Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η επαναστάτρια που ξεκίνησε την ρήξη με τον ρεφορμισμό

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014 ·

Η ήττα της γερμανικής επανάστασης υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την πορεία του εργατικού κινήματος τον 20ό αιώνα. Σηματοδότησε το τέρμα της επαναστατικής πλημμυρίδας που σάρωσε την Ευρώπη και τον κόσμο μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Έδωσε μια προσωρινή ανάσα στους καπιταλιστές και το αστικό πολιτικό σύστημα που είχαν βρεθεί στο χείλος της αβύσσου τα χρόνια που προηγήθηκαν. Κι έφερε τη Σοβιετική Ρωσία στα δυσάρεστα διλήμματα της απομόνωσης, παράγοντας σημαντικός για να εξηγήσει κανείς την ανάδυση της σταλινικής γραφειοκρατίας τη δεκαετία του ’20.

Η ήττα ήταν άμεσα συνυφασμένη με το ζήτημα της ηγεσίας. Γιατί, αν και το SPD είχε ιδρυθεί με την επαγγελία της ανατροπής του καπιταλισμού και του χτισίματος μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, η ηγεσία του έπαιξε τους μήνες της επανάστασης τον κεντρικό πυροσβεστικό ρόλο. Χωρίς την ηγεσία του SPD, ο γερμανικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει τα πολλαπλά χτυπήματα ενός συνεχιζόμενου πολέμου στο εξωτερικό, ενός στρατεύματος εξεγερμένου που δεν επιθυμούσε πια να πολεμήσει και μιας εργατικής εξέγερσης στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα.

Το SPD ήταν ένα τεράστιο κόμμα: συγκέντρωνε στις γραμμές του εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργάτες, είχε δεκάδες εφημερίδες κι έναν μηχανισμό που οργάνωνε τη ζωή των εργατών κυριολεκτικά από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο τους. Ήταν όμως ένα κόμμα που στην πορεία του χτισίματός του έχασε τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά, ανέπτυξε μια γραφειοκρατική ηγεσία που συμβιβάστηκε με τον καπιταλισμό, τη μισθωτή εργασία – έστω με καλύτερους όρους για την εργατική τάξη – και την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η πορεία αυτή δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι επαναστάτες της εποχής έδωσαν μάχες για να αντισταθούν στον ρεφορμισμό και για να οικοδομήσουν μια Αριστερά με επαναστατικό προσανατολισμό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους επαναστάτες, η Ρόζα Λούξεμπουργκ – «η φλόγα και το ξίφος της επανάστασης», όπως την χαρακτήρισε η Κλάρα Τσέτκιν – έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συγκρούστηκε από αρκετά νωρίς με το ρεύμα του ρεφορμισμού, που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα. Μια από τις αφορμές ήταν το 1899 η συμμετοχή του σοσιαλιστή Μιλλεράν στην αστική κυβέρνηση που προέκυψε στη Γαλλία μετά την υπόθεση Ντρέιφους. Η Λούξεμπουργκ αντιτάχτηκε σ’ αυτή την εξέλιξη και στο επιχείρημα πως έτσι κερδίζονται φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις:

«Ο χαρακτήρας μιας αστικής κυβέρνησης δεν καθορίζεται από τον προσωπικό χαρακτήρα των μελών της, αλλά από την οργανική της λειτουργία στην αστική κοινωνία. Η κυβέρνηση του σύγχρονου κράτους είναι στην πραγματικότητα μια οργάνωση ταξικής κυριαρχίας, η ομαλή λειτουργία της οποίας είναι μια από τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη του αστικού κράτους… Στο κοινοβούλιο ή σε ένα δημοτικό συμβούλιο, κερδίζουμε χρήσιμες μεταρρυθμίσεις παλεύοντας ενάντια στην αστική κυβέρνηση ενώ, καταλαμβάνοντας ένα υπουργικό πόστο, φτάνουμε στις ίδιες μεταρρυθμίσεις υποστηρίζοντας το αστικό κράτος. Η είσοδος ενός σοσιαλιστή σε μια αστική κυβέρνηση δεν είναι όπως πιστεύεται, μια μερική κατάκτηση του αστικού κράτους από τους σοσιαλιστές, αλλά μια μερική κατάκτηση του σοσιαλιστικού κόμματος από το αστικό κράτος». («Η υπόθεση Ντρέιφους και η περίπτωση Μιλλεράν», στο www.marxists.org).
 
Ενάντια στον Μπερνστάιν

Η σημαντικότερη στιγμή της μάχης αυτής ήταν η δημοσίευση το 1900 του βιβλίου «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» (σειρά άρθρων των δύο προηγούμενων ετών), σε απάντηση της θεωρίας του Μπερνστάιν που για πρώτη φορά συστηματοποιούσε τη ρεφορμιστική πολιτική στους κόλπους του SPD.

Ο Μπερνστάιν έβλεπε τον καπιταλισμό να γίνεται ένα σύστημα όλο και πιο σταθερό και σχεδιασμένο με την οργάνωση των τραστ, με τους καπιταλιστές να παίζουν ολοένα και περισσότερο τον ρόλο των διαχειριστών. Γι’ αυτό θεωρούσε πως σε κάποια στιγμή οι εργάτες θα μπορούσαν, χωρίς επανάσταση, να αναλάβουν οι ίδιοι τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Αυτό θα γινόταν με νομοθετικές παρεμβάσεις ενός κοινοβουλίου στο οποίο σταδιακά οι σοσιαλιστές θα αποκτούσαν την πλειοψηφία. Τα οδοφράγματα και οι επαναστάσεις των προηγούμενων δεκαετιών αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την «προϊστορία» του σοσιαλιστικού κινήματος. Οι παλιές μαρξιστικές παραδοχές έπρεπε να «αναθεωρηθούν» (απ’ όπου και ο τίτλος «αναθεωρητές», όπως ονομάστηκε η πτέρυγα Μπερνστάιν στο SPD).

Η Ρόζα κόντραρε τη θεωρία του Μπερνστάιν σε όλα της τα σημεία. Καταρχήν, στην εικόνα του σύγχρονου καπιταλισμού: τα τραστ δεν έφερναν την ισορροπία στο σύστημα, αλλά ανέβαζαν τις αντιθέσεις σε ψηλότερα, και γι’ αυτό πιο επικίνδυνα, επίπεδα. Η Ρόζα, μαζί με τον Μπουχάριν, τον Λένιν, τον Τρότσκι, προέβλεπαν την ένταση των ανταγωνισμών και την μετατροπή των οικονομικών αντιθέσεων ανάμεσα στα τραστ σε διπλωματικές, κρατικές και γεωπολιτικές συγκρούσεις. Αυτή η νέα φάση του συστήματος, ο ιμπεριαλισμός, θα γεννούσε τον πόλεμο και όχι την διαρκή ειρήνη, όπως προδίκαζαν οι αναθεωρητές. Αυτό σήμαινε πως ούτε το κράτος μετατρεπόταν σε ένα «ουδέτερο εργαλείο», ούτε η στρατηγική της βίαιης επανάστασης ανήκε στο παρελθόν. Μεταρρυθμίσεις μπορούσαν να κερδηθούν κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος, αλλά το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό απαιτούσε σύγκρουση με τους καπιταλιστές και το κράτος τους:

«Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης σ’ αντικατάσταση και σε αντίθεση προς την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής ανατροπής, στην πραγματικότητα δεν εκλέγει έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν άλλο σκοπό – και συγκεκριμένα, όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές στο παλιό». (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα 1984, σελ. 105)
Συνδικαλιστική γραφειοκρατία

Στην αντιπαράθεση με τους αναθεωρητές, η ηγεσία του κόμματος (Κάουτσκυ, Β. Λήμπκνεχτ, κλπ) πήρε θέση ενάντια στον Μπερνστάιν. Όμως, η Ρόζα θα επέκτεινε την αντιπαράθεσή της με τον ρεφορμισμό πέρα από την ανοιχτά αναθεωρητική πτέρυγα του SPD. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ήταν τώρα αυτή που θα δεχόταν τα πυρά της. Η αφορμή δόθηκε αρχικά από το Βέλγιο: το 1903, η ηγεσία του εκεί Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σταμάτησε την γενική απεργία που είχε ξεκινήσει αυθόρμητα από τους εργάτες για το καθολικό δικαίωμα ψήφου, με το πρόσχημα ότι η απεργία φόβιζε τους Φιλελεύθερους συμμάχους της Αριστεράς. Η Ρόζα αναγνώρισε στη συμβιβαστικότητα των Βέλγων ηγετών «τον ίδιο καυτό κι εκνευριστικό άνεμο του οπορτουνισμού που φυσάει εδώ και κάμποσα χρόνια».

Στη διαμάχη μέσω του σοσιαλδημοκρατικού τύπου που είχε με τον Βέλγο ηγέτη Βαντερβέλντε, η Ρόζα μαστίγωσε «τους ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της σοσιαλδημοκρατίας για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα». Οι συνδικαλιστικές μάχες και η πολιτική οργάνωση δεν ήταν για την Ρόζα παρά οι απαραίτητοι ενδιάμεσοι σταθμοί για την τελική σύγκρουση με τους καπιταλιστές και το κράτος, για την κατάληψη της εξουσίας: «…η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων άλλοτε εμφανής. Αν με την κοινοβουλευτική δράση και με όλη μας την εργασία «επαναστατούμε» τα μυαλά, αυτό το κάνουμε για να κατέβει, όταν χρειαστεί, η επανάσταση από τα κεφάλια στις γροθιές» (τα αποσπάσματα στο: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Φράνζ Μέριγκ, «Απεργία και αυθορμητισμός των μαζών», Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1999).

Σταθμός στην πολεμική της με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στάθηκε η δημοσίευση του βιβλίου «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα». Το βιβλίο συνόψιζε τα πολιτικά συμπεράσματα της Λούξεμπουργκ από το κύμα εργατικών απεργιών που συγκλόνισε τη Ρωσία κατά την επανάσταση του 1905, γεγονότα στα οποία η Ρόζα υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας.

Κόντρα στον βολικό για τις γραφειοκρατικές ηγεσίες διαχωρισμό του πολιτικού από τον οικονομικό αγώνα, η Ρόζα εξηγεί πώς οι εργατικές μάζες μπορούν να κάνουν πολιτική μέσα από την απεργιακή πάλη, έστω κι αν αυτή ξεκινάει από οικονομικά αιτήματα. Μια γενική οικονομική απεργία μπορεί έτσι να εξελιχθεί σε μια πρώτου μεγέθους πολιτική μάχη, πολύ πιο μαχητική και αποτελεσματική ακόμα και από την καλύτερη αριστερή κοινοβουλευτική ομάδα ενάντια σε μια αντεργατική κυβέρνηση. Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες τόσο των συνδικάτων όσο και του SPD έτρεμαν τη διατύπωση της Ρόζας που τάραζε τον κατεστημένο καταμερισμό εργασίας: «Κάθε αφρισμένο κύμα πολιτικής δράσης αφήνει πίσω του ένα γόνιμο λιβάδι από όπου ξεπετιούνται χιλιάδες νέοι οικονομικοί αγώνες. Κι αντίστροφα: οι ασταμάτητοι οικονομικοί αγώνες που οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να δίνουν με τους καπιταλιστές κρατάνε ζωντανή τη μαχητική τους διάθεση και στα μεσοδιαστήματα πολιτικής ηρεμίας».

Η μέθοδος αυτή απαιτούσε μια αποφασιστική αλλαγή στις μορφές δράσης του γερμανικού εργατικού κινήματος. Ως τότε η γραμμική, ειρηνική και οργανωμένη ανάπτυξη των συνδικάτων ήταν το παν, έτσι που οι ηγεσίες να κρίνουν την δυνατότητα της εργατικής κίνησης κοιτώντας περισσότερο τους καταλόγους των μελών τους και λιγότερο την πραγματική διάθεση της εργατικής τάξης να παλέψει. Η Ρόζα από την πλευρά της τόνιζε τη σημασία της μαζικής πάλης στην αλλαγή των συνειδήσεων των εργατών και στο χτίσιμο δυνατών συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων: «μέσα από τον άνεμο και την καταιγίδα, από τη λάμψη της μαζικής απεργίας και της σύγκρουσης στους δρόμους», έλεγε ποιητικά η Ρόζα, είναι που αποκτά το προλεταριάτο την ταξική του συνείδηση και «ο προλετάριος μεταμορφώνεται από έναν πάτερ-φαμίλια που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, σ’ έναν “ρομαντικό επαναστάτη”…» (τα αποσπάσματα στο: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1997).
Διαστρεβλώσεις

Κι όμως, παρά τις πολιτικές μάχες που έδωσε η Ρόζα για να ηγεμονεύσει η επαναστατική στρατηγική στην Αριστερά της εποχής, η Επανάσταση του 1918 τη βρήκε απροετοίμαστη: ενώ ξετυλίχτηκε

ένα σενάριο όμοιο με αυτό της Ρωσίας του 1917, οι υποκειμενικές αδυναμίες της Αριστεράς ήταν καθοριστικές. Η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας έκανε το παν για να παλινορθώσει την καπιταλιστική τάξη. Και το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της εργατικής τάξης και των στρατιωτών έμεινε ακαθοδήγητο.

Η αδυναμία της Ρόζας να χτίσει μια οργανωμένη δύναμη, ικανή να δώσει στην επανάσταση νικηφόρα κατάληξη, έχει αφήσει περιθώρια για να την «διεκδικήσουν» και άλλες πολιτικές παραδόσεις. Κι εδώ αρχίζουν οι κάθε είδους διαστρεβλώσεις.

Από τη μια πλευρά, έρχεται το επιχείρημα πως η Ρόζα δεν έχτισε επαναστατικό κόμμα με τον τρόπο που το έκανε ο Λένιν γιατί ήταν σοσιαλδημοκράτισσα. Το – αδημοσίευτο από την ίδια – κείμενο για τη Ρωσική Επανάσταση στο οποίο ασκεί κριτική στους μπολσεβίκους, η παλιά αντιπαράθεσή της με τον Λένιν για το κόμμα το 1903, η παραμονή της στο SPD μέχρι και το 1917 την εντάσσουν, λέει αυτό το επιχείρημα, περισσότερο στην αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας παρά στον μπολσεβικισμό και την Γ’ Διεθνή. Είναι μια επιλεκτική ανάγνωση της Ρόζας, για να την χωρέσει στον σοσιαλδημοκρατικό κορσέ, χωρίς όμως επιτυχία.

Καταρχήν, το να χρησιμοποιεί κανείς τις αντιπαραθέσεις της Ρόζας, του Λένιν, του Τρότσκι ή του Γκράμσι και τις φραστικές τους διατυπώσεις θέλει προσοχή. Η παράδοση του σταλινισμού που ηγεμόνευσε στην Αριστερά από τη δεκαετία του ’30 έριξε στη λήθη μια ολόκληρη περίοδο του κινήματος, όταν οι διαφορετικές απόψεις για τη στρατηγική και την τακτική συζητιόντουσαν ανοιχτά και δεν συνιστούσαν έγκλημα καθοσιώσεως. Οι διαφωνίες ήταν πολλές και έντονες, όμως χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό για να αποδειχτεί διαφορετική στρατηγική, στην περίπτωσή μας της Ρόζας από αυτή του Λένιν.

Κι εδώ αν πάμε στις πραγματικές πολιτικές μάχες, η Ρόζα υπήρξε ο πρώτος και ο σκληρότερος πολέμιος της ρεφορμιστικής στρατηγικής της σοσιαλδημοκρατίας, πολύ πριν ο Λένιν αντιληφθεί τον εκφυλισμό της. Τα κείμενα της Ρόζας, από την κριτική της συμμετοχής Μιλλεράν στην αστική κυβέρνηση μέχρι τη σύγκρουση με τον Μπερνστάιν και την «εθνική ενότητα» σε καιρό πολέμου, αποτελούν τα ιδρυτικά κείμενα της επαναστατικής Αριστεράς στον 20ό αιώνα.

Γι’ αυτό και όταν η ίδια αναμετρήθηκε με τα συγκεκριμένα ζητήματα που έθεσε η Γερμανική Επανάσταση το 1918, έδωσε τις ίδιες απαντήσεις με αυτές των μπολσεβίκων: στο πρώτο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, η Ρόζα επιχειρηματολόγησε υπέρ της εξουσίας των Σοβιέτ, ενάντια στην Εθνοσυνέλευση και την κεντρίστικη στάση του USPD «και Σοβιέτ και Συνέλευση», για την βίαιη συντριβή του αστικού κράτους και των κατασταλτικών μηχανισμών, για το άνευ όρων τέλος του πολέμου και την διεθνιστική ενότητα με τη Σοβιετική Ρωσία. Αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά της Λούξεμπουργκ και τίποτα δεν μπορεί να τη διαστρεβλώσει.
Αυθορμητισμός;

Αν από τη μια πλευρά έρχεται το επιχείρημα περί σοσιαλδημοκρατίας, από την άλλη η Ρόζα έχει πολλές φορές βαφτιστεί θεωρητικός του αυθορμητισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού. Είναι ένα επιχείρημα που αρχικά εξαπολύθηκε ως κατηγορία από την ηγεσία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του SPD απέναντι στην πολεμική της Ρόζας για τα συνδικάτα και τη γενική απεργία, ενώ μετέπειτα αγκαλιάστηκε και από τη σταλινική σχολή που φρόντισε να θάψει όλους τους επαναστάτες (αφού πρώτα έκανε μούμια τον Λένιν). Στη συνέχεια ωστόσο, ο «αυθορμητισμός» της Ρόζας αγκαλιάστηκε από κομμάτια του κινήματος (ειδικά τη δεκαετία του ’60), που πίστεψαν πως έβρισκαν εκεί το αντίδοτο στην κομματική αρτηριοσκλήρωση των ορθόδοξων ΚΚ.

Μια ματιά στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα» θα αρκούσε για να καταλάβει κανείς πόσο ξένα ήταν όλα αυτά στη σκέψη της Ρόζας. Αντίθετα με την άποψη των αναρχικών της εποχής για τη γενική απεργία, η Λούξεμπουργκ δεν έβλεπε την επανάσταση ως αποτέλεσμα του βολονταρισμού των επαναστατών ή μιας «νύχτας των οδοφραγμάτων». Γι’αυτό και αφιέρωνε τόσο κόπο και προσπάθεια για να αναλύσει τις τάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα δημιουργούσε τις συνθήκες της ανατροπής του και τον ιστορικό του νεκροθάφτη. Από ’κει πηγάζουν και οι συνεχείς της αναφορές στην εργατική επανάσταση ως «αναγκαίο» και «αναπότρεπτο» αποτέλεσμα της ίδιας της λειτουργίας και των κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος.

Αυτή η ανάλυση την διαχώριζε με σαφήνεια από το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα και τους οπαδούς του αυθόρμητου. Δεν την έκανε όμως να ξεχνάει πως η τελική ανατροπή του καπιταλισμού δεν θα έρθει από τις «αντικειμενικές» εξελίξεις, αλλά από τη συνειδητή δράση. Και ο συνειδητός παράγοντας ήταν για τη Ρόζα το κόμμα: το ανοργάνωτο και το αυθόρμητο είχε αξία, στο βαθμό που ερχόταν να βοηθήσει, να αναζωογονήσει και (ακόμα περισσότερο για την Ρόζα) να διορθώσει τις γραφειοκρατικές παραμορφώσεις του οργανωμένου και του συνειδητού.

Στην Ρόζα χρωστάμε την νέα έμφαση και την αναδιατύπωση του ερωτήματος που πρώτοι οι Μαρξ και Ένγκελς είχανε θέσει: «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Μπροστά στην καπιταλιστική κρίση, ξετυλίγονται δύο ιστορικές δυνατότητες, προχώρημα στον σοσιαλισμό ή πισωγύρισμα του πολιτισμού και αμοιβαία κατάρρευση των αντιμαχόμενων τάξεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας, η συνειδητή παρέμβαση του εργατικού κινήματος και των σοσιαλιστών μέσα σ’ αυτό είναι το κλειδί για να δώσουμε τη σωστή απάντηση μπροστά σ’ αυτή τη διχάλα.
Οργάνωση

Αν κάτι πρέπει να διδαχτούμε από την αδυναμία στην οποία βρέθηκαν οι επαναστάτες στη Γερμανία το 1918 είναι πως η μάχη με τον ρεφορμισμό πρέπει να δοθεί και να κερδηθεί μέσα στο εργατικό κίνημα όχι μόνο στο πεδίο των ιδεών, αλλά και στο κρίσιμο πεδίο της οργάνωσης. Στην περίπτωση της Ρόζας και των συντρόφων της, οι ιδεολογικές και πολιτικές μάχες με την γραφειοκρατική πλέον ηγεσία του SPD θα έπρεπε να βρουν και την οργανωτική τους έκφραση, με το χτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος ανεξάρτητου από το SPD. Γιατί η πορεία των γεγονότων απέδειξε πως μόνο η οικοδόμηση ενός επαναστατικού δικτύου ανεξάρτητου από τον ρεφορμισμό πριν την επαναστατική κατάσταση μπορεί να της δώσει νικηφόρα κατάληξη.

Ήταν βέβαια δύσκολο να σπάσει κανείς από το κόμμα που είχε ιδρύσει ο Ένγκελς, όχι και τόσα πολλά χρόνια πριν. Αν και κατανοούσε βαθιά τον εκφυλισμό αυτού του «απολιθώματος των αυθεντιών» (όπως έγραφε σε ένα γράμμα της ήδη το 1907), η Ρόζα φοβόταν ότι η ρήξη με το SPD θα συνεπαγόταν την απομόνωση των επαναστατικών ιδεών. Γι’ αυτό και πάντα έλπιζε πως οι μάχες που δίνονταν μέσα στο κόμμα, παράλληλα με την όξυνση της ταξικής πάλης έξω από αυτό, θα ξέβραζαν τελικά τη ρεφορμιστική πολιτική: «Εάν οι ηγεσίες των συνδικάτων έμεναν στο πλάι ή έβαζαν εμπόδιο στο κίνημα, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο αυτό: οι ηγεσίες των συνδικάτων και των κομμάτων θα έμπαιναν στην άκρη από τη δυναμική των γεγονότων και οι οικονομικοί και πολιτικοί αγώνες θα συνέχιζαν και χωρίς αυτές».

Αγώνες σίγουρα μπορούσαν να γίνουν και χωρίς την ηγεσία του SPD. Όμως οι αγώνες αυτοί από μόνοι τους δεν μπορούσαν να αλλάξουν το γεγονός της προσχώρησης της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης. Και αυτός ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας. Γιατί, για τους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες που ανακάλυπταν την προδοσία του SPD το 1918, υπήρχαν εκατομμύρια ακόμα που μόλις έμπαιναν στο στίβο της πολιτικής και έστρεφαν τις ελπίδες τους προς αυτό το κόμμα. Η επανάσταση δεν σημαίνει ποτέ την άμεση αποδυνάμωση του ρεφορμισμού. Τουναντίον, είναι στις στιγμές της επανάστασης που τα διαφορετικά επίπεδα συνείδησης κομματιών της εργατικής τάξης είναι πιο ορατά από ποτέ. Το τι οργάνωση θα έχουν οι πιο πρωτοπόροι και μαχητικοί εργάτες, για να τραβήξουν και όχι να τραβηχτούν από τη μεγάλα μάζα των συναδέλφων τους, είναι που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην νίκη ή την ήττα της επανάστασης.

Ο Σπάρτακος, η οργάνωση της Ρόζας και του Λήμπκνεχτ, δεν είχε ούτε το μέγεθος ούτε τα χαρακτηριστικά για να κερδίσει αυτή τη μάχη. Μια ομάδα τριών χιλιάδων επαναστατών, όσο αφοσιωμένοι και ξεκάθαροι και αν είναι αυτοί, δεν μπορεί να καθοδηγήσει μια επανάσταση εκατομμυρίων εργατών και στρατιωτών σε βιομηχανικά κέντρα όπως το Βερολίνο, το Αμβούργο, το Μόναχο, την Έσση, το Κίελο και αλλού. Ιδιαίτερα όταν αυτή η οργάνωση είναι περισσότερο μια χαλαρή ομοσπονδία ομάδων, όπως ήταν ο Σπάρτακος, χωρίς κοινές εμπειρίες οργανωμένων μαχών, χωρίς κοινό κώδικα επικοινωνίας των μελών της, χωρίς συγκεντρωτισμό και πανεθνική οργάνωση.

Η επιμονή του Λένιν το 1903 για πανεθνική οργάνωση, εφημερίδα, πυρήνες και επαγγελματίες επαναστάτες μπορεί να έμοιαζε δογματική. Όμως ήταν αυτού του τύπου την οργάνωση που χρειάζονταν οι επαναστατημένοι εργάτες και στρατιώτες του Βερολίνου το 1919. Ο Λένιν την είχε οικοδομήσει υπομονετικά, γι’ αυτό μπορούσε να είναι δυσάρεστος απέναντι στους πρωτοπόρους, αλλά ανυπόμονους εργάτες της Πετρούπολης τον Ιούλη του 1917 και τολμηρός τις μέρες της κατάληψης της εξουσίας τον Οκτώβρη. Η Ρόζα δεν είχε αυτή την οργάνωση και πλήρωσε ακριβά το τίμημα, ακόμα και με την ίδια της τη ζωή.

Εργατικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις ξέσπασαν πολλές στην πορεία του 20ού αιώνα. Αυτό που έκανε τη διαφορά για την τελική τους κατάληξη ήταν η ύπαρξη μέσα σ’ αυτές μιας Αριστεράς επαναστατικής και ριζωμένης: επαναστατικής, ώστε να αξιοποιεί τις ευκαιρίες για την ανατροπή του καπιταλισμού και όχι για μια καλύτερη διαχείρισή του. Και ριζωμένης, ώστε να μπορεί να κάνει την επαναστατική θεωρία κτήμα και εργαλείο των πραγματικών ανθρώπων που δίνανε τις μάχες, να απαντάει δηλαδή στο ζήτημα της καθοδήγησης της επανάστασης στην πράξη κι όχι απλά στη θεωρία. Κωδικοποιώντας, αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η συνάντηση των ιδεών της Ρόζας με την οργάνωση του Λένιν. Είναι ένα δίδαγμα όχι μόνο για την ιστορία του εργατικού κινήματος του παρελθόντος, αλλά και για την Αριστερά που χτίζουμε σήμερα.

του Θανάση Καμπαγιάννη
 

Η Επανάσταση του 1943

Η Επανάσταση του 1943

revolution in the world

ελευθερη εκφραση

Η λίστα ιστολογίων μου

προσωπικές ιστοσελίδες

τύπος

διαφορα

È