Το σύνθημα για “ανακατάληψη των πόλεων”, με το οποίο ο Αντώνης Σαμαράς διεκδίκησε και κέρδισε τις εκλογές του 2012, έγινε το σήμα-κατατεθεν μιας Δεξιάς που διεκδίκησε, και τελικά ανέλαβε, τη διαχείριση του κράτους. Όχι όμως ενός οποιουδήποτε κράτους – και σίγουρα όχι του μεταπολιτευτικού κράτους της “κοινωνικής ειρήνης”. Η “ανακατάληψη” παραπέμπει στη μέθοδο ενός “εμπόλεμου κράτους”, το προσωπικό του οποίου έχει απόλυτη επίγνωση αυτού του του “πολεμικού” ρόλου.
Η “ανακατάληψη”, ωστόσο, προϋποθέτει κάποια κατάληψη. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το σχέδιο που ο Αντώνης Σαμαράς είπε με το όνομά του, υλοποιείται από την επομένη κιόλας του σοβαρότερου πλήγματος που δέχτηκε το κρατικό “κύρος” από τη Μεταπολίτευση: από την επαύριο των Δεκεμβριανών του 2008. Η “κατάληψη” εκείνων των τριών εβδομάδων, από ένα ετερόκλητο πλήθος ανέργων, επισφαλώς εργαζομένων, φοιτητών, μεταναστών, οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, έδειξε ότι η μέχρι τότε οχύρωση του κράτους ήταν αδύναμη για το τιτάνιο έργο της αντιμετώπισης της κρίσης. Έκτοτε λοιπόν, παρακολουθούμε σχεδόν καθημερινά κι από ένα επεισόδιο στην ανασύνταξη και την αντεπίθεση αυτού του κράτους-πολέμαρχου, στόχος του οποίου είναι η επιβολή της μνημονιακής αναμόρφωσης της κοινωνίας χωρίς “απρόοπτα”. Χωρίς να επαναληφθεί, δηλαδή, ό,τι έγινε το Δεκέμβρη.
Με δεδομένη την απαξίωση των κομμάτων, αλλά και τα όρια του κακόφημου προπαγανδιστικού μηχανισμού (ΜΜΕ), η Αστυνομία αναδείχτηκε ήδη από τότε σε κύριο όχημα για την αποκατάσταση του κρατικού κύρους. Ήδη λοιπόν από την επαύριο των Δεκεμβριανών, η Αστυνομία του πάλαι ποτέ “ουδέτερου” κράτους είναι το πολιτικό εργαλείο για κάθε πολιτική χρήση. Όχι πια για την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας γενικώς. Αλλά για την επιβολή των ορίων εντός των οποίων οφείλει να κινείται κάθε απόκλιση από την κρατική στρατηγική και το μνημονιακό “αυτονόητο”, για την καλλιέργεια του φόβου, και τη διαχείριση του “αισθήματος” ασφάλειας, πράγμα που διαφέρει ουσιωδώς από την ασφάλεια καθαυτή. Αποκατάσταση του “κύρους” του κράτους σημαίνει “πάνω απ’ όλα η ασφάλεια του κράτους”.
Βασικές πτυχές αυτού του σχεδίου “ανακατάληψης” της κοινωνίας από το (καπιταλιστικό) κράτος ήταν:
* η περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της Αστυνομίας (βλ. συγκρότηση μηχανοκίνητων μονάδων όπως η ΔΕΛΤΑ)
* η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της αστυνομικής βίας (από την παραλίγο φονική βία στις απεργιακές διαδηλώσεις ως το χημικό πόλεμο στο Σύνταγμα, και από το αίσχος στις Σκουριές ως τα βασανιστήρια στο κτίριο της ΓΑΔΑ και το Βελβεντό)
* η αύξηση της ορατότητας και της παρεμβατικότητας των πιο στρατιωτικοποιημένων τμημάτων της ΕΛ.ΑΣ (από τους πανεπιστημιακούς χώρους ως τις φυλακές κι από την “εγγύηση” της επιστράτευσης απεργών εργαζομένων ως τις μαζικές συλλήψεις μεταναστών)
* η κραυγαλέα ανοχή της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ και των πολιτικών προϊσταμένων της σε φαινόμενα “σύμπραξης” στο δρόμο, διάβρωσης και τελικά “ανταλλαγής ρόλων” με τη Χρυσή Αυγή
* η περαιτέρω νομική “θωράκιση” του κράτους που “λύνει” τα χέρια της Αστυνομίας (βλ. κουκουλονόμος)
* η αναβάθμιση της δικαστικής εξουσίας σε έναν ρόλο συμπληρωματικό προς την Αστυνομία, στο πλαίσιο μιας πολύ κακώς εννοούμενης “αλληλεγγύης” του κρατικού προσωπικού. Είναι χάρη στην αλληλεγγύη αυτή που τα τελευταία χρόνια θριάμβευσαν ξανά και ξανά η ατιμωρησία και η ασυδοσία παρανομούντων αστυνομικών.
Ήδη λοιπόν από το 2011, και μιλώντας σε εκδήλωση στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Χρήστος Παπουτσής, έλεγε με νόημα ότι είναι καλύτερα να διαλυθούν ακόμα και δημοφιλη αστυνομικά σώματα, παρά αυτά να συνεχίσουν να θέτουν σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Ούτε αυτός, όμως, ούτε κανένας από τους διαδόχους του τόλμησε να περάσει από τη σκέψη στην πράξη. Και κάπως έτσι ήρθαμε στο φθινόπωρο του 2013. Εκείνες τις μέρες ακούσαμε από από βουλευτή της Χρυσής Αυγής αυτό που μας είχαν πει νωρίτερα δεκάδες “μεμονωμένα περιστατικά”, και μαζί οι διαδοχικές υψηλές καταγραφές των νεοναζί στα “ειδικά” εκλογικά τμήματα όπου ψηφίζουν αστυνομικοί: «ξήλωσαν όλη την αστυνομία και την ΚΥΠ για να μας συλλάβουν».
***
Στην Ελλάδα δεν έχουμε φασισμό, ούτε βεβαίως η Αστυνομία είναι στο σύνολό της ένα φασιστικό σώμα. Όμως, η “περιγραφή έργου” που εκτελεί η ΕΛ.ΑΣ, το έργο δηλαδή που της ανατίθεται, όχι μόνο από τον δομικό της ρόλο (αυτόν του καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού σε καιρούς καπιταλιστικής κρίσης), αλλά και από το ρόλο που της αναθέτει σήμερα η πιο ακροδεξιά ελληνική κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση, πλησιάζει όλο και πιο κοντά στο φασιστικό “όραμα” για την εξουσία. “Η πρότασή μας”, έλεγε τον Οκτώβριο του 1925 ο Μουσολίνι, “είναι: τα πάντα μέσα στο κράτος, τίποτε έξω από το κράτος, τίποτε ενάντια στο κράτος”.
Η ασφάλεια του κράτους, σήμερα που καμιά πολιτική πρόταση, πλην αυτής της διαχείρισης του φόβου, δεν μπορεί να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας της κοινωνικής πλειοψηφίας, απαιτεί (και “παράγει”) μια συγκεκριμένη Αστυνομία: ένα συγκεκριμένο “πνεύμα του Σώματος”, που στην περίπτωσή μας διαπερνά ολόκληρο το Σώμα, σε κάθε βαθμίδα της ιεραρχίας του, από τον Αρχηγό της Αστυνομίας μέχρι την τελευταία μονάδα της ΔΕΛΤΑ και τους ειδικούς φρουρούς.
Σε τι συνίσταται αυτό το πνεύμα; Το σύστημα ασφάλειας της χώρας, που υπαγορεύει εδώ και δεκαετίες τη δράση της ΕΛ.ΑΣ, θεωρητικά στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα. Διαχρονικά όμως, η βασική λειτουργία του στην πράξη ήταν η δίωξη των αντιφρονούντων υπό την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Στα χρόνια της πολιτικής και οικονομικής κρίσης, της αδυναμίας επίτευξης μακροπρόθεσμων συναινέσεων και της παρουσίασης κάθε (αντικοινωνικής) κυβερνητικής πρωτοβουλίας ως ζήτημα ζωής και θανάτου για το “κύρος” του κράτους, το πνεύμα αυτό δεν υποχωρεί, αλλά ενισχύεται. Στη λογική του “εμπόλεμου” κράτους, κάθε όψη του κοινωνικού ζητήματος αντιμετωπίζεται ως υπόθεση νόμου και τάξης, ως υπόθεση δηλαδή της Αστυνομίας (από τις απεργίες και τις καταλήψεις ως την οροθετικότητα και τη φτώχεια – εγχώρια και αλλοδαπή). Για όλα αυτά, η Αστυνομία είναι η απάντηση, όποια “ερώτηση” κι αν θέτει ο κύκλος των αντιφρονούντων. Κι ο κύκλος αυτός, δυστυχώς για τη δημοκρατία, περιλαμβάνει σε περίοπτη θέση όλους αναιξερέτως τους εχθρούς της ακροδεξιάς.
Καταληψίες μαθητές, απεργοί συνδικαλιστές, εξεγερμένοι φυλακισμένοι και κρατούμενοι μετανάστες, κινήματα διεθνούς εμβέλειας που δεν υπέκυψαν στη γοητεία της Ακροδεξιάς (Αγανακτισμένοι), αλλά και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αντιφασίστες ακτιβιστές, ο αντιεξουσιαστικός χώρος και οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής και αντικρατικής ένοπλης βίας, είναι οι “εμβληματικές περιπτώσεις”. Κάθε μικρή ή μεγάλη μάχη μ’ αυτές, ακόμα κι αν γίνεται στο όνομα της δημοκρατίας και της κοινωνικής ειρήνης, δεν αποσκοπεί παρά στην εμπέδωση του “κύρους” του κράτους. Κι η υπόθεση αυτή είναι πολύ σοβαρή για να περιορίζεται το κράτος από την (αστική, έστω) νομιμότητα. Για την υπόθεση αυτή, λοιπόν, εφαρμόζεται στην πράξη το “δίκαιο του πολέμου”: το κράτος δεν δεσμεύεται από τη νομιμότητα, αντίθετα, αξιοποιεί την κεκτημένη “τεχνογνωσία” και το ρεπερτόριο βαναυσότητας που έχει δοκιμαστεί επιτυχώς στο βασικό εχθρό της σύγχρονης διακομματικής εθνικοφροσύνης, δηλαδή στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Κι αυτό συμβαίνει με την ίδια συνέπεια, τόσο πριν όσο και μετά την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής.
Οι συναινέσεις που φτιάχτηκαν, εδώ και δυο δεκαετίες σχεδόν, γύρω από την αστυνομική ασυδοσία στην αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων, αλλά και της “τρομοκρατίας” – δεν είναι τυχαία η προσπάθεια να συνδεθούν σήμερα οι δύο απειλές”- αξιοποιούνται για να κατασταλούν παραδειγματικά οι καθημερινοί κίνδυνοι για την “ασφάλεια”, πραγματικοί ή (κυρίως) επινοημένοι, όπως τους υποδεικνύουν η κυβέρνηση και ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός.
***
Ποτέ μέχρι σήμερα, λοιπόν, το κρατικό μονοπώλιο στη νόμιμη βία δεν αποκαλύφθηκε σε τέτοια έκταση ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα: μέσο διασφάλισης, δηλαδή, της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αλλά, ταυτόχρονα, ποτέ μέχρι σήμερα η άσκηση του μονοπωλίου αυτού στην καθημερινότητα δεν παρουσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό ως ζήτημα “τεχνικής φύσης”: ως αυτονόητη έκφραση ενός δήθεν ουδέτερου κράτους. Αυτή η αντίφαση είναι σήμερα μια βασική παράμετρος της κρίσης της δημοκρατίας, προς δραματική επιβεβαίωση των αναλύσεων του Νίκου Πουλαντζά για τον αυταρχικό κρατισμό, τη μορφή δηλαδή εκείνη του καπιταλιστικού κράτους που δεν είναι φασισμός, όμως στη “λογική” της επιβιώνουν στοιχεία καθεστώτων όπως ο φασισμός και η δικτατορία.
Είναι έτσι σαφές ότι ο αγώνας της Αριστεράς ενάντια στην κρατική καταστολή δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μια μειοψηφική “ευαισθησία”: η αναβίωση του “σπουδαστικού της Ασφάλειας”, τα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, η ατιμωρησία εγκληματικών πρακτικών με πρωταγωνιστές τους θεσμικούς εκφραστές της (αστικής, έστω) νομιμότητας, επαρκούν ως απόδειξη γι’ αυτό. Είναι εξίσου σαφές, την ίδια στιγμή, ότι ο αγώνας αυτός γίνεται όλο και λιγότερο “αυτόνομος” σε σχέση με το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα: δημοκρατική λειτουργία της Αστυνομίας υπό αντιδημοκρατική κυβέρνηση, και με πολιτικό προϊστάμενο έναν ακροδεξιό όπως ο Νίκος Δένδιας, είναι από δύσκολο έως αδύνατο να υπάρξει.
Και η Αριστερά; Για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί καθήκον (και μαζί όρο μακροημέρευσής της) μια ευρεία δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αστυνομίας. Πρώτο μέλημα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης είναι η αλλαγή της “περιγραφής έργου” του αστυνομικού και, πιο γενικά, του περιεχομένου που αποδίδεται στην έννοια της ασφάλειας. Το περιεχόμενο αυτό είναι αποσυνδεδεμένο από την εγκληματικότητα των “λευκών κολάρων”, που είναι απείρως πιο κοινωνικά επιζήμια, και αντίθετα, συνδέεται κατά μείζονα λόγο με την τρομοκρατία (ενώ το φαινόμενο επ’ ουδενί έχει τις διαστάσεις που είχε σε προηγούμενες δεκαετίες), και τη μετανάστευση (ενώ το μεταναστευτικό και το προσφυγικό είναι πρωτίστως κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα – όχι ποινικά, “νόμου και τάξης”). Ιδίως σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, εκεί δηλαδή όπου εξευτελίζεται η αξιοπρέπεια και κινδυνεύει η υγεία, και ενίοτε η ζωή, χιλιάδων αναίτια κρατούμενων μεταναστών, υπάρχουν ήδη οι πρώτες ρωγμές, με ενώσεις αστυνομικών να καταγγέλλουν ότι εκεί που κινδυνεύουν οι μετανάστες, σήμερα κινδυνεύει επίσης η υγεία των αστυνομικών, που επωμίζονται ως μη όφειλαν, το ρόλο του ανθρωποφύλακα για να στέλνει η κυβέρνηση μήνυμα “εθνικής κυριαρχίας” (“δεν είμαστε ξέφραγο αμπέλι” κλπ).
Εξίσου κρίσιμη πτυχή μιας δημοκρατικής μεταρρύθμισης της αστυνομίας είναι η υπονόμευση μιας επαγγελματικής κουλτούρας που ανέχεται, και ενίοτε ενθαρρύνει, την παράνομη βία. Η κουλτούρα αυτή αποτελεί πρώτη ύλη της εδραίωσης της ακροδεξιάς ιδεολογίας στην ΕΛ.ΑΣ. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η στρεβλή, αντιδημοκρατική και επικίνδυνη επαγγελματική κουλτούρα, απαιτείται πρωτίστως εκπαίδευση. Απαιτείται, δηλαδή, να κινηθούμε ακριβώς στον αντίποδα της λογικής της κυβέρνησης, που προτίθεται να θεσμοθετήσει προσλήψεις εκτός πανελλαδικών εξετάσεων. Απαιτείται επίσης η σύσταση ανεξάρτητου από την ΕΛ.ΑΣ οργάνου την καταγγελία και τη διερεύνηση κρουσμάτων αστυνομικής αυθαιρεσίας, καθώς και η υπαγωγή σε διακομματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, που συστάθηκε βάσει του ν. 3938/2011: αν αστυνομικοί προβαίνουν σε αυθαιρεσίες, αυτό δεν αποτελεί εσωτερική υπόθεση της ΕΛ.ΑΣ. Το ίδιο αναγκαία είναι, επίσης, η οριστική διάλυση των θυλάκων ακροδεξιού εξτρεμισμού εντός και εκτός της ΕΛΑΣ και η τιμωρία των εμπλεκόμενων.
Τόσο η εκπαίδευση, όσο και η τιμωρία, σε όσες περιπτώσεις χρειάζεται, απαιτούν πολιτική βούληση. Με την πολιτική ηγεσία να δίνει το μήνυμα της “ανακατάληψης” των πόλεων, να μιλά για τους μετανάστες με όρους “ποιοτικών και μη ποιοτικών” ή “καθόδου των Δωριέων” και να συγκαλύπτει τις προτροπές του ίδιου του Αρχηγού οι υφιστάμενοί του να κάνουν το βίο των κρατουμένων “αβίωτο”, είναι σαφές ότι η πολιτική βούληση σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση βρίσκεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος
Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μελος της Κεντρικής Επιτροπής και του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ. Κείμενά του δημοσιεύονται τακτικά στην Αυγή, την Εποχή και το Red Notebook.
Η “ανακατάληψη”, ωστόσο, προϋποθέτει κάποια κατάληψη. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το σχέδιο που ο Αντώνης Σαμαράς είπε με το όνομά του, υλοποιείται από την επομένη κιόλας του σοβαρότερου πλήγματος που δέχτηκε το κρατικό “κύρος” από τη Μεταπολίτευση: από την επαύριο των Δεκεμβριανών του 2008. Η “κατάληψη” εκείνων των τριών εβδομάδων, από ένα ετερόκλητο πλήθος ανέργων, επισφαλώς εργαζομένων, φοιτητών, μεταναστών, οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, έδειξε ότι η μέχρι τότε οχύρωση του κράτους ήταν αδύναμη για το τιτάνιο έργο της αντιμετώπισης της κρίσης. Έκτοτε λοιπόν, παρακολουθούμε σχεδόν καθημερινά κι από ένα επεισόδιο στην ανασύνταξη και την αντεπίθεση αυτού του κράτους-πολέμαρχου, στόχος του οποίου είναι η επιβολή της μνημονιακής αναμόρφωσης της κοινωνίας χωρίς “απρόοπτα”. Χωρίς να επαναληφθεί, δηλαδή, ό,τι έγινε το Δεκέμβρη.
Με δεδομένη την απαξίωση των κομμάτων, αλλά και τα όρια του κακόφημου προπαγανδιστικού μηχανισμού (ΜΜΕ), η Αστυνομία αναδείχτηκε ήδη από τότε σε κύριο όχημα για την αποκατάσταση του κρατικού κύρους. Ήδη λοιπόν από την επαύριο των Δεκεμβριανών, η Αστυνομία του πάλαι ποτέ “ουδέτερου” κράτους είναι το πολιτικό εργαλείο για κάθε πολιτική χρήση. Όχι πια για την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας γενικώς. Αλλά για την επιβολή των ορίων εντός των οποίων οφείλει να κινείται κάθε απόκλιση από την κρατική στρατηγική και το μνημονιακό “αυτονόητο”, για την καλλιέργεια του φόβου, και τη διαχείριση του “αισθήματος” ασφάλειας, πράγμα που διαφέρει ουσιωδώς από την ασφάλεια καθαυτή. Αποκατάσταση του “κύρους” του κράτους σημαίνει “πάνω απ’ όλα η ασφάλεια του κράτους”.
Βασικές πτυχές αυτού του σχεδίου “ανακατάληψης” της κοινωνίας από το (καπιταλιστικό) κράτος ήταν:
* η περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της Αστυνομίας (βλ. συγκρότηση μηχανοκίνητων μονάδων όπως η ΔΕΛΤΑ)
* η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της αστυνομικής βίας (από την παραλίγο φονική βία στις απεργιακές διαδηλώσεις ως το χημικό πόλεμο στο Σύνταγμα, και από το αίσχος στις Σκουριές ως τα βασανιστήρια στο κτίριο της ΓΑΔΑ και το Βελβεντό)
* η αύξηση της ορατότητας και της παρεμβατικότητας των πιο στρατιωτικοποιημένων τμημάτων της ΕΛ.ΑΣ (από τους πανεπιστημιακούς χώρους ως τις φυλακές κι από την “εγγύηση” της επιστράτευσης απεργών εργαζομένων ως τις μαζικές συλλήψεις μεταναστών)
* η κραυγαλέα ανοχή της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ και των πολιτικών προϊσταμένων της σε φαινόμενα “σύμπραξης” στο δρόμο, διάβρωσης και τελικά “ανταλλαγής ρόλων” με τη Χρυσή Αυγή
* η περαιτέρω νομική “θωράκιση” του κράτους που “λύνει” τα χέρια της Αστυνομίας (βλ. κουκουλονόμος)
* η αναβάθμιση της δικαστικής εξουσίας σε έναν ρόλο συμπληρωματικό προς την Αστυνομία, στο πλαίσιο μιας πολύ κακώς εννοούμενης “αλληλεγγύης” του κρατικού προσωπικού. Είναι χάρη στην αλληλεγγύη αυτή που τα τελευταία χρόνια θριάμβευσαν ξανά και ξανά η ατιμωρησία και η ασυδοσία παρανομούντων αστυνομικών.
Ήδη λοιπόν από το 2011, και μιλώντας σε εκδήλωση στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Χρήστος Παπουτσής, έλεγε με νόημα ότι είναι καλύτερα να διαλυθούν ακόμα και δημοφιλη αστυνομικά σώματα, παρά αυτά να συνεχίσουν να θέτουν σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Ούτε αυτός, όμως, ούτε κανένας από τους διαδόχους του τόλμησε να περάσει από τη σκέψη στην πράξη. Και κάπως έτσι ήρθαμε στο φθινόπωρο του 2013. Εκείνες τις μέρες ακούσαμε από από βουλευτή της Χρυσής Αυγής αυτό που μας είχαν πει νωρίτερα δεκάδες “μεμονωμένα περιστατικά”, και μαζί οι διαδοχικές υψηλές καταγραφές των νεοναζί στα “ειδικά” εκλογικά τμήματα όπου ψηφίζουν αστυνομικοί: «ξήλωσαν όλη την αστυνομία και την ΚΥΠ για να μας συλλάβουν».
***
Στην Ελλάδα δεν έχουμε φασισμό, ούτε βεβαίως η Αστυνομία είναι στο σύνολό της ένα φασιστικό σώμα. Όμως, η “περιγραφή έργου” που εκτελεί η ΕΛ.ΑΣ, το έργο δηλαδή που της ανατίθεται, όχι μόνο από τον δομικό της ρόλο (αυτόν του καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού σε καιρούς καπιταλιστικής κρίσης), αλλά και από το ρόλο που της αναθέτει σήμερα η πιο ακροδεξιά ελληνική κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση, πλησιάζει όλο και πιο κοντά στο φασιστικό “όραμα” για την εξουσία. “Η πρότασή μας”, έλεγε τον Οκτώβριο του 1925 ο Μουσολίνι, “είναι: τα πάντα μέσα στο κράτος, τίποτε έξω από το κράτος, τίποτε ενάντια στο κράτος”.
Η ασφάλεια του κράτους, σήμερα που καμιά πολιτική πρόταση, πλην αυτής της διαχείρισης του φόβου, δεν μπορεί να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας της κοινωνικής πλειοψηφίας, απαιτεί (και “παράγει”) μια συγκεκριμένη Αστυνομία: ένα συγκεκριμένο “πνεύμα του Σώματος”, που στην περίπτωσή μας διαπερνά ολόκληρο το Σώμα, σε κάθε βαθμίδα της ιεραρχίας του, από τον Αρχηγό της Αστυνομίας μέχρι την τελευταία μονάδα της ΔΕΛΤΑ και τους ειδικούς φρουρούς.
Σε τι συνίσταται αυτό το πνεύμα; Το σύστημα ασφάλειας της χώρας, που υπαγορεύει εδώ και δεκαετίες τη δράση της ΕΛ.ΑΣ, θεωρητικά στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα. Διαχρονικά όμως, η βασική λειτουργία του στην πράξη ήταν η δίωξη των αντιφρονούντων υπό την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Στα χρόνια της πολιτικής και οικονομικής κρίσης, της αδυναμίας επίτευξης μακροπρόθεσμων συναινέσεων και της παρουσίασης κάθε (αντικοινωνικής) κυβερνητικής πρωτοβουλίας ως ζήτημα ζωής και θανάτου για το “κύρος” του κράτους, το πνεύμα αυτό δεν υποχωρεί, αλλά ενισχύεται. Στη λογική του “εμπόλεμου” κράτους, κάθε όψη του κοινωνικού ζητήματος αντιμετωπίζεται ως υπόθεση νόμου και τάξης, ως υπόθεση δηλαδή της Αστυνομίας (από τις απεργίες και τις καταλήψεις ως την οροθετικότητα και τη φτώχεια – εγχώρια και αλλοδαπή). Για όλα αυτά, η Αστυνομία είναι η απάντηση, όποια “ερώτηση” κι αν θέτει ο κύκλος των αντιφρονούντων. Κι ο κύκλος αυτός, δυστυχώς για τη δημοκρατία, περιλαμβάνει σε περίοπτη θέση όλους αναιξερέτως τους εχθρούς της ακροδεξιάς.
Καταληψίες μαθητές, απεργοί συνδικαλιστές, εξεγερμένοι φυλακισμένοι και κρατούμενοι μετανάστες, κινήματα διεθνούς εμβέλειας που δεν υπέκυψαν στη γοητεία της Ακροδεξιάς (Αγανακτισμένοι), αλλά και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αντιφασίστες ακτιβιστές, ο αντιεξουσιαστικός χώρος και οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής και αντικρατικής ένοπλης βίας, είναι οι “εμβληματικές περιπτώσεις”. Κάθε μικρή ή μεγάλη μάχη μ’ αυτές, ακόμα κι αν γίνεται στο όνομα της δημοκρατίας και της κοινωνικής ειρήνης, δεν αποσκοπεί παρά στην εμπέδωση του “κύρους” του κράτους. Κι η υπόθεση αυτή είναι πολύ σοβαρή για να περιορίζεται το κράτος από την (αστική, έστω) νομιμότητα. Για την υπόθεση αυτή, λοιπόν, εφαρμόζεται στην πράξη το “δίκαιο του πολέμου”: το κράτος δεν δεσμεύεται από τη νομιμότητα, αντίθετα, αξιοποιεί την κεκτημένη “τεχνογνωσία” και το ρεπερτόριο βαναυσότητας που έχει δοκιμαστεί επιτυχώς στο βασικό εχθρό της σύγχρονης διακομματικής εθνικοφροσύνης, δηλαδή στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Κι αυτό συμβαίνει με την ίδια συνέπεια, τόσο πριν όσο και μετά την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής.
Οι συναινέσεις που φτιάχτηκαν, εδώ και δυο δεκαετίες σχεδόν, γύρω από την αστυνομική ασυδοσία στην αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων, αλλά και της “τρομοκρατίας” – δεν είναι τυχαία η προσπάθεια να συνδεθούν σήμερα οι δύο απειλές”- αξιοποιούνται για να κατασταλούν παραδειγματικά οι καθημερινοί κίνδυνοι για την “ασφάλεια”, πραγματικοί ή (κυρίως) επινοημένοι, όπως τους υποδεικνύουν η κυβέρνηση και ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός.
***
Ποτέ μέχρι σήμερα, λοιπόν, το κρατικό μονοπώλιο στη νόμιμη βία δεν αποκαλύφθηκε σε τέτοια έκταση ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα: μέσο διασφάλισης, δηλαδή, της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αλλά, ταυτόχρονα, ποτέ μέχρι σήμερα η άσκηση του μονοπωλίου αυτού στην καθημερινότητα δεν παρουσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό ως ζήτημα “τεχνικής φύσης”: ως αυτονόητη έκφραση ενός δήθεν ουδέτερου κράτους. Αυτή η αντίφαση είναι σήμερα μια βασική παράμετρος της κρίσης της δημοκρατίας, προς δραματική επιβεβαίωση των αναλύσεων του Νίκου Πουλαντζά για τον αυταρχικό κρατισμό, τη μορφή δηλαδή εκείνη του καπιταλιστικού κράτους που δεν είναι φασισμός, όμως στη “λογική” της επιβιώνουν στοιχεία καθεστώτων όπως ο φασισμός και η δικτατορία.
Είναι έτσι σαφές ότι ο αγώνας της Αριστεράς ενάντια στην κρατική καταστολή δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μια μειοψηφική “ευαισθησία”: η αναβίωση του “σπουδαστικού της Ασφάλειας”, τα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, η ατιμωρησία εγκληματικών πρακτικών με πρωταγωνιστές τους θεσμικούς εκφραστές της (αστικής, έστω) νομιμότητας, επαρκούν ως απόδειξη γι’ αυτό. Είναι εξίσου σαφές, την ίδια στιγμή, ότι ο αγώνας αυτός γίνεται όλο και λιγότερο “αυτόνομος” σε σχέση με το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα: δημοκρατική λειτουργία της Αστυνομίας υπό αντιδημοκρατική κυβέρνηση, και με πολιτικό προϊστάμενο έναν ακροδεξιό όπως ο Νίκος Δένδιας, είναι από δύσκολο έως αδύνατο να υπάρξει.
Και η Αριστερά; Για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί καθήκον (και μαζί όρο μακροημέρευσής της) μια ευρεία δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αστυνομίας. Πρώτο μέλημα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης είναι η αλλαγή της “περιγραφής έργου” του αστυνομικού και, πιο γενικά, του περιεχομένου που αποδίδεται στην έννοια της ασφάλειας. Το περιεχόμενο αυτό είναι αποσυνδεδεμένο από την εγκληματικότητα των “λευκών κολάρων”, που είναι απείρως πιο κοινωνικά επιζήμια, και αντίθετα, συνδέεται κατά μείζονα λόγο με την τρομοκρατία (ενώ το φαινόμενο επ’ ουδενί έχει τις διαστάσεις που είχε σε προηγούμενες δεκαετίες), και τη μετανάστευση (ενώ το μεταναστευτικό και το προσφυγικό είναι πρωτίστως κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα – όχι ποινικά, “νόμου και τάξης”). Ιδίως σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, εκεί δηλαδή όπου εξευτελίζεται η αξιοπρέπεια και κινδυνεύει η υγεία, και ενίοτε η ζωή, χιλιάδων αναίτια κρατούμενων μεταναστών, υπάρχουν ήδη οι πρώτες ρωγμές, με ενώσεις αστυνομικών να καταγγέλλουν ότι εκεί που κινδυνεύουν οι μετανάστες, σήμερα κινδυνεύει επίσης η υγεία των αστυνομικών, που επωμίζονται ως μη όφειλαν, το ρόλο του ανθρωποφύλακα για να στέλνει η κυβέρνηση μήνυμα “εθνικής κυριαρχίας” (“δεν είμαστε ξέφραγο αμπέλι” κλπ).
Εξίσου κρίσιμη πτυχή μιας δημοκρατικής μεταρρύθμισης της αστυνομίας είναι η υπονόμευση μιας επαγγελματικής κουλτούρας που ανέχεται, και ενίοτε ενθαρρύνει, την παράνομη βία. Η κουλτούρα αυτή αποτελεί πρώτη ύλη της εδραίωσης της ακροδεξιάς ιδεολογίας στην ΕΛ.ΑΣ. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η στρεβλή, αντιδημοκρατική και επικίνδυνη επαγγελματική κουλτούρα, απαιτείται πρωτίστως εκπαίδευση. Απαιτείται, δηλαδή, να κινηθούμε ακριβώς στον αντίποδα της λογικής της κυβέρνησης, που προτίθεται να θεσμοθετήσει προσλήψεις εκτός πανελλαδικών εξετάσεων. Απαιτείται επίσης η σύσταση ανεξάρτητου από την ΕΛ.ΑΣ οργάνου την καταγγελία και τη διερεύνηση κρουσμάτων αστυνομικής αυθαιρεσίας, καθώς και η υπαγωγή σε διακομματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, που συστάθηκε βάσει του ν. 3938/2011: αν αστυνομικοί προβαίνουν σε αυθαιρεσίες, αυτό δεν αποτελεί εσωτερική υπόθεση της ΕΛ.ΑΣ. Το ίδιο αναγκαία είναι, επίσης, η οριστική διάλυση των θυλάκων ακροδεξιού εξτρεμισμού εντός και εκτός της ΕΛΑΣ και η τιμωρία των εμπλεκόμενων.
Τόσο η εκπαίδευση, όσο και η τιμωρία, σε όσες περιπτώσεις χρειάζεται, απαιτούν πολιτική βούληση. Με την πολιτική ηγεσία να δίνει το μήνυμα της “ανακατάληψης” των πόλεων, να μιλά για τους μετανάστες με όρους “ποιοτικών και μη ποιοτικών” ή “καθόδου των Δωριέων” και να συγκαλύπτει τις προτροπές του ίδιου του Αρχηγού οι υφιστάμενοί του να κάνουν το βίο των κρατουμένων “αβίωτο”, είναι σαφές ότι η πολιτική βούληση σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση βρίσκεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος
Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μελος της Κεντρικής Επιτροπής και του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ. Κείμενά του δημοσιεύονται τακτικά στην Αυγή, την Εποχή και το Red Notebook.
http://www.kar.org.gr


