Κρυσταλία Πατούλη
[…] Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τομή στην ιστορία της περίθαλψης και της πρόνοιας για τα παιδιά, αναμφίβολα εξαιτίας των δραματικών επιπτώσεων που είχε σε εκατομμύρια ανήλικους σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι πρώτες μεταπολεμικές εκτιμήσεις υπολόγιζαν ότι από τους 30 εκατομμύρια ανθρώπους που μετακινήθηκαν ή εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το τέλος των εχθροπραξιών (σύγχρονες μελέτες θεωρούν ότι ο συνολικός αριθμός των εκτοπισμένων ήταν πολύ μεγαλύτερος, σχεδόν διπλάσιος απ’ όσο αρχικά είχε εκτιμηθεί), το ένα τέταρτο περίπου αποτελούνταν από νέους κάτω των 17 ετών.
Εκατομμύρια επίσης παιδιά υποσιτίζονταν: το 1946 η UNRRA (United Nation Relief and Rehabilitation Administration), οργάνωση που είχε ιδρυθεί από το 1943με σκοπό την περίθαλψη των θυμάτων του πολέμου, πρόσφερε ημερήσιο γεύμα σε πέντε εκατομμύρια αγόρια και κορίτσια στην Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία, τη στιγμή που υπολογιζόταν ότι σχεδόν 60 εκατομμύρια είχαν άμεση ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας.
Μεγάλος ήταν επίσης ο αριθμός των ορφανών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, κατά τη διάρκεια του πολέμου 13 εκατομμύρια παιδιά έχασαν τους βιολογικούς τους γονείς μονάχα στην Ευρώπη.
Στη Γερμανία το ένα τρίτο περίπου των παιδιών είχαν χάσει έναν ή αμφότερους τους γονείς τους.
Στην Ελλάδα το ποσοστό έφτανε περίπου το 12%, δηλαδή από ένα συνολικό πληθυσμό 2.750.000 ανηλίκων, οι 380.000 ήταν ορφανοί.
Οι αντίστοιχοι αριθμοί στη Γιουγκοσλαβία ήταν 573.000 και στην Πολωνία 700.000 –ενώ στη μακρινή Κίνα ορισμένες αναφορές έκαναν λόγο για το ασύλληπτο νούμερο των 15 εκατομμυρίων ορφανών ανηλίκων.
Μολονότι οι μεταγενέστερες εκτιμήσεις ήταν περισσότερο μετριοπαθείς, οι σχετικοί αριθμοί παρέμεναν μεγάλοι.
Η UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization) χρησιμοποίησε τον όρο war-handicapped children για να περιγράψει τις παραπάνω κατηγορίες παιδιών που έφεραν έντονα τα φυσικά ή ψυχολογικά στίγματα του πολέμου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πρώτη φορά δόθηκε στις ψυχολογικές διαταραχές των παιδιών-θυμάτων του πολέμου.
Σύμφωνα με τις έρευνες που ακολούθησαν τη λήξη των εχθροπραξιών σε παιδιά που είχαν εκτοπιστεί ή είχαν χάσει τους γονείς τους, δεν ήταν τόσο οι βομβαρδισμοί ή οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν επηρεάσει αρνητικά τον ψυχικό τους κόσμο όσο η διάρρηξη του οικείου τους περιβάλλοντος και η ξαφνική απώλεια εκείνου που θεωρούσαν προστάτη τους, πάνω απ’ όλα της μητέρας.
«Τα παιδιά επηρεάστηκαν πρώτον από την απώλεια ή την εξαφάνιση των πιο κοντινών τους προσώπων και δεύτερον από τη μεταμόρφωση του κοινωνικού περιβάλλοντος, με όλες τις συνεπαγόμενες ψυχολογικές συνέπειες», υποστήριξε στη σχετική έκθεση της UNESCO Η Τερέζα Μπρος (Therese Brosse).
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληγαν οι μελέτες της Άννας Φρόυντ και της Ντόροθι Μπέρλινγεϊμ που πραγματοποιήθηκαν την ίδια εποχή.
Τα παιδιά, που είχαν εγκαταλειφτεί ή χωριστεί από τους γονείς τους και είχαν μεγαλώσει μόνα τους, με ξένες οικογένειες, σε ειδικά ιδρύματα ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, παρουσίαζαν συμπτώματα απειθαρχίας, παραβατικότητας και γενικότερα «αντικοινωνικής συμπεριφοράς»: όροι –ιδιαίτερα ο τελευταίος- οι οποίοι εκφράζουν το αίσθημα φόβου ή ακόμα και πανικού απέναντι σε δραστηριότητες που «θεωρούνται ότι απειλούν την κοινωνική ευταξία και απαιτούν πειθάρχηση», και που αντιδιαστέλλονται με τις «κοινωνικά και εθνικά επωφελείς» πρακτικές, όπως αυτές βέβαια αξιολογούνται από τον κόσμο των ενηλίκων και τις επικρατούσες αντιλήψεις.
Ταυτόχρονα οι ίδιες μελέτες επισήμαναν το γεγονός ότι τα «εγκαταλελειμμένα» παιδιά συναντούσαν δυσκολίες προσαρμογής στο νέο τους περιβάλλον ή αναπροσαρμογής –εκείνα που είχαν την τύχη να επανασυνδεθούν με τους δικούς τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Συνεπώς το έργο της μέριμνας για τους ανήλικους είχε διπλό στόχο: Αφενός, απέβλεπε στην άμεση περίθαλψή τους, προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα ανθρωπιστική καταστροφή, και στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού προγράμματος που θα εξασφάλιζε την μακροπρόθεσμη ευημερία τους.
Αυτό έγινε δυνατό εν μέρει χάρη στις προόδους της ιατρικής, στη νέα τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν οι στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις και στη διεθνή συνεργασία.
Κυρίως όμως επειδή το πρόγραμμα περίθαλψης του 1945, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες του 1919, είχε τη διεθνή υποστήριξη του ΟΗΕ και των πιο πλούσιων χωρών, ενώ παράλληλα βασίστηκε στη λογική της δραστικής εμπλοκής του κράτους στον τομέα της πρόνοιας΄ δεν είναι τυχαίο ότι οι αμερικανοί κοινωνικοί λειτουργοί της UNRRA είχαν υπηρετήσει προηγουμένως την πολιτική του New Deal από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ιδρύθηκε το 1946 η UNICEF (United Nations International Children’s Emergency Fund) με έργο την παροχή άμεσης βοήθειας στα παιδιά-θύματα του πολέμου σε διεθνές επίπεδο.
[…] το επιστημονικό και το πολιτικό ενδιαφέρον για το παιδί βασίστηκε πολύ στην απειλή που αντιπροσώπευαν τα war-handicapped children για την κοινωνική ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα .
Η εκτίμηση κυβερνήσεων, εθνικών και διεθνών οργανισμών περίθαλψης, ανάμεσά τους και του ίδιου του ΟΗΕ, ήταν κοινά. Αν δεν λαμβάνονταν τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα σε όλα τα επίπεδα (στο υλικό, το πνευματικό και το ψυχολογικό), τα παιδιά αυτά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μόνιμη πηγή εγκληματικότητας, κοινωνικής αναταραχής και σε πόλο αμφισβήτησης της δημοκρατίας και της ειρήνης.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Λουκιανού Χασιώτη:
Τα παιδιά του εμφυλίου. Από την "κοινωνική πρόνοια" του Φράνκο στον "έρανο" της Φρειδερίκης (1936-1950), επιμέλεια σειράς: Ν. Ε. Καραπιδάκης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013
Στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων στην Ισπανία (1936-1939) και στην Ελλάδα (1946-1949) τα παιδιά ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις άμεσα και έμμεσα, είτε συμμετέχοντας ενεργά στην πολεμική προσπάθεια είτε ως θύματα των εχθροπραξιών, των βομβαρδισμών, των μετακινήσεων και, κυρίως, της ορφάνιας, της πείνας και των κακουχιών.
Κάθε αντιμαχόμενη πλευρά ανέπτυξε τη δική της πολιτική πρόνοιας για τα παιδιά-θύματα του πολέμου συνδυάζοντας ανθρωπιστικούς, στρατηγικούς και προπαγανδιστικούς στόχους. Χιλιάδες αγόρια και κορίτσια αποσπάστηκαν από τις οικογένειες τους και μεταφέρθηκαν σε ειδικά κέντρα για να γλιτώσουν από τα δεινά του πολέμου αλλά και για να διαπαιδαγωγηθούν σύμφωνα με τις αντιλήψεις της κάθε πλευράς.
Ο χωρισμός από την οικογένεια αποτέλεσε τραυματική εμπειρία, συχνά ωστόσο τους πρόσφερε καλύτερες συνθήκες ζωής και καλύτερες προοπτικές για την επαγγελματική τους αποκατάσταση ή για τη μόρφωση τους.
Το βιβλίο "Τα παιδιά του Εμφυλίου" προσεγγίζει συγκριτικά τις πολιτικές που ακολούθησαν οι αντίπαλοι στον ισπανικό και τον ελληνικό εμφύλιο για τα παιδιά-θύματα του πολέμου. Παρουσιάζει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα από τις οποίες γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν η "Κοινωνική Πρόνοια" (Αuxilio Social) στην Ισπανία και ο "Έρανος της Βασίλισσας" στην Ελλάδα- τις επιδράσεις που είχαν στο έργο τους οι αντιλήψεις και οι πρακτικές για τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια κατά τον 20ό αιώνα- καθώς επίσης τις ιδεολογικές αξίες με βάση τις οποίες οι δύο αυτοί οργανισμοί λειτούργησαν, εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές, συνέχειες και ασυνέχειες.
*(Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου: Παιδιά από τη Μακεδονία και τη Θράκη επιβιβάζονται στον Πειραιά, καθ' οδόν προς παιδοπόλεις του "Εράνου της βασίλισσας") ---
Διαβάστε επίσης: Ποιός μου δίνει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια; Κανένας. Μόνο η ιστορία...