
Παγκόσμια μέρα ποίησης η χθεσινή. Παγκόσμια μέρα κατά του ρατσισμού επίσης και θυμήθηκα μια ιστορία από τα παλιά. Ήταν το 2000 όταν έλαβα από τις Φυλακές Διαβατών στην Θεσσαλονίκη μια επιστολή. Ήταν από έναν κατάδικο αλβανικής καταγωγής ονόματι Savet Vata. Τότε ασχολιόμουν αρκετά με το θέμα των δικαιωμάτων των μεταναστών και μόλις είχα αρχίσει και έγραφα τα πρώτα μου αρθράκια σε ελληνικές εφημερίδες. Κάποιος κοινωνικός λειτουργός μέσα στις φυλακές, που με είχε προσέξει, είχε υποδείξει στον κύριο Safet Vata το όνομά μου. Πριν μου στείλει την επιστολή, με πήρε τηλέφωνο. Δεν ξέρω πώς κατάφεραν και βρήκαν το τηλέφωνό μου. Μου μίλησε στα αλβανικά με μια φωνή που έτρεμε σαν μικρό παιδί. «Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις» μου είπε. «Είμαι είκοσι χρονών, έχω καταδικαστεί ισόβια για έναν φόνο που δεν έχω κάνει ποτέ. Βοήθησέ με σε παρακαλώ να βγω από εδώ. Αν μείνω εδώ θα αυτοκτονήσω». Αυτό το «θα αυτοκτονήσω» ήταν τόσο αποφασιστικό που ανατρίχιασα. Επειδή ξέρω ότι είναι συχνό φαινόμενο οι κατάδικοι να ισχυρίζονται ότι είναι αθώοι ενώ δεν είναι, του ζήτησα να μου στείλει μια επιστολή όπου να μου εξηγήσει τι είχε συμβεί. Ζήτησε την διεύθυνσή μου. Του την έδωσα. Μετά από μια εβδομάδα έλαβα την παρακάτω επιστολή:
«Ήθελα να σας γράψω για το πώς κατέληξα στην φυλακή. Ίσως αυτά που σας γράφω θα σας φανούν απίστευτα αλλά η αλήθεια είναι ακριβώς έτσι όπως την γράφω.
Για πρώτη φορά ήρθα στην Ελλάδα στο τέλος του 1995, αφού τελείωσα το λύκειο στην Αλβανία. Πρώτα πήγα στην Πάτρα και από εκεί πήγα στο Αγρίνιο. Μετά από 7 μήνες με έπιασε η αστυνομία και με επέστρεψε στην Αλβανία. Έμεινα στην Αλβανία μέχρι τον Απρίλιο του 1997. Τον καιρό που κάθισα στην Suroj της Αλβανίας ενώ έφτιαχνα το σπίτι μου στα Τίρανα...
Για δεύτερη φορά ήρθα στην Ελλάδα στο τέλος Απριλίου 1997. Ήρθα περπατώντας από την Κορυτσά (Αλβανία) μέχρι την Νάουσα (Μακεδονία) μαζί με τον μικρό μου αδελφό. Εκεί δουλέψαμε μία εβδομάδα, κάναμε τα λεφτά για ένα εισιτήριο για να πάμε στην Καβάλα επειδή εκεί ήταν ο ξάδελφός μου. Πήραμε το τρένο στην Νάουσα και πήγαμε Θεσσαλονίκη. Πήγα με ταξί μέχρι τον σταθμό των λεωφορείων για Καβάλα εκεί ανεβήκαμε στο λεωφορείο και καταλήξαμε στον εξάδελφό μου σ’ένα χωριό που λέγεται Νέα Καρβάλι Καβάλα. Σ’αυτό το χωριό δούλεψα μέχρι που με συλλαμβάνει η αστυνομία τον μήνα Ιανουάριο, στις 22/1/2000.
Τώρα να σας πω πώς με έπιασε η αστυνομία και γιατί με έπιασε. Εκείνη την ημέρα, μια μέρα πριν με συλλάβει η αστυνομία, μερικοί φίλοι μου, μου είπαν ότι με ζήτησε η αστυνομία και οι αστυνομικοί είχαν την φωτογραφία μου. Εγώ δεν φοβήθηκα γιατί δεν κατάλαβα γιατί με ψάχνουν μετά σκέφτηκα ότι ίσως η αστυνομία με ψάχνει επειδή είχε λήξει η άσπρη κάρτα στο τέλος του 1999. Γιατί εγώ δεν μπόρεσα να βγάλω Πράσινη Κάρτα επειδή δεν μου κόλλησε ένσημα το αφεντικό μού και έτσι έμεινα χωρίς Πράσινη Κάρτα.
Εκείνη την ημέρα που με έπιασε η αστυνομία ήταν 2 αστυνομικοί της ασφάλειας [ελληνικά στο κείμενο] στις 5 η ώρα το απόγευμα. Με πήγαν στην ασφάλεια της Καβάλας. Συνέχισαν να με ανακρίνουν και εκείνοι που με ανάκριναν με γνώρισαν όλοι τους γιατί το 1999 δούλευα σ’ένα καλοκαιρινό camping και σ’αυτό ερχόντουσαν συχνά οι αστυνομικοί στην διάρκεια του καλοκαιριού και μου είχαν ελέγξει πολλές φορές την λευκή κάρτα και μου είχαν πει ότι εάν δεν τελείωνα τα χαρτιά μου για την Πράσινη Κάρτα, γιατί η λευκή κάρτα τελείωνε στο τέλος του 1999, τότε θα με έδιωχναν.
Στην αρχή συνέχισαν να με ρωτήσουν πότε έχω έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και από πού και πόσα χρόνια μένω στην Καβάλα και εγώ τους είπα έτσι όπως ήταν η αλήθεια ότι ήρθα στην 1995, ότι δούλεψα 7 μήνες συνολικά. Και πότε έχω έρθει στην Καβάλα, έχω έρθει στο τέλος του μήνα Απρίλιος το 1997. Και μου είπαν με τι ήρθα και από πού ήρθα και τους είπα ότι περπάτησα τρεις μέρες από την Αλβανία μέχρι σ’ ένα χωριό της Νάουσας ύστερα ήρθα στην Καβάλα με τρένο και με λεωφορείο και τους είπα τα ονόματα όλως των αφεντικών μου που είχα δουλέψει. Και τους είπα επίσης ότι και εκείνοι οι ίδιοι με ήξεραν που είχα δουλέψει και ότι στην αρχή του 1998 έκανα τα χαρτιά μου για Πράσινη Κάρτα.
Ύστερα άρχισαν να μου πουν ότι εγώ έχω κάνει ληστείες στην Θεσσαλονίκη και Καβάλα το 1998 και το 1999 και εγώ τους είπα για αυτές τις καταγγελίες ας καλέσουν τα 2 αφεντικά μου και να τους ρωτήσουν αν απουσίαζα ποτέ καμιά μέρα σ’αυτά τα δύο χρόνια. Εκείνοι μου είπαν ότι δεν μας ενδιαφέρουν τα αφεντικά σου και εμάς μας έχει πει ένας Αλβανός ότι εσύ έχεις ληστέψει αλλά σε μένα αυτά μου φαινόντουσαν απίστευτα. Τον Αλβανό που με είχε καταγγείλει ότι είχα ληστέψει στην Θεσσαλονίκη εγώ δεν τον ήξερα και τους είπα ότι δεν είχα πάει ποτέ μου σε χωριά την Θεσσαλονίκης και ότι πέρασα στην Θεσσαλονίκη όταν πήγα στην Καβάλα τον Απρίλιο του 1997. Για της καταγγελίες που μου έκαναν μου έλεγαν πες μόνο ένα «ναι» αλλά εγώ δεν μπορούσα να πω «ναι» για κάποιες ιστορίες που τις έμαθα από την αστυνομία.
Μετά η αστυνομία της Καβάλας με πήγαν σε μια αστυνομία ενός χωριού στην Θεσσαλονίκη, αυτό το χωριό λεγόταν Λαγκαδά και εκεί είχαν γίνει ληστείες και εκεί όπως στην Καβάλα με έδερναν για να πω ότι εγώ τις έχω κάνει αλλά εγώ δεν δέχτηκα κάτι τέτοιο. Μετά από 2 ημέρες η αστυνομία της Λαγκαδά με πήγε στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης και εκεί άρχισαν να μου πουν ότι εγώ έχω κάνει φόνο και με βασάνιζαν για να πω ότι εγώ έχω κάνει τον φόνο αλλά όλες αυτές οι καταγγελίες μου φαινόταν σαν να τα έβλεπα σ’ ένα κακό όνειρο…
Στην ασφάλεια συνέχισαν να με βασανίζουν πάρα πολύ και με διαφορετικούς τρόπους. Εκεί για 4 ημέρες ήμουν σαν πεθαμένος γιατί μου ζητούσαν να πω οπωσδήποτε ένα «ναι» και να βάλω την υπογραφή μου έλεγαν. Εγώ από την πλευρά μου πίστευα ότι εκείνοι βασάνιζαν έναν άνθρωπο μόνο γιατί τον έλεγαν Safet Vata και είναι Αλβανός και τους ενδιέφερε να φτιάξουν την δουλειά τους. Συνολικά με κράτησαν στην φυλακή 12 μέρες και μετά από 12 μέρες κατέληξα στην φυλακή για κάποια πράγματα που μόνο τα άκουσα αλλά ποτέ δεν τα φαντάστηκα να τα κάνω ούτε τα έκανα ούτε τα δέχτηκα. Μου έκαναν το δικαστήριο για τον φόνο σε δυόμιση μήνες.
Να σας πω λίγο και για το δικαστήριο. Ήρθαν 6 μάρτυρες Έλληνες για να δουν τον φονιά που τον είχαν δει το 1996 και όλοι οι μάρτυρες είπαν ότι αυτό τον άνθρωπο τον βλέπουμε για πρώτη φορά. Αλλά ούτε αυτό δεν ενδιέφερε στους δικαστές. Εκείνοι (οι δικαστές) μου έκαναν δύο ερωτήσεις που δεν μου έδιναν την δυνατότητα να απαντήσω όπως ήθελα, να πω όλη την ιστορία μου, αλλά για να απαντήσω ή «ναι» ή «όχι». Η δίκη διάρκεσε 40 λεπτά αλλά εκείνη την στιγμή όπως έβλεπα τους δικαστές έλεγα μέσα μου πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι για να κλείσουν μια υπόθεση φόνου προσπαθούν να σκοτώσουν έναν αθώο. Στην δίκη δεν είχα δικό μου δικηγόρο αλλά μου έβαλαν έναν δικηγόρο οι δικαστές. Αλλά εκείνον τον δικηγόρο που μου έδωσε το δικαστήριο καλύτερα να μην μου τον είχαν δώσει γιατί δεν άνοιξε καθόλου το στόμα του μόνο όταν μου είπαν πόσα χρόνια φυλακή θα κάνω είπε εκείνος ο κύριος ότι «εγώ πιστεύω ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος».
Τώρα πήρα έναν δικηγόρο, που τον πήρα μετά την δίκη για να δει τα χαρτιά και του έχω ζητήσει να γίνει η δίκη από την αρχή γιατί με έχουν καταδικάσει άδικα. Αλλά από αυτό που βλέπω εγώ οι δικηγόροι βλέπουν πώς να πάρουν τα λεφτά και όχι να βρουν το δίκιο. Εδώ κλείνω το γράμμα μου. Το κεφάλι μου είναι ζαλισμένο αλλά ελπίζω να έγραψα τόσο που να με καταλάβετε.
Θέλω να σας παρακαλέσω να με βοηθήσετε εάν μπορείτε γιατί σας ζητώ βοήθεια γιατί είμαι καθαρός και δεν έχω καμία σχέση με όλες αυτές τις καταγγελίες που μου έχουν κάνει.
Nα σας γράψω λίγο και για τον δικηγόρο. Αυτόν τον δικηγόρο που έχω τώρα τον βρήκα μετά την δίκη και του ζήτησα να ενδιαφερθεί και να δει την απόφαση του δικαστηρίου και του είπα ότι με έχουν καταδικάσει άλλο αντ’άλλων και ότι θέλω να γίνει ξανά η δίκη από την αρχή αλλά ο δικηγόρος μια φορά λέει ότι δεν είναι νόμος να γίνει ξανά η δίκη από την αρχή και εγώ του είπα και πως υπάρχει νόμος που σε καταδικάσουν για φόνο μόνο και μόνο γιατί σε λένε Σαφέτ Βάτα ενώ δεν σε αναγνωρίζει ως φονιάς κανένας από τους μάρτυρες… Ύστερα αφού είδε τα χαρτιά του δικαστηρίου μου είπε ότι απ’ ό,τι καταλαβαίνω εγώ το φταίξιμό σου ήταν γιατί πήγες χωρίς δικηγόρο στην δίκη γιατί το δικαστήριο και η αστυνομία βλέπουν πώς να κλείσουν την υπόθεση. Μετά έλεγε ότι θα ήταν καλύτερα να κάνω τα χαρτιά μου και να πήγαινα στην Αλβανία και εκεί να γίνει το εφετείο γιατί θα ήταν καλύτερα για μένα και εγώ του είπα γιατί να μην βγω αθώος εδώ αφού εδώ με καταδίκασαν άδικα και είπε αυτός ότι είναι δύσκολο εδώ το δικαστήριο να δεχτεί ότι έκανε λάθος.
Τώρα θέλει ο εξάδελφός μου να έρθει στην Ελλάδα για να πιάσει τον δικηγόρο και να του πει να πάνε να πιάσουν όλους τους μάρτυρες από την αρχή και να δώσουν εκείνοι ένα χαρτί που να λέει ότι ήρθαν στην δίκη και είδαν ότι δεν ήμουν εγώ ο φονιάς και να πάει ο εξάδελφός μου στην ασφάλεια της Θεσσαλονίκης και να τα πάνε ξανά όλα τα χαρτιά στον ανακρίτη [ελληνικά στο κείμενο] να ζητήσουν ποιος είναι ο Αλβανός που με κατάγγειλε ως φονιά ή τουλάχιστον να μας δώσουν μια φωτογραφία γιατί κοντεύω να τρελαθώ γιατί δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο και είπα στους αστυνομικούς να τον φέρνουν και να τον δω και να τον ρωτήσω πού με ξέρει εκείνος εμένα γιατί ούτε στο δικαστήριο τον έφεραν αυτόν. Δεν ξέρω μερικές φορές παρακαλώ τον Θεό να μου κρατήσει τα μυαλά γιατί μερικές φορές με όλα αυτά που συμβαίνουν φοβάμαι μήπως τρελαθώ…
Σας εύχομαι υγεία
Safet Vata
Δικαστικαί Φυλακές Διαβατών -Θεσ/νίκης»
Με ξαναπήρε τηλέφωνο μετά από δέκα μέρες. Πάλι με την φωνή που έτρεμε. Με ρώτησε εάν είχα διαβάσει την επιστολή. Διατηρώντας τον σκεπτικισμό μου του ζήτησα τότε να μου στείλει την δικογραφία. Μου είπε ότι θα μιλήσει με τον δικηγόρο του και σε λίγες μέρες θα μου την στείλει. Πράγματι, σε λίγες μέρες, έλαβα την δικογραφία της δίκης. Ήταν η πρώτη δικογραφία που διάβαζα στην ζωή μου. Αν και εντελώς ερασιτέχνης κάθισα και την διάβασα με μεγάλη προσοχή. Ήταν η δικογραφία μιας δολοφονίας. Εκτός το ότι, όπως προέκυπτε καθαρά από την δικογραφία, δεν υπήρχε καμία ένδειξη για τον δολοφόνο και κανένας μάρτυρας! Δημοσιοποίησα αυτή την υπόθεση σε κάποια ιστοσελίδα και μια μικρή στήλη που είχα τότε στα «ΝΕΑ». Επειδή ο ίδιος δεν θα μπορούσα να βοηθήσω αλλιώς πήγα την υπόθεση σε Ελληνική Οργάνωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ασχολείται σοβαρά με τους μετανάστες και τις μειονότητες στην Ελλάδα. Ασχολήθηκαν με την υπόθεση με μεγάλη σοβαρότητα και επαγγελματισμό. Ο δικηγόρος της υπόθεσης έκανε διεξοδική έρευνα στην Βόρεια Ελλάδα και στην Βόρεια Αλβανία από όπου προέκυπτε ότι ο κατάδικος δεν είχε καμία σχέση με τον φόνο.
Μπορεί να είναι καθαρή σύμπτωση αλλά είναι γεγονός ότι μετά την δημοσιοποίηση αυτής της υπόθεσης στα «ΝΕΑ» και την επαναφορά της υπόθεσης στην Δικαιοσύνη άρχισαν οι παρενοχλήσεις σε μένα. Έλεγχοι στα αεροδρόμια και κρατήσεις λες και ήμουν εγκληματίας, άρνηση να μου ανανεωθεί η άδεια παραμονής. Μέχρι που το 2003 ήρθε η εντολή για απέλαση από την Ελλάδα ως «κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και την δημόσια τάξη». Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπήρξαν τότε έντονες. Η Ασφάλεια είχε οχυρωθεί πίσω από το «απόρρητο» για να μην δημοσιοποιήσει τους λόγους της δίωξής μου. Μετά από δυο μήνες αντιδράσεων, οργανώσεων και προσωπικοτήτων ειδικά στο εξωτερικό και ιδιαίτερα μετά την προσωπική παρέμβαση της ίδιας της Γενικής Γραμματέως της Διεθνούς Αμνηστίας, η ελληνική αστυνομία έδωσε, επιτέλους, στην δημοσιότητα τους λόγους της δίωξής μου: απλήρωτο πρόστιμο για παράβαση ΚΟΚ (κόκκινο φανάρι) με το μηχανάκι μου το 1993! Σταματάω εδώ, γιατί με αυτή την ιστορία θα ασχοληθώ αλλού διεξοδικότερα.
Μετά την «αίτηση θεραπείας» η άδεια παραμονής μου ανανεώθηκε. Για την ιστορία, το 2004, η «περίπτωση Καπλάνι» αναφέρθηκε στην ετήσια έκθεση του ΟΗΕ για την δίωξη της ελευθερίας της έκφρασης.
Ο κύριος Safet Vata τελικά αθωώθηκε από ελληνικό δικαστήριο, μετά από μακρύ και σκληρό δικαστικό αγώνα. Μετά την αθωωτική του απόφαση με πήρε τηλέφωνο για να με ευχαριστήσει για όσα είχα κάνει για εκείνον.
Η «υπόθεση Vata» έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που του εκδίκασε αποζημίωση για την άδικη καταδίκη και κράτησή του στην φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ.
Ο μικρός αδελφός του Safet Vata που συνελήφθη μαζί του έπαθε νευρικό κλονισμό και δεν συνήλθε ποτέ. Σήμερα μπαινοβγαίνει στα αλβανικά ψυχιατρεία. Σήμερα ο κύριος Safet Vata βρίσκεται στο Λονδίνο, έχει παντρευτεί και μεγαλώνει ένα παιδί. Σε λίγους μήνες, από όσα ξέρω, θα πάρει την βρετανική υπηκοότητα.
Η ζωή συνεχίζεται.