του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Τούτες τις μέρες καλούμαστε να αναμετρηθούμε με μια άλλου είδους «ωραία ιστορία», που δεν κατασκευάστηκε από τα κέντρα των κυρίαρχων, αλλά από την αγωνία, την ελπίδα και την αδημονία για λύτρωση των κυριαρχούμενων: Στις 17 Ιουνίου ο ΣΥΡΙΖΑ βγάζει κυβέρνηση, στις 18 καταργεί το Mνημόνιο, οι Ευρωπαίοι γκρινιάζουν, αλλά το καταπίνουν γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς κι αρχίζει η σταδιακή ανόρθωση της Ελλάδας, με την Αριστερά επιτέλους, για πρώτη φορά στην ιστορία της, δικαιωμένη και νικηφόρα. Όποιοι εξ αριστερών τιμητές επικαλούνται υπαρκτά μεν, αλλά δευτερεύοντα «γεγονότα», υποβαθμίζοντας τον ιστορικό χαρακτήρα αυτής της μάχης, επωμίζονται βαριά ευθύνη απέναντι στον λαό, καθώς ρισκάρουν την ήττα της Αριστεράς για χάρη της κομματικής τους καταγραφής και επιβίωσης.
Δεν μας προκαλεί έκπληξη να ακούμε αυτό το ρεφρέν από ανθρώπους που μέχρι χθες ακολουθούσαν τα κόμματα της πλουτοκρατίας, παρακολουθούσαν την Αριστερά μόνο από τον καναπέ τους και στράφηκαν χθες - προχθές προς τον ΣΥΡΙΖΑ υπό την πίεση αυτής της φοβερής κρίσης, με το ζήλο του νεοφώτιστου. Έναν ζήλο, που τους κάνει να αισθάνονται ότι μπορούν να κουνάνε επιτιμητικά το δάχτυλο στους «μαξιμαλιστές» και τους «ανεύθυνους», εκείνους που έβαλαν το κεφάλι τους στον ντορβά όχι μία, αλλά εκατό φορές, μαζί με τον Τεμπονέρα, τον Κουσουρή και τόσους άλλους, την εποχή που άλλοι ασχολούνταν μόνο με το Χρηματιστήριο και τα δάνεια. Τους καλούμε μόνο να σκεφτούν καλόπιστα: Αν το πρόβλημά μας ήταν μόνο η κομματική «καταγραφή» και «επιβίωση», πιστεύουν άραγε ότι θα διαλέγαμε αυτόν τον δύσκολο δρόμο, κόντρα στο ρεύμα; Δεν θα μας ήταν απείρως πιο εύκολο να συνεργαστούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, να βγάλουμε μερικούς βουλευτές και να εξασφαλίσουμε μερίδιο από την κρατική επιχορήγηση;
Εκείνο που μας θλίβει είναι να ακούμε ανάλογες, συχνά καλοπροαίρετες παραινέσεις από αγωνιστές της Αριστεράς, που αντιμετώπισαν πολλές φορές, από τη θέση του θύματος κι όχι του θύτη, τις θεωρίες της «χαμένης ψήφου» και του «αναγκαίου σκαλοπατιού». Πώς μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι ήταν ιδεολογικά, πολιτικά και ηθικά δικαιολογημένο να κατέβουν τα κόμματα της Αριστεράς χώρια στις εκλογές της 6ης ΜαÀου, αλλά πέντε εβδομάδες αργότερα, το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι άλλες αριστερές οργανώσεις οφείλουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά επειδή έχει διαμορφωθεί εκλογική δυναμική υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ; Και πώς μπορούμε να πιστέψουμε ότι αγωνιούν όντως για ένα «λαϊκό, αριστερό μέτωπο», όταν αυτό προϋποθέτει να εξαλειφθούν όλες οι δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ;
Εντάξει, θα μας πουν, αλλά ειδικά σε τούτες εδώ, τις τόσο κρίσιμες εκλογές, τι νόημα έχει να πάρετε μια μονάδα πάνω ή κάτω, όταν αυτή η μονάδα μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα σε βάρος της Αριστεράς και υπέρ της Δεξιάς; Το πρώτο συμπέρασμα που ευκόλως συνάγεται από το ερώτημα είναι ότι έχουμε δικαίωμα να κατεβαίνουμε αυτοτελώς στις εκλογές, αρκεί αυτές να μην είναι ...κρίσιμες! Έπειτα, η άποψη ότι όλα παίζονται σε μια ζαριά, στις 17 Ιουνίου, καλλιεργεί εκ προοιμίου την απογοήτευση και τον πανικό στο ενδεχόμενο (υπαρκτό, εντελώς ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) να βγει κυβέρνηση με κορμό τη Δεξιά. Υποθέστε ότι η ΝΔ έρχεται πρώτο κόμμα με μικρή διαφορά, φτιάχνει κυβέρνηση με στήριξη του ΠΑΣΟΚ ή και της ΔΗΜΑΡ, έχοντας απέναντί της ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αθροιστικό ποσοστό γύρω στο 35%, ούτως ή άλλως πρωτοφανές στα ελληνικά χρονικά. Γιατί θα έπρεπε να φορέσουμε μαύρες πλερέζες σ’ αυτό το ενδεχόμενο; Δεν θα είχαμε μπροστά μας το ρεαλιστικό ενδεχόμενο να καεί πολύ γρήγορα αυτή η κυβέρνηση από τη φωτιά των νέων μέτρων και της αναπόφευκτης χρεοκοπίας και να έρθει στην εξουσία η Αριστερά, επικεφαλής ενός λαϊκού κινήματος πολύ ισχυρότερου από ό,τι ζήσαμε τα τελευταία τρία χρόνια;
Ακόμη χειρότερα, η άποψη ότι «όλα παίζονται στις 17» νανουρίζει με γλυκερές αυταπάτες το λαϊκό κίνημα στο ενδεχόμενο ανάδειξης κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, αφοπλίζοντάς το ακριβώς τη στιγμή που θα είναι όσο ποτέ αναγκαίο και καθοριστικό. Γιατί είναι αλήθεια ότι το πρόγραμμα που ανακοίνωσαν την προπερασμένη Παρασκευή ο Αλέξης Τσίπρας και στενοί συνεργάτες του, όσο κι αν μας βρίσκει αντίθετους σε κομβικά ζητήματα, όπως το ευρώ, έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ σε τροχιά ρήξης με τις κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ – κάτι που έγινε σαφές με τη λυσσαλέα, τρομοκρατική επίθεση όχι μόνο της Γερμανίας της Μέρκελ, αλλά και της Γαλλίας του Ολάντ. Κι αυτό, κυρίως λόγω της δέσμευσής του για μονομερή κατάργηση του Μνημονίου, με νόμο της ελληνικής Βουλής, κάτι που οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται για τίποτα στον κόσμο να αφήσουν να περάσει ατιμώρητο. Επιπλέον, ο Τσίπρας προκάλεσε την μήνιν των ηγεμονικών ομάδων του ελληνικού κεφαλαίου –τραπεζών, καναλαρχών και εφοπλιστών– με μέτρα που στοχοποιούν ευθέως τα σκανδαλώδη προνόμιά τους.
Το πρόβλημα με την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι περισσότερο αντανακλά κάθε στιγμή τη συνισταμένη της (εξόχως αντιφατικής και ευμετάβλητης) κοινωνικής του βάσης, παρά τη διαμορφώνει. Την εποχή που το ρεύμα πήγαινε δεξιά και ο Συνασπισμός ήταν κυρίως ένα κόμμα μισθωτών διανοουμένων και δημοσίων υπαλλήλων, η τότε ηγεσία του πήγαινε κι αυτή δεξιά. Σήμερα, που κατακλύζεται ξαφνικά από ριζοσπαστικοποιημένα εργατικά και λαϊκά στρώματα, με τα οποία δεν έχει ωστόσο οικοδομήσει οργανικές αγωνιστικές και πολιτικές σχέσεις, η ηγεσία του μετατοπίζεται προς τα αριστερά. Το τι θα κάνει αύριο, παραμένει ένα τεράστιο ερώτημα.
Κι όταν λέμε αύριο, δεν εννοούμε μετά από δέκα χρόνια, αλλά, ενδεχομένως και μετά από δέκα ημέρες. Σκεφτείτε τον Αλέξη Τσίπρα να παίρνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, να απειλείται με διακοπή χρηματοδότησης από τη Μέρκελ και χρεοκοπία εντός Ιουνίου, να εκβιάζεται από τη ΔΗΜΑΡ (και από το υπόλειμμα της ΔΗΜΑΡ που εξακολουθεί να βρίσκεται εντός ΣΥΡΙΖΑ) να αναιρέσει τη θέση για ακύρωση του Μνημονίου προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση και να ενοχοποιείται από τα αστικά κόμματα ότι θα οδηγήσει τη χώρα στον όλεθρο αν επιμείνει πεισματικά στον «μαξιμαλισμό» του και εκβιάσει και τρίτη εκλογική αναμέτρηση. Ελπίζουν άραγε οι αριστεροί που προσανατολίζονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ ότι η ηγεσία του θα αντέξει μια τέτοια σφοδρή πίεση αν δεν νοιώθει κανένα ουσιαστικό αντίβαρο από τα αριστερά της, κυρίως από ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Εδώ βρίσκεται το αποφασιστικό στοιχείο που δεν μπορεί να παρακάμψει όποιος θέλει να διατηρεί στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα: Αν και προφανώς δεν είναι ασήμαντο (ούτε μας είναι αδιάφορο) τι κυβέρνηση θα προκύψει από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, σε κάθε περίπτωση θα οδηγηθούμε σε μια πολύ σκληρή, ιστορικών διαστάσεων σύγκρουση, η οποία θα κριθεί στους δρόμους, στις πλατείες και στα εργοστάσια. Το μεγάλο πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από το άλφα ή το βήμα σημείο του προγράμματός του, είναι ότι δεν φαίνεται να έχει συνείδηση της σφοδρότητας αυτής της σύγκρουσης, προς την οποία βαδίζει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά απροετοίμαστος.
Δεν ευχόμαστε καθόλου να αναδιπλωθεί άτακτα ή να συντριβεί, γιατί από μια τέτοια εξέλιξη θα ζημιωθεί (ίσως σε χρονικό ορίζοντα μιας γενιάς) ολόκληρη η Αριστερά. Αλλά και δεν έχουμε το δικαίωμα να δώσουμε την πιο κρίσιμη μάχη κάτω από ξένη σημαία. Απέναντι στις επιθέσεις που θα δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή/και το ΚΚΕ από τον κοινό εχθρό, θα είμαστε αλληλέγγυοι, στο ίδιο χαράκωμα. Απέναντι στις υποχωρήσεις του στο κατεστημένο, που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον λαό, θα είμαστε με τον λαό. Σε κάθε περίπτωση, η νέα εποχή που αρχίζει στις 17 Ιουνίου θα φέρει κατακλυσμιαίες ανακατατάξεις στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Για εκείνες τις δυνάμεις που υπερασπίστηκαν τα πέτρινα χρόνια του νεοσυντηρητικού χειμώνα τη σημαία της ταξικής αυτοτέλειας και της επαναστατικής προοπτικής, αυτό το καλοκαίρι προβλέπεται καυτό και κρίσιμο.