Νταβίντ Μπουρλιούκ, «Μελαγχολικό φεγγάρι», 1913
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πιθανότητες να είναι πρώτη πολιτική δύναμη στις εκλογές του Ιουνίου. Ακόμα όμως και αν δεν συμβεί αυτό, το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας στρέφεται προς μια δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει ιδιαίτερη σημασία. Το λέω αυτό αναλογιζόμενος κυρίως τις δύο, μάλλον χοντροκομμένες, «εξηγήσεις» για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως τις προτείνουν οι αντίπαλοί του εδώ και πολλές μέρες. Την εξήγηση που μιλά για «αυταπάτη των απελπισμένων», αλλά και την άλλη υπόθεση, αυτή της νοσταλγίας για κάποια φιλόστοργη παλαιοπασοκική μήτρα. Αμφισβητώ αυτές τις εύκολες προσεγγίσεις, μένοντας απλώς σε ένα και μόνο δεδομένο της κατάστασης: στο ότι οι άνθρωποι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 6ης Μαΐου προέρχονται κατά κανόνα από τις λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες και τις μεγάλες πόλεις. Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρόκειται ακριβώς για κόσμο ο οποίος ένιωσε και νιώθει πάντα στο σαρκίο του τις δραματικές μεταβολές στην εργασία, τις ανατροπές της καθημερινότητας, την μετάλλαξη των συνθηκών ζωής. Κάτι δηλαδή τελείως διαφορετικό από την αργόσχολη τάξη, την οποία κατακεραυνώνουν ο Πάγκαλος και άλλοι. Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται, αντίθετα, στην κόψη του πικρού ενήλικου ρεαλισμού. Έχει ζήσει και την άνοδο και πτώση των παραμυθητικών εξάρσεων των προηγούμενων τριών δεκαετιών. Γι’ αυτό και προσεγγίζει τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και κάθε «πολιτική προσφορά» διατηρώντας τις αμφιβολίες του, με χίλια-δυο ερωτήματα, με ανησυχίες και δεύτερες σκέψεις. Όχι μόνο λόγω των μοχθηρών πρωτοσέλιδων και της αρνητικής φημολογίας, αλλά γιατί οι άνθρωποι έχουν κουραστεί και είναι πλέον αθεράπευτα καχύποπτοι. Στην περίπτωση αυτή δεν δίνει τον τόνο κανένας συναισθηματικός λυρισμός. Αυτός αφορά κυρίως τον «μέσα κόσμο» της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και όχι το νέο ακροατήριό της. Δεν ισχύει όμως και η ρηχή ιδιοτέλεια της προσδοκίας για κάποια επιστροφή στην «παλιά ευημερία». Γιατί οι περισσότεροι ξέρουν πολύ καλά τι έχει παρακμάσει και τι δεν μπορεί να νεκραναστηθεί. Έχουν συναίσθηση, έστω θολή και ανεπαρκώς «κοστολογημένη» όπως θα έλεγαν στο ΣΚΑΪ, ότι τα διάφορα συμβόλαια με τον λαό του παρελθόντος κατέπεσαν, μαζί με τις μορφές κράτους και οικονομίας που φτιάχτηκαν υπό το κράτος του δικομματισμού.
Στον ΣΥΡΙΖΑ προβάλλουν περισσότερο μια συγκεκριμένη και μετρημένη ελπίδα. Μια κοινωνική ελπίδα, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση που άρεσε στον Τζων Ντιούι. Δεν κάνουν όνειρα ούτε προετοιμάζονται για μαζικούς διορισμούς στις ΔΕΚΟ όπως κάποτε με το ΠΑΣΟΚ (και τούτο, μαζί με πολλά άλλα, κάνει όλη τη διαφορά). Φυσικά, για τους νεοεισερχόμενους ψηφοφόρους της, το πλησίασμα σε αυτή την Αριστερά δεν έχει το νόημα μιας ηθικής και διανοητικής μετατόπισης προς τον σοσιαλισμό. Η προσέγγιση των πολλών στις αριστερές ιδέες και αξίες είναι μια άλλη υπόθεση, ζήτημα το οποίο υπερβαίνει τα εκλογικά επείγοντα και τους κυβερνητικούς ορίζοντες. Νομίζω ότι το κοινωνικό ενδιαφέρον για την παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινάει από πολύ πιο απτά ερωτήματα, από μια βιομέριμνα την οποία περιφρονούν οι άμωμοι επικριτές, δεξιά και αριστερά: Ποιος μπορεί επιτέλους να πει και ένα όχι, να βάλει κάποια όρια στη μηχανή της οικονομικής και κοινωνικής εξουθένωσης, να ιεραρχήσει διαφορετικά δημόσιους στόχους, να συντηρήσει βασικά αγαθά. Ποιος μπορεί να διασώσει κάτι από το νόημα της κοινής αξιοπρέπειας σε μια εποχή όπου οι «οι πάνω» είναι όλο και πιο ανελέητοι στις απαιτήσεις τους, ενώ οι «κάτω» γεύονται συνεχείς ήττες και ταπεινώσεις. Και η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει τίποτα το παράδοξο: μια επιθετική και ακραία κοινωνικοοικονομική συνθήκη απαιτεί ενδεχομένως ασυνήθιστες και μη συμβατικές απαντήσεις. Αυτό οσφραίνονται οι άνθρωποι που ακούνε, θετικά, τον ΣΥΡΙΖΑ και την προοπτική του.
Το «Κέντρο» και οι παραλλαγές του αποδείχτηκαν ότι δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτούν κανένα μείζον κοινωνικό συμφέρον, ούτε των λαϊκών ούτε κι αυτών ακόμη των μεσαίων τάξεων. Το «Κέντρο» αγνόησε ακόμα και τη διάσταση των ταξικών συμβιβασμών, αφού πολιτεύτηκε σταθερά υπέρ των ολιγαρχικών άκρων. Και έρχεται τώρα η Δεξιά να υιοθετήσει την ταυτότητα του φύλακα της αστικής Ελλάδας, να προβληθεί ως η παράταξη των νοικοκυραίων εναντίον του χάους. Ξεχνώντας, φυσικά, ότι και οι νοικοκυραίοι έχουν, σε μεγάλο βαθμό, χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους.
Η στρατηγική του φόβου είναι φυσικά το κύριο όπλο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τα δύο προηγούμενα χρόνια ο φόβος και η απειλή μετατράπηκαν σε καθημερινή ρουτίνα. Με τον φόβο της επικείμενης τιμωρίας και της παταγώδους πτώσης οργανώθηκε, όσο μπόρεσε να οργανωθεί, η απολύτως αποτυχημένη επικοινωνία των ελίτ και του λαού, των μηντιακών και πολιτικών κατεστημένων και του πολίτη. Επομένως, το θέμα (φόβος, απειλή) δεν έχει κάτι καινούριο να προσφέρει, εκτός από μια επιπλέον δραματοποίηση που μπορεί να λειτουργήσει απωθητικά και όχι συσπειρωτικά.
Η στρατηγική του φόβου έχει εξάλλου ένα ακόμα αδύναμο σημείο: προεξοφλεί μακαρίως ότι η Αριστερά κερδίζει από το αφηρημένο, από τη γλυκιά αυταπάτη, από τον πειρασμό της άρνησης της «πραγματικότητας». Λάθος. Όσοι χειρίζονται τον φόβο για να πλήξουν την Αριστερά έχουν τη βεβαιότητα ότι ο μόνος ρεαλισμός είναι αυτός της παραίτησης, της παραδοχής ότι τα σύνορα μεταξύ εφικτού και ανέφικτου είναι σταθερά και αμετάβλητα. Πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επωφελείται απλώς από την ασάφεια, απ’ τα θολά νερά. Αν «ξεσκεπάσουν» την ασάφεια πιστεύουν ότι θα κάψουν και την Αριστερά. Αλλά αυτή η βεβαιότητα παραβλέπει κάτι πολύ σημαντικό: ότι η εμπειρία της κρίσης έμαθε στους ανθρώπους έναν διαφορετικό ρεαλισμό από αυτόν της φοβικής παραίτησης και της αναδίπλωσης στα απλά και θλιβερά δεδομένα της ήττας τους. Οι εμπειρίες της απώλειας, η υλική και συμβολική απαξίωση της ζωής τους καθιστά πολλούς περισσότερο ανοιχτούς στην ιδέα μιας αγωνιστικής διαπραγμάτευσης με κληρονομημένες συνήθειες και επίσημες αλήθειες, με τα επαναλαμβανόμενα και κουραστικά κρατικά και επικοινωνιακά κηρύγματα. Με άλλα λόγια, δεν πάνε προς την Αριστερά για τα θολά της νερά, αλλά γιατί, απλά, υποψιάζονται ότι μόνο η «αναταραχή του έλους», το συγκεκριμένο momentum μιας ανατροπής των καθιερωμένων ισορροπιών του έθνους μπορεί να γεννήσει κάτι καλύτερο.
Με τις παραπάνω σκέψεις δεν εννοώ ότι η στρατηγική έντασης του φόβου θα χάσει στο τέλος. Διαθέτει μαζί της ισχυρούς μηχανισμούς και τη σύμπραξη κάθε λογής εσωτερικών και διεθνών πιέσεων. Σε αυτή τη στρατηγική συντονίζεται εν τέλει το σύνολο του μνημονιακού έθνους, από τους εθνικοσυντηρητικούς ως τους «μεταρρυθμιστές αντιλαϊκιστές» των social media.
Μετά την 6η Μαΐου, ωστόσο, η στρατηγική της έντασης των φόβων και ο ρεαλισμός του «τετελεσμένου» δεν είναι πια δίχως αντίπαλο. Απειλούνται πια ευθέως στο επίπεδο του κεντρικού πολιτικού συμβολισμού, πράγμα το οποίο πιστώνεται κυρίως στο μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογές του Ιουνίου, πέρα από όλα τα άλλα, θα καθορίσουν και αυτό: με ποιον πολιτικό και αξιακό συμβολισμό θα σφραγιστεί η νέα μεταπολίτευση και οι τεκτονικές αλλαγές που έρχονται στην ελληνική κοινωνία και δημοκρατία…
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Νταβίντ Μπουρλιούκ, «Μελαγχολικό φεγγάρι», 1913
http://enthemata.wordpress.com