικό ατύχημα ή ακόμα και αυτοκτονία. Επισήμως, η ολλανδική αστυνομία απέρριψε το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, ενώ το προξενείο των ΗΠΑ χαρακτήρισε το θάνατό του ατύχημα, την ίδια στιγμή που ορισμένοι φίλοι του Μπέικερ υιοθέτησαν το ενδεχόμενο δολοφονίας του. Ανιχνεύτηκε ηρωίνη στον οργανισμό του, ενώ βρέθηκαν και μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στο δωμάτιό του.
Ηχογράφησε με αρκετά μεγάλη συχνότητα, ενίοτε από οικονομική ανάγκη, κληροδοτώντας κατά συνέπεια μια ογκώδη, αλλά και συγχρόνως άνιση, δισκογραφία. Σε αντίθεση με τον Μάιλς Ντέιβις, με τον οποίο συχνά συγκρίνεται, ο Μπέικερ δε διαφοροποίησε αισθητά το ύφος του στην πορεία του χρόνου, όπως επίσης δεν εξέλιξε ουσιαστικά τις μουσικές γνώσεις του ούτε κατάφερε ποτέ να ηγηθεί μιας σταθερής ορχήστρας.
Ο χαρακτηριστικός τρόπος ερμηνείας του, ειδικότερα ο καθαρός και λυρικός τόνος του και το γεγονός πως έπαιζε σπανίως πιο δυνατά από την περιοχή του mezzo-forte, περιορίζοντας ενίοτε τη μελωδική γραμμή σε μία μόνο οκτάβα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την κουλ τζαζ της δυτικής ακτής και βρήκε αρκετούς μιμητές. Παραμόρφωνε σπάνια τον ήχο του και έπαιζε τόσο απαλά ώστε να χρειάζεται ενίσχυση της τρομπέτας. Τραγουδούσε εξίσου απαλά και ιδιαίτερα χαμηλόφωνα. Σύμφωνα με τον Τζέρι Μάλιγκαν, δεν ήταν σε θέση να διαβάσει μια παρτιτούρα, ωστόσο διέθετε εξαιρετικό μουσικό αυτί που του επέτρεπε να συλλαμβάνει τους αυτοσχεδιασμούς του.
H ζωή και το έργο του αποτέλεσαν το θέμα του βραβευμένου ντοκιμαντέρ Let’s Get Lost (1989) του Μπρους Γουέμπερ.
Πηγες:http://www.kamarinia.gr, http://www.ishow.gr/