Φασισμός και δημοκρατία

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014 ·


Το 2014 είναι χρονιά πολιτικά κρίσιμη, όχι μόνο ενόψει εκλογικών αναμετρήσεων αλλά κυρίως ενόψει διαδικασιών που, δρομολογημένες ήδη, αναμένεται να καθορίσουν και πιθανότατα να μεταβάλουν ουσιαστικά τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων: από τη δίωξη σε βάρος των στελεχών του ελληνικού ναζισμού έως την ανασύνταξη του προπαγανδιστικού λόγου που καλείται να υποκινήσει (εκ νέου) πολιτικό πανικό, και από την απόπειρα επιβολής συσπειρώσεων που θα επιβραδύνουν ή και θα αποτρέψουν την κατάρρευση της συμμαχίας που βρίσκεται στην εξουσία έως τις δικτυώσεις πρωτοβουλιών που υλοποιούν προτάγματα αλληλεγγύης και δημοκρατικής οργάνωσης, ενώ ταυτoχρόνως αξιώνουν ηγεμονική θέση στο πεδίο των αγωνιστικών κοινωνικών πρακτικών και του δημόσιου χώρου.

Το 2014, εκτός από την επέτειο της έναρξης του «Μεγάλου Πολέμου» –μνήμη στις απίστευτες κι απίστευτα αναίτιες θυσίες στον βωμό του εθνικισμού και του ιμπεριαλισμού, μνήμη στις λαϊκές τάξεις, θύματα της κρίσης και του πολέμου, αλλά και μνήμη στην τελικά χαμένη επανάσταση που τράφηκε από τον πόλεμο και την κρίση–, φέρνει κι εκείνη της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση σήμανε βεβαίως την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά την επταετία μιας δικτατορίας, που παρά τις διώξεις, τα βασανιστήρια και τους φόνους απέτυχε να επιβάλει τη φασιστική της λογική. Σήμανε όμως και την ανάδυση ισχυρών και πλειοψηφικών ιδεολογικών ρευμάτων και πρακτικών εγχειρημάτων, που αποσκοπούσαν στην εμβάθυνση της δημοκρατίας υπέρ της λαϊκής έκφρασης και της λαϊκής εκπροσώπησης.

Αλλά κι η χρονιά που πέρασε είχε τις συμβολικές επετείους της. Συνδέθηκε με τα σαράντα χρόνια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και συνδέθηκε ηχηρά: με το ίδιο το Πολυτεχνείο, όπως και το Πανεπιστήμιο, κλεισμένα από την απόλυση του προσωπικού τους και τη συρρίκνωση του προϋπολογισμού τους, θύματα «εκσυγχρονισμένων» συμφερόντων, θύματα μιας εκστρατείας απαξίωσης της επιστήμης, της έρευνας, της γνώσης και της κριτικής, θύματα ενός πρωτόγνωρου αντιδιαφωτισμού, μιας μνησικακίας στραμμένης εναντίον της σκέψης που έδειχνε να κερδίζει τον αγώνα της δημοκρατίας, θύματα της εκδίκησης της ημιμάθειας.

Δεν είναι μόνο το παρόν της αβυσσαλέας κρίσης σκοτεινό, είναι και το παρελθόν των επετειακών υπομνήσεων: ογδόντα χρόνια από το πραξικόπημα «της μπιραρίας» του Μονάχου, που –ας μην το ξεχνάμε– έστειλε τον Χίτλερ για λιγότερο από εννέα μήνες στη φυλακή παρά την καταδίκη σε πενταετή φυλάκιση, ενώ του εξασφάλισε ακροατήριο και φανατικούς οπαδούς· εβδομήντα χρόνια από την ανακήρυξη του Χίτλερ σε καγκελάριο του γερμανικού Ράιχ και την πανηγυρική έναρξη λειτουργίας της φρικιαστικής μηχανής ολοκληρωτικού αφανισμού της δημοκρατίας, των υποστηρικτών της σοσιαλιστικής εμβάθυνσής της και των εκπροσώπων κάθε προβολικής ετερότητας και κάθε φθονερού απωθημένου.

Φαιό παρλεθόν, φαιό παρόν. Η κρίση, οικονομική στη βάση της αλλά πολιτική στα αίτιά της (αποφάσεις που λήφθηκαν σε μονοπώλιο εξουσίας και με άκρως επιθετική στρατηγική απέναντι στις υπεξούσιες τάξεις) και κοινωνική στις μακροπρόθεσμες συνέπειές της (την εξαχρείωση των καθημερινών σχέσεων, την άγρια ανισότητα και την απάνθρωπη εξαθλίωση που συνιστούν μια νέα κανονικότητα), εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς σε όλα τα πεδία του βίου, σαρώνει θεσμούς και δίκτυα που προσομοίαζαν στα ελληνικά δεδομένα με ψήγματα κοινωνικού κράτους: τη «δημόσια» υγεία, τη «δημόσια» παιδεία αλλά και την ίδια την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, πόσο μάλλον τη δημοσιότητα, τον «δημόσιο χώρο», που από την εποχή του διαφωτισμού ορίζει τη δυνατότητα ύπαρξης του πολίτη. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που χειρίζονται την κρίση γκρεμίζουν ό,τι μπορεί, «ανακυκλωμένο», να αξιοποιηθεί με κερδοσκοπικούς όρους αλλά και ό,τι μπορεί με την πτώση του να εξασθενίσει ακόμα περισσότερο τον κοινωνικό τους αντίπαλο. Σπάνια η εκμετάλλευση ήταν τόσο «γυμνή», απροσχημάτιστη, κυνική. Σπάνια ο λόγος που την προάγει ήταν τόσο επιθετικός, τόσο τεχνικός, τόσο «μονοδιάστατος» και τόσο ολοκληρωτικός.

Η αποσύνθεση του κοινωνικού σώματος, που επιβάλλεται συστηματικά, δεν είναι ουδέτερη. Την κοινωνία, τους δεσμούς και τις θεσμικές της εξασφαλίσεις, έτσι όπως οικοδομήθηκαν με αγώνες στη νεωτερικότητα, την έχουν ανάγκη ακριβώς οι κοινωνικές τάξεις και κατηγορίες που την υπερασπίστηκαν και την υπερασπίζονται. Την έχουν ανάγκη εκείνα τα στρώματα που επένδυσαν σε αυτήν και της απέδωσαν τον πιο εμβληματικό της χαρακτηρισμό: δημοκρατική. Η δημοκρατία είναι που απαξιώνεται, αμφισβητείται, βάλλεται, αποδομείται. Δεν αιφνιδιάζει καθόλου ότι οι νεοαριστοκρατικής ιδεοληψίας δυνάμεις τού δήθεν «αξιολογικά ουδέτερου» καθωσπρεπισμού, της τάχα ψύχραιμης αναγνώρισης των «δεδομένων» και του «σθεναρού αντιλαϊκισμού» έβαλαν στο πολιτικό σαλόνι την Ακροδεξιά κι άφησαν τη ναζιστική της εκδοχή να γιγαντώνεται και να οργιάζει. Τα δικά τους οικιστικά αλλά και θεσμικά γκέτο δεν κινδυνεύουν (ακόμα) άμεσα από τη φασιστική επίθεση.

Η τυφλότητα απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο αποτυπώνεται στην ευκολία με την οποία οι «αρχές» διολισθαίνουν στον αυταρχισμό, στην αναλγησία με την οποία απαιτούν να είναι ολοκληρωτικά ανεξέλεγκτες, στην άρνησή τους να αιτιολογήσουν πράξεις και να δεχτούν διάλογο, στην υπεροψία απέναντι στους όρους και τα όρια του Συντάγματος, στην απαξίωση του κοινοβουλίου αλλά και της αρχής της αντιπροσώπευσης. Καλλιεργούν έτσι ένα έδαφος στο οποίο εύκολα αναπτύσσονται αντιδημοκρατικές στάσεις και νοοτροπίες, ευκολοχώνευτες αμφισβητήσεις ενός «συστήματος» που μοιάζει να μη λειτουργεί.

Από την άλλη πλευρά η αντίσταση. Στις κινήσεις εξάρθρωσης της δημοκρατίας και των θεσμών της αντιστέκονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αξιώνουν τη διαφύλαξη των πιο θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων, σε συνθήκες που όχι μόνο η ιδιότητα του πολίτη αλλά κι εκείνη του «απλώς» ανθρώπου αναγνωρίζονται επιλεκτικά, με αποκλεισμούς και εκπτώσεις. Υπερασπίζονται πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που οι διαχειριστές της κρίσης προσπαθούν να απαξιώσουν σαν μη ρεαλιστικά, σαν «πολυτέλειες». Ξαναχτίζουν σχέσεις και συνδέσεις που αποκόπηκαν, επινοούν και ενισχύουν δίκτυα αλληλεγγύης. Ξαναδίνουν έτσι νόημα, νέο νόημα, σε θεσμούς και διαδικασίες που είχαν αδρανοποιηθεί και που συνιστούν το περιεχόμενο της δημοκρατίας. Επικαιροποιούν την απωθημένη τρίτη διάσταση της επαναστατικής διακήρυξης για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη. Και κυρίως βαθαίνουν τη σημασία της δημοκρατίας ως τρόπου οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής – ακόμα και της καθημερινής. Αξιώνουν λαϊκή κυριαρχία, λαϊκή άσκηση εξουσίας, λαϊκή επίλυση και υπέρβαση της κρίσης.

Η δημοκρατία γίνεται έτσι ένα κοινωνικό αίτημα ουσιαστικά πιο ριζοσπαστικό από ό,τι μέχρι τώρα εφαρμόστηκε στο όνομά της, ακόμα και στη φιλελεύθερη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γίνεται αρχή διεκδίκησης μιας ισότητας που αμφισβητεί πλέον το αστικό αξίωμα της ιδιοκτησίας. Αυτή τη ριζική ανανοηματοδότηση εντός πιεστικών συνθηκών, συνθηκών ήττας και ανάγκης υπεράσπισης των στοιχειωδών, τη γνωρίζουμε από την ιστορία. Στη Ελλάδα τη γνωρίσαμε την περίοδο της Κατοχής αλλά ακόμα και την περίοδο της αντιδικτατορικής αντίστασης.

Το σκηνικό της ιστορικής συγκυρίας είναι αυτό εντός του οποίου τα κείμενα που ακολουθούν εκτέθηκαν στο εκάστοτε κοινό τους. Από αυτό το πλαίσιο φωτίζονται και σε αυτό αποκτούν νόημα συμβολής σε αναζητήσεις πολιτικές – θεωρητικές και πρακτικές. Υπάρχει πάντα ένα πραγματικό διακύβευμα σε αυτά, μια κοινωνική αξίωση που πρέπει να ενισχυθεί, ένας κίνδυνος που πρέπει να γίνει ορατός και να αντιμετωπιστεί, ένα ζήτημα που πρέπει να αναγνωριστεί ως πρόβλημα ώστε να βρεθεί τρόπος επίλυσής του. Δεν πρόκειται επομένως για σκέψεις «ψύχραιμες», όχι τουλάχιστον με την έννοια της αποχής από αξιολογικές κρίσεις· παίρνουν θέση, συντάσσονται με ένα ενδιαφέρον κοινωνικής χειραφέτησης και μάλιστα άμεσο, εκδηλωμένο, πολιτικά εκφρασμένο.

Του Γεράσιμου Κουζέλη

Πηγή: Ενθέματα

Η Επανάσταση του 1943

Η Επανάσταση του 1943

revolution in the world

ελευθερη εκφραση

Η λίστα ιστολογίων μου

προσωπικές ιστοσελίδες

τύπος

διαφορα

È