του Χρήστου Κεφαλή
Roger de La Fresnaya, «Δεν αντέχω άλλα βάρη στους
ώμους μου», 1911
Η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς συνέβαλε καταλυτικά στην επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις 6 Μάη. Βοήθησε έναν κόσμο ριζοσπαστικοποιημένο από την κρίση και απογοητευμένο από τα μνημονιακά κόμματα να βρει έναν ριζοσπαστικό δρόμο. Έκανε ορατή τη δυνατότητα μιας προοδευτικής διεξόδου από τις αντιλαϊκές πολιτικές, φέρνοντας την Αριστερά στο κέντρο.
Η πρόταση διατυπώθηκε πρόσφατα, όταν η δυνατότητα μιας τέτοιας κυβέρνησης έγινε ρεαλιστική, με την κατάρρευση των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας. Έτσι μπορεί να παρουσιάζει κενά, αδυναμίες και ασάφειες, όντας ανοικτή σε κριτική. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες
δυνάμεις της Αριστεράς, το ΚΚΕ της επιφύλαξε ριζική απόρριψη, θεωρώντας την εξαρχής ανεπίτρεπτη, δείγμα συμβιβασμού με το εγχώριο κατεστημένο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε πλήθος ομιλίες ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, άρθρα στον Ριζοσπάστη κλπ. προβλήθηκε η άποψη ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διαφέρει διόλου από τις κυβερνήσεις του κατεστημένου και ο ρόλος της θα είναι να ενσωματώσει τους εργαζόμενους. Η γ.γ. του ΚΚΕ μάλιστα ισχυρίστηκε πως το να στηρίξει ή να συμμετάσχει το ΚΚΕ σε αυτήν θα σήμαινε να πουλήσει το λαό για υπουργικές καρέκλες (Α. Παπαρήγα, Έθνος, 29.4.2012).
Ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ας υποθέσουμε ότι σε μια πόλη γίνεται ένας ισχυρός σεισμός. Μια πολυκατοικία γκρεμίζεται, ένας τοίχος πλακώνει έναν άνθρωπο και απειλεί από στιγμή σε στιγμή να τον λιώσει. Μερικοί διασώστες σπεύδουν να βοηθήσουν. Τι θα κάνουν; Θα στρωθούν στη δουλειά για να μετακινήσουν τον όγκο. Θα κοιτάξουν όμως πρώτα αν μπορούν να βάλουν κάποιο υποστύλωμα στις γωνιές του για να κρατά το βάρος και να μην υπάρχει ο κίνδυνος, με την παραμικρή νέα δόνηση, να πλακώσει οριστικά τον παγιδευμένο.
Στην περίπτωση αυτή η τοποθέτηση του υποστυλώματος και η μετακίνηση του όγκου αλληλοσυμπληρώνονται. Αν κάποιος παράξενος περαστικός φώναζε στους διασώστες: «Ε, τι κάνετε εκεί; Μη βάζετε το υποστύλωμα γιατί θα σας αποσπάσει την προσοχή από το κύριο, την προσπάθεια να σώσετε τον άνθρωπο μετακινώντας τον όγκο», προφανώς δεν θα τον άκουγαν.
Κάθε αναλογία έχει τα τρωτά της, αλλά ας δούμε το νόημα της συγκεκριμένης. Με το σεισμό μοιάζει η παγκόσμια οικονομική κρίση, ενώ ο τοίχος είναι τα μνημόνια που πλακώνουν τον λαό μας. Το υποστύλωμα που θα βοηθούσε προσωρινά την κατάσταση είναι η κυβέρνηση της Αριστεράς, ενώ η μετακίνηση του όγκου είναι η κοινωνική επανάσταση, που θα δώσει την οριστική λύση.
Η άρνηση της κυβέρνησης της Αριστεράς από το ΚΚΕ ισοδυναμεί με τη διαβεβαίωση ότι είναι ανεπίτρεπτο να βάλουμε οποιοδήποτε υποστύλωμα, γιατί θα ήταν σε βάρος της προσπάθειας να σωθεί ο άνθρωπος.
Φυσικά, θα ήταν απόλυτα θεμιτό να πει κανείς ότι η τοποθέτηση του υποστυλώματος δεν αρκεί από μόνη της, ότι θα πρέπει μετά η προσοχή να στραφεί στο κυρίως έργο, γιατί η προστασία που παρέχει είναι αβέβαιη και προσωρινή. Θα ήταν επίσης απόλυτα θεμιτό να κριτικάρει κανείς τον τρόπο τοποθέτησης του υποστυλώματος, που αν δεν μπει σταθερά και σωστά μπορεί να είναι αναποτελεσματικό. Αλλά η θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι γενικά δεν πρέπει να μπει κανένα υποστύλωμα είναι τυφλά δογματική, όχι μόνο με τη μαρξιστική, αλλά και με την κοινή λογική.
Μια επίκαιρη τοποθέτηση του Λένιν. Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι κλασικοί του μαρξισμού προειδοποιούσαν ενάντια στη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις και στις αυταπάτες ότι είναι δυνατό να ανατραπεί ο καπιταλισμός κοινοβουλευτικά.
Κάτι τέτοιο, πολύ απλά, δεν ισχύει. Ασφαλώς, οι κλασικοί προειδοποιούσαν για όλα αυτά, ταυτόχρονα όμως θεωρούσαν ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί με μια κοινοβουλευτική τακτική να προωθηθούν ουσιαστικές αλλαγές, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς. Και έλεγαν ότι όταν παρουσιάζεται μια τέτοια δυνατότητα είναι λάθος οι κομμουνιστές να τη χάνουν, στο όνομα της δήθεν «επαναστατικής καθαρότητας» και της «αντίθεσης στον οπορτουνισμό».
Πολύ χαρακτηριστική και επίκαιρη είναι η στάση του Λένιν όταν, σε συνθήκες ανάλογης οικονομικής καταστροφής μετά τον πόλεμο του 1914-18, αστοί μεταρρυθμιστές όπως ο Κέινς είχαν διατυπώσει ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο Λένιν όχι μόνο δεν είχε αντιταχθεί, αλλά υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να αναπτύξουν οι ίδιοι ένα πιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα:
«Η ΚΕ», έλεγε ο Λένιν, «θεωρεί απόλυτη υποχρέωσή της να αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο, ανεξάρτητο, ακέραιο πρόγραμμα πάνω σε όλα τα ζωτικά ζητήματα… Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να είναι αστικο-πασιφιστικό», περιλαμβάνοντας «μια σειρά ημίμετρα και μέτρα ρεφορμιστικού χαρακτήρα, τα οποία ήδη προτάθηκαν τμηματικά στην Αγγλία και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες από ανθρώπους που διέπονται από αστικές ιδέες. Μέσα σε ορισμένες συνθήκες το πρόγραμμα αυτό των ημίμετρων θα μπορούσε… να φέρει ανακούφιση στη σημερινή δύσκολη κατάσταση… Ένας περίπου κατάλογος των βασικών σημείων του προγράμματος αυτού: 1) Ακύρωση όλων των χρεών… 3) Ριζική αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών 4) Χορήγηση με ευνοϊκούς όρους δανείων στις χώρες που περισσότερο αφανίστηκαν από τον πόλεμο». Το πρόγραμμα έπρεπε, κατά τον Λένιν, να υποστηριχθεί «σαν μια από τις λίγες πιθανότητες ειρηνικής εξέλιξης του καπιταλισμού στο νέο σύστημα, πράγμα στο οποίο εμείς σαν κομμουνιστές, δεν πιστεύουμε και πολύ, όμως είμαστε σύμφωνοι να βοηθήσουμε να γίνει δοκιμή» (Άπαντα, τόμ. 44, σ. 382-83, 407)
Το σαφές νόημα της τοποθέτησης του Λένιν είναι ότι σε συνθήκες μεγάλης κρίσης, όταν δεν έχει ωριμάσει ακόμη η επαναστατική αλλαγή, οι κομμουνιστές οφείλουν να αγωνίζονται και για τις μερικές, «κοινοβουλευτικές» διεξόδους όπως είναι σήμερα η κυβέρνηση της Αριστεράς. Γιατί είναι λάθος, λοιπόν, να αγωνιστούμε και σε αυτή την κατεύθυνση;
Επιπλέον, τα πρόσφατα χρόνια είχαμε μια θετική εμπειρία της αριστερής κυβέρνησης Τσάβες. Η εμπειρία αυτή έδειξε ότι με στήριξη στο λαό είναι δυνατό να προωθηθούν μεγάλες ριζοσπαστικές αλλαγές αξιοποιώντας τον κοινοβουλευτισμό. Γιατί αυτό να είναι αξιωματικά αδύνατο στην Ελλάδα, όπως βεβαιώνει το ΚΚΕ;
Ο «αριστερός» τυχοδιωκτισμός του ΚΚΕ. Τα παραπάνω ερωτήματα είναι βέβαια ρητορικά. Θα ήταν μάταιο να αναμένουμε από την ηγεσία του ΚΚΕ να τα απαντήσει. Ούτε, βέβαια, έχει καμιά ανησυχία να δικαιολογήσει με αρχές τη στάση της. Προτίμησε να σιωπήσει όταν ο Γ. Ρούσης υπενθύμισε εύστοχα ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς προβλέπεται στο ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ, όπου γίνεται λόγος για την πιθανότητα «να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα»(Γ. Ρούσης, «Ανοικτή επιστολή προς το ΚΚΕ»,
Όλα δείχνουν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ προκρίνει μια γραμμή παραπλήσια με τις σταλινικές υπεραριστερές τακτικές του Μεσοπολέμου, που έδωσαν τη νίκη στον Χίτλερ. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Συνδέεται με τη μεθοδική σταλινική στροφή των τελευταίων δυο δεκαετιών στο ΚΚΕ, που, ξεκινώντας από την παρερμηνεία των αιτίων διάλυσης της ΕΣΣΔ και τον εκθειασμό των σταλινικών εγκλημάτων (Δίκες της Μόσχας κ.λπ.), κορυφώθηκε πρόσφατα με την πανηγυρική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη.
Ότι αυτή η πολιτική γραμμή είναι και σήμερα τυχοδιωκτική δεν χρειάζονται πολλά για να το αντιληφθούμε. Αρκεί να θέσουμε το ερώτημα τι θα είχε συμβεί στις εκλογές αν η Αριστερά περιοριζόταν στο ΚΚΕ και δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: το ΚΚΕ θα έπαιρνε ίσως ένα 1-2% παραπάνω, αλλά το κόμμα του Καμμένου και η Χρυσή Αυγή θα θριάμβευαν.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ποντάρει ολοφάνερα στην προσδοκία ότι, σε πιθανή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, θα επωφεληθεί και θα καρπωθεί αυτή τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Και όλα δείχνουν ότι δεν θα διστάσει ακόμη και να καταψηφίσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αν το αποτέλεσμα των νέων εκλογών οδηγήσει να εξαρτάται ο σχηματισμός της από την ίδια. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να εξηγούμε στους απλούς αγωνιστές του ΚΚΕ ότι αυτός που θα επωφεληθεί αν το χάος γενικευτεί με ευθύνη της Αριστεράς, δεν θα είναι το κίνημα, ούτε το ΚΚΕ, αλλά η ακροδεξιά. Σε τελική ανάλυση, η τωρινή τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ εξυπηρετεί ακριβώς τις ακροδεξιές δυνάμεις.
Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της «Μαρξιστικής Σκέψης».
Roger de La Fresnaya, «Δεν αντέχω άλλα βάρη στους
ώμους μου», 1911
Η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς συνέβαλε καταλυτικά στην επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις 6 Μάη. Βοήθησε έναν κόσμο ριζοσπαστικοποιημένο από την κρίση και απογοητευμένο από τα μνημονιακά κόμματα να βρει έναν ριζοσπαστικό δρόμο. Έκανε ορατή τη δυνατότητα μιας προοδευτικής διεξόδου από τις αντιλαϊκές πολιτικές, φέρνοντας την Αριστερά στο κέντρο.
Η πρόταση διατυπώθηκε πρόσφατα, όταν η δυνατότητα μιας τέτοιας κυβέρνησης έγινε ρεαλιστική, με την κατάρρευση των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας. Έτσι μπορεί να παρουσιάζει κενά, αδυναμίες και ασάφειες, όντας ανοικτή σε κριτική. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες
δυνάμεις της Αριστεράς, το ΚΚΕ της επιφύλαξε ριζική απόρριψη, θεωρώντας την εξαρχής ανεπίτρεπτη, δείγμα συμβιβασμού με το εγχώριο κατεστημένο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε πλήθος ομιλίες ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, άρθρα στον Ριζοσπάστη κλπ. προβλήθηκε η άποψη ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διαφέρει διόλου από τις κυβερνήσεις του κατεστημένου και ο ρόλος της θα είναι να ενσωματώσει τους εργαζόμενους. Η γ.γ. του ΚΚΕ μάλιστα ισχυρίστηκε πως το να στηρίξει ή να συμμετάσχει το ΚΚΕ σε αυτήν θα σήμαινε να πουλήσει το λαό για υπουργικές καρέκλες (Α. Παπαρήγα, Έθνος, 29.4.2012).
Ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ας υποθέσουμε ότι σε μια πόλη γίνεται ένας ισχυρός σεισμός. Μια πολυκατοικία γκρεμίζεται, ένας τοίχος πλακώνει έναν άνθρωπο και απειλεί από στιγμή σε στιγμή να τον λιώσει. Μερικοί διασώστες σπεύδουν να βοηθήσουν. Τι θα κάνουν; Θα στρωθούν στη δουλειά για να μετακινήσουν τον όγκο. Θα κοιτάξουν όμως πρώτα αν μπορούν να βάλουν κάποιο υποστύλωμα στις γωνιές του για να κρατά το βάρος και να μην υπάρχει ο κίνδυνος, με την παραμικρή νέα δόνηση, να πλακώσει οριστικά τον παγιδευμένο.
Στην περίπτωση αυτή η τοποθέτηση του υποστυλώματος και η μετακίνηση του όγκου αλληλοσυμπληρώνονται. Αν κάποιος παράξενος περαστικός φώναζε στους διασώστες: «Ε, τι κάνετε εκεί; Μη βάζετε το υποστύλωμα γιατί θα σας αποσπάσει την προσοχή από το κύριο, την προσπάθεια να σώσετε τον άνθρωπο μετακινώντας τον όγκο», προφανώς δεν θα τον άκουγαν.
Κάθε αναλογία έχει τα τρωτά της, αλλά ας δούμε το νόημα της συγκεκριμένης. Με το σεισμό μοιάζει η παγκόσμια οικονομική κρίση, ενώ ο τοίχος είναι τα μνημόνια που πλακώνουν τον λαό μας. Το υποστύλωμα που θα βοηθούσε προσωρινά την κατάσταση είναι η κυβέρνηση της Αριστεράς, ενώ η μετακίνηση του όγκου είναι η κοινωνική επανάσταση, που θα δώσει την οριστική λύση.
Η άρνηση της κυβέρνησης της Αριστεράς από το ΚΚΕ ισοδυναμεί με τη διαβεβαίωση ότι είναι ανεπίτρεπτο να βάλουμε οποιοδήποτε υποστύλωμα, γιατί θα ήταν σε βάρος της προσπάθειας να σωθεί ο άνθρωπος.
Φυσικά, θα ήταν απόλυτα θεμιτό να πει κανείς ότι η τοποθέτηση του υποστυλώματος δεν αρκεί από μόνη της, ότι θα πρέπει μετά η προσοχή να στραφεί στο κυρίως έργο, γιατί η προστασία που παρέχει είναι αβέβαιη και προσωρινή. Θα ήταν επίσης απόλυτα θεμιτό να κριτικάρει κανείς τον τρόπο τοποθέτησης του υποστυλώματος, που αν δεν μπει σταθερά και σωστά μπορεί να είναι αναποτελεσματικό. Αλλά η θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι γενικά δεν πρέπει να μπει κανένα υποστύλωμα είναι τυφλά δογματική, όχι μόνο με τη μαρξιστική, αλλά και με την κοινή λογική.
Μια επίκαιρη τοποθέτηση του Λένιν. Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι κλασικοί του μαρξισμού προειδοποιούσαν ενάντια στη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις και στις αυταπάτες ότι είναι δυνατό να ανατραπεί ο καπιταλισμός κοινοβουλευτικά.
Κάτι τέτοιο, πολύ απλά, δεν ισχύει. Ασφαλώς, οι κλασικοί προειδοποιούσαν για όλα αυτά, ταυτόχρονα όμως θεωρούσαν ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί με μια κοινοβουλευτική τακτική να προωθηθούν ουσιαστικές αλλαγές, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς. Και έλεγαν ότι όταν παρουσιάζεται μια τέτοια δυνατότητα είναι λάθος οι κομμουνιστές να τη χάνουν, στο όνομα της δήθεν «επαναστατικής καθαρότητας» και της «αντίθεσης στον οπορτουνισμό».
Πολύ χαρακτηριστική και επίκαιρη είναι η στάση του Λένιν όταν, σε συνθήκες ανάλογης οικονομικής καταστροφής μετά τον πόλεμο του 1914-18, αστοί μεταρρυθμιστές όπως ο Κέινς είχαν διατυπώσει ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο Λένιν όχι μόνο δεν είχε αντιταχθεί, αλλά υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να αναπτύξουν οι ίδιοι ένα πιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα:
«Η ΚΕ», έλεγε ο Λένιν, «θεωρεί απόλυτη υποχρέωσή της να αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο, ανεξάρτητο, ακέραιο πρόγραμμα πάνω σε όλα τα ζωτικά ζητήματα… Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να είναι αστικο-πασιφιστικό», περιλαμβάνοντας «μια σειρά ημίμετρα και μέτρα ρεφορμιστικού χαρακτήρα, τα οποία ήδη προτάθηκαν τμηματικά στην Αγγλία και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες από ανθρώπους που διέπονται από αστικές ιδέες. Μέσα σε ορισμένες συνθήκες το πρόγραμμα αυτό των ημίμετρων θα μπορούσε… να φέρει ανακούφιση στη σημερινή δύσκολη κατάσταση… Ένας περίπου κατάλογος των βασικών σημείων του προγράμματος αυτού: 1) Ακύρωση όλων των χρεών… 3) Ριζική αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών 4) Χορήγηση με ευνοϊκούς όρους δανείων στις χώρες που περισσότερο αφανίστηκαν από τον πόλεμο». Το πρόγραμμα έπρεπε, κατά τον Λένιν, να υποστηριχθεί «σαν μια από τις λίγες πιθανότητες ειρηνικής εξέλιξης του καπιταλισμού στο νέο σύστημα, πράγμα στο οποίο εμείς σαν κομμουνιστές, δεν πιστεύουμε και πολύ, όμως είμαστε σύμφωνοι να βοηθήσουμε να γίνει δοκιμή» (Άπαντα, τόμ. 44, σ. 382-83, 407)
Το σαφές νόημα της τοποθέτησης του Λένιν είναι ότι σε συνθήκες μεγάλης κρίσης, όταν δεν έχει ωριμάσει ακόμη η επαναστατική αλλαγή, οι κομμουνιστές οφείλουν να αγωνίζονται και για τις μερικές, «κοινοβουλευτικές» διεξόδους όπως είναι σήμερα η κυβέρνηση της Αριστεράς. Γιατί είναι λάθος, λοιπόν, να αγωνιστούμε και σε αυτή την κατεύθυνση;
Επιπλέον, τα πρόσφατα χρόνια είχαμε μια θετική εμπειρία της αριστερής κυβέρνησης Τσάβες. Η εμπειρία αυτή έδειξε ότι με στήριξη στο λαό είναι δυνατό να προωθηθούν μεγάλες ριζοσπαστικές αλλαγές αξιοποιώντας τον κοινοβουλευτισμό. Γιατί αυτό να είναι αξιωματικά αδύνατο στην Ελλάδα, όπως βεβαιώνει το ΚΚΕ;
Ο «αριστερός» τυχοδιωκτισμός του ΚΚΕ. Τα παραπάνω ερωτήματα είναι βέβαια ρητορικά. Θα ήταν μάταιο να αναμένουμε από την ηγεσία του ΚΚΕ να τα απαντήσει. Ούτε, βέβαια, έχει καμιά ανησυχία να δικαιολογήσει με αρχές τη στάση της. Προτίμησε να σιωπήσει όταν ο Γ. Ρούσης υπενθύμισε εύστοχα ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς προβλέπεται στο ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ, όπου γίνεται λόγος για την πιθανότητα «να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα»(Γ. Ρούσης, «Ανοικτή επιστολή προς το ΚΚΕ»,
Όλα δείχνουν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ προκρίνει μια γραμμή παραπλήσια με τις σταλινικές υπεραριστερές τακτικές του Μεσοπολέμου, που έδωσαν τη νίκη στον Χίτλερ. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Συνδέεται με τη μεθοδική σταλινική στροφή των τελευταίων δυο δεκαετιών στο ΚΚΕ, που, ξεκινώντας από την παρερμηνεία των αιτίων διάλυσης της ΕΣΣΔ και τον εκθειασμό των σταλινικών εγκλημάτων (Δίκες της Μόσχας κ.λπ.), κορυφώθηκε πρόσφατα με την πανηγυρική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη.
Ότι αυτή η πολιτική γραμμή είναι και σήμερα τυχοδιωκτική δεν χρειάζονται πολλά για να το αντιληφθούμε. Αρκεί να θέσουμε το ερώτημα τι θα είχε συμβεί στις εκλογές αν η Αριστερά περιοριζόταν στο ΚΚΕ και δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: το ΚΚΕ θα έπαιρνε ίσως ένα 1-2% παραπάνω, αλλά το κόμμα του Καμμένου και η Χρυσή Αυγή θα θριάμβευαν.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ποντάρει ολοφάνερα στην προσδοκία ότι, σε πιθανή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, θα επωφεληθεί και θα καρπωθεί αυτή τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Και όλα δείχνουν ότι δεν θα διστάσει ακόμη και να καταψηφίσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αν το αποτέλεσμα των νέων εκλογών οδηγήσει να εξαρτάται ο σχηματισμός της από την ίδια. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να εξηγούμε στους απλούς αγωνιστές του ΚΚΕ ότι αυτός που θα επωφεληθεί αν το χάος γενικευτεί με ευθύνη της Αριστεράς, δεν θα είναι το κίνημα, ούτε το ΚΚΕ, αλλά η ακροδεξιά. Σε τελική ανάλυση, η τωρινή τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ εξυπηρετεί ακριβώς τις ακροδεξιές δυνάμεις.
Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της «Μαρξιστικής Σκέψης».